Dark Mode Light Mode

Αλαλούμ στα μέτρα κατά του κορωνοϊού

 

 

Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος


Οι Γάλλοι είναι κατηφείς και ανήσυχοι, η κοινωνία τελεί υπό το κράτος  αποθαρρύνσεως. Οσημέραι νέα μέτρα κατά του ιού ανακοινούνται. Τα γνώριμά τους στέκια, τα καφέ μπαρ της παρισινής περιοχής είναι από την περασμένη Τρίτη θεωρητικώς κλειστά, ευτυχώς όχι όμως προς το παρόν τα εστιατόρια-μπυραρίες. Τα εν λόγω καταστήματα είναι μεν ανοικτά αλλά κάτω από απαράδεκτους όρους, όπως η υποχρεωτική δήλωση κατοικίας, τηλεφώνου του πελάτη και αριθμού συνδαιτυμόνων! Το κυβερνητικό αλαλούμ  γύρω από τον  ιό, αγγίζει τα όρια της κοροϊδίας και της νοημοσύνης μας. Παραφράζοντας μια πολυχρησιμοποιούμενη πολιτική γαλλική ρήση, (quand il y a flou, il y a un loup (εκεί που υπάρχει θαμπάδα, υπάρχει λύκος) θα μας επιτραπεί να πούμε ότι εκεί που υπάρχει θολούρα, υπάρχει κάτι το ύποπτο. Αλλά ποιο και τι; αναρωτιούνται οι πολίτες. Οι επαγγελματίες των καφέ-μπαρ εφαρμόζουν την λαϊκή ρήση, το «καλό το παλληκάρι, ξέρει κι άλλο μονοπάτι».  Με το πρόσχημα σερβιρίσματος ενός πιάτου σε ένα υποχρεωτικώς καθήμενο πελάτη, ευάριθμα καφέ-μπαρ μετατρέπονται αυτομάτως σε εστιατόρια- μπυραρίες και παραμένουν ανοικτά. Μέχρι πότε όμως; Ήδη ψιθυρίζεται ότι στα ήδη ληφθέντα μέτρα θα προστεθούν αυτές τις ημέρες και άλλα. Στην Μασσαλία, την δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της χώρας, οι ιδιοκτήτες των καφέ-μπαρ που είναι (θεωρητικώς) και αυτά κλειστά διαμαρτύρονται καθημερινώς και κινητοποιούνται για να ανοίξουν. Ίδωμεν…

Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι η επιβολή κυβερνητικών αυστηρών προστατευτικών μέτρων προς αποφυγή δυσμενών επιπτώσεων του ιού Covid 19, διαιρεί αυτή την στιγμή τους Γάλλους σε δυο παρατάξεις: σ’ εκείνους που υπερασπίζονται χωρίς φωνασκίες αλλά σθεναρώς την προτεινόμενη πολιτική (κυρίως την μάσκα) και την σέβονται σχολαστικώς και σ’ εκείνους που, θέλοντας και μη, ναι μεν συμμορφώνονται με τις κυβερνητικές υποδείξεις και απαιτήσεις (κυρίως στο να φορούν μάσκα στους ανοικτούς χώρους) αλλά όμως αμφισβητούν, ασθενεστάτη τη φωνή, την ανυπόφορη συνεχή  «διαπαιδαγώγηση», ιδίως δια μέσου της τηλεοράσεως και του ραδιοφώνου, των πολιτών που χαρακτηρίζονται ως επικινδύνως ελαφρόμυαλοι από τους αρμόδιους, ως  παλίμπαιδες, ως μη έχοντες συνείδηση του κινδύνου μεταδόσεως του ιού.

Οι πρώτοι, εφαρμόζοντες κατά γράμμα τις αποφάσεις της κυβερνήσεως επικαλούνται τον καθηγητή Αντοάν Φλαχώλ (Antoine Flahault) διευθυντή του ινστιτούτου ολικής υγείας στο ιατρικό πανεπιστήμιο της Γενεύης που διευκρινίζει: ακόμη και εάν δεν μπορούμε να πούμε ότι στην Ευρώπη το δεύτερο κύμα της νόσου θα είναι δυνατής εντάσεως,  ευκταίον και καλόν είναι να προετοιμαζόμεθα.  Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο γενικευμένος εγκλεισμός των μηνών Μαρτίου και Απριλίου, έγινε, έστω και μετά δυσφορίας, αποδεκτός. Ο Ελβετός καθηγητής διατείνεται ότι παρόλη την σημερινή ολοένα αύξηση των κρουσμάτων, η στρατηγική ανιχνεύσεως (τεστ) άλλαξε πολύ, και ο πολλαπλασιασμός των τεστ στα κέντρα υγείας και όχι μόνον στα νοσοκομεία, μετέβαλε άρδην την κατάσταση. Άλλοι όμως επιστήμονες δεν πολυπιστεύουν στην εγκυρότητα των τεστ. Ένας άτεγκτος  υποστηρικτής των κυβερνητικών μέτρων, Αρνό Φοντανέ (Arnault Fontanet)  του ινστιτούτου Παστέρ, ερωτηθείς στην τηλεόραση ποια είναι η διαφορά μεταξύ ενός καφέ-μπαρ όπου μπορεί κανείς να καταναλώσει καθήμενος ένα  σάντουιτς συνοδεύοντας το με ένα ποτήρι κρασί και μιας μπυραρίας –εστιατορίου που προσφέρει στους πελάτες  το  ποικίλο «μενού της ημέρας», ευρέθη σε δύσκολη θέση να δώσει μια καθαρή και πειστική απάντηση της υπάρχουσας διαφοράς.

Οι δεύτεροι, οι διστακτικοί έναντι των μέτρων, υποστηρίζουν ότι αριθμός των αποθανόντων αυτές τις ημέρες δεν συγκρίνεται με εκείνον, υπερβαίνων κατά πολλές εκατοντάδες, εκείνον του Απριλίου, πράγμα που εξηγεί την δυσπιστία και επιφυλακτικότητά τους έναντι καθημερινών επαναλαμβανόμενων «συμβουλών», π.χ. την υποχρεωτική γενίκευση της μάσκας την οποία χαρακτηρίζουν ως ελευθεροκτονία, ως επίσης και το κλείσιμο για 15 μέρες των καφέ-μπαρ που δεν γίνεται ευκόλως αποδεκτό από τους Παριζιάνους και γενικότερα από τους πολίτες. Επ’ αυτού, μια ερευνήτρια, επιφορτισμένη με την διδασκαλία της ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ (Grenoble), η  Άννα Τσερκασσόφ (AnnaTcherkassof), υποστηρίζει, όλως παραδόξως, ότι στις συνομιλίες του, ο δυτικός άνθρωπος επικαλείται κυρίως τους μύες τού κάτω μέρους του προσώπου του και ανταλλάσσοντας κουβέντες, οι εν λόγω μύες όντας πιο λειτουργικοί, κουράζονται πιο εύκολα. Σε αυτή την περίπτωση, διευκρινίζει η ψυχολόγος, το να φορά κανείς μάσκα μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις (ακοής και κατανοήσεως των φράσεων) και είναι δυνατόν να «ενδυναμώνει το συναίσθημα φόβου του άλλου». Είναι πάντως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι πλειοψηφία των Παριζιάνων και των κατοίκων των κοντινών της πρωτευούσης προαστίων κυκλοφορούν στους δρόμους με μάσκες.

Διαπιστώνοντας ότι οι Γάλλοι στην ολότητά τους είναι μοιρασμένοι, η εφημερίδα Λε Μοντ (Le Monde, 04|10|2020)  απευθύνθηκε σε πολλές δεκάδες νοσοκομειακών ειδικών, στο εθνικό ινστιτούτο υγείας και ιατρικής έρευνας  (Inserm), και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για να φωτίσουν οι ειδήμονες  χωρίς προκαταλήψεις το κοινό επί των σημείων συναινέσεων και διαφορών, που αφορούν το Covid 19. Ιδού οι διαπιστώσεις των ιθυνόντων:

1) το να φοριούνται οι μάσκες στους εξωτερικούς χώρους διαιρεί τους Γάλλους

2) Αναρωτιούνται εάν είναι κοινωνικώς υποφερτό το να κυκλοφορούν ακαταπαύστως με κεκαλυμμένη την μορφή τους

3) Τα τεστ, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι άχρηστη σπατάλη

4) Πολίτες και ειδικοί κρίνουν αυστηρώς την ακολουθούμενη πολιτική  και

5) Απαιτούν απαραίτητη την χάραξη μιας έγκυρης ενημερώσεως του κοινού.

Από την μεριά του, ο καθηγητής μοντέρνας ιστορίας στην Σορβόννη Πιέρ Σερνά (Pierre Serna)  αναγνωρίζει στην Ουμανιτέ της 2|10|2020  ότι δεν μπαίνει πρόβλημα συζητήσεως και αμφισβητήσεως της αποτελεσματικότητος της μάσκας. Διευκρινίζει: εάν χρησιμεύει (στο να την φορούμε) σαν υπεύθυνοι πολίτες, προς  εκδήλωση  αλληλεγγύης  και ευμένειας απέναντι σ’ εκείνους που έχουν την υγεία τους εύθραυστη και στους ηλικιωμένους, (τότε) αυτό εξηγείται. Όμως προσθέτει: Παρ’ όλα αυτά, όλη αυτή η συστηματική  προπαγάνδα που μας κατακλύζει για την μάσκα προστασίας, (…) στρέφεται εναντίον  της πιο αντιπροσωπευτικής ταυτότητός μας (δηλ. του προσώπου μας) που γίνεται αόρατο, άφαντο. Διότι, εξηγεί, είμαστε το πρόσωπό μας, λυπημένο, χαρούμενο, έξυπνο, εκφραστικό, ζωντανό. Εν κατακλείδι, ο ιστορικός υποστηρίζει οι αναπτυχθείσες υπ’ αυτού γνώμες δεν σημαίνουν ότι πρέπει να βγάλουμε τις μάσκες. Σαν ανταπόδοση, προτείνει την ενδυνάμωση του διανοητικού πεδίου αντιστάσεώς μας έναντι της βαθμιαίας καταπατήσεως των ελευθεριών που διαπερνάει, έστω και προσωρινά, με την κάλυψη του προσώπου, συμπεραίνει δε ότι αυτή η αντίσταση οφείλει να κατοικοεδρεύει πάντοτε μέσα μας.

Προηγούμενο άρθρο

 «Δεν υπάρχουν κενά στην Αστυνομική Διεύθυνση Καβάλας»

Επόμενο άρθρο

Σημαντικός επισκέπτης και αντλία θερμότητας στο μουσείο «Προσφυγικού Ελληνισμού»