Ενα ταξίδι στην Καβάλα με τη Μάρω Δούκα. Καλεσμένες του ΔΗΠΕΘΕ, του Δημοτικού Ωδείου και της Δημοτικής βιβλιοθήκης για να παρουσιάσουμε το καινούργιο βιβλίο της Μ. Δούκα «Πύλη Εισόδου» (Πατάκης). Εγώ ήμουν ο άνθρωπος που έκανε τις ερωτήσεις στη συγγραφέα και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Θοδωρής Γκόνης διάβασε αποσπάσματα.
Μια σημαντική πρωτοβουλία των ωραίων ανθρώπων της Καβάλας που φτιάχνουν γέφυρες πολιτισμού και με φαντασία και δημιουργικότητα κάνουν δυνατές τέτοιες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Εκδηλώσεις που αφήνουν το ποιοτικό αποτύπωμά τους στην πόλη.
Από τα πολλά σημαντικά που μου έμειναν από αυτό το ταξίδι σας μεταφέρω (με κάποια συγκίνηση είναι η αλήθεια) ένα περιστατικό που συνέβη στο ξενοδοχείο τη βραδιά της εκδήλωσης.
Είχαμε πιει τον καφέ μας και ετοιμαζόμασταν να πάμε στο δημοτικό θέατρο «Αντιγόνη Βαλάκου», όταν βγήκε μια γυναίκα γύρω στα πενήντα από την κουζίνα και παρακάλεσε την κυρία Δούκα να της δώσει ένα αυτόγραφο έστω και σε χαρτοπετσέτα. «Είστε η αγαπημένη μου συγγραφέας. Συγγνώμη, αλλά δεν πρόφτασα ακόμη να πάρω το βιβλίο, δουλεύω σήμερα και δεν μπορώ να έρθω στην εκδήλωση, μπορείτε να μου δώσετε ένα αυτόγραφο;» και εξαφανίστηκε για λίγο στα βάθη της κουζίνας να βρει στυλό. Βρήκαμε ένα δικό μας αντίτυπο και, όταν εκείνη επέστρεψε, η συγγραφέας τής το υπέγραψε και της το χάρισε. Νομίζω πως τη χαρά στο βλέμμα αυτής της γυναίκας θα κάνω καιρό να την ξεχάσω.
Κάποιες από τις κουβέντες μας με τη Μάρω Δούκα σάς μεταφέρω εδώ.
Αθήνα – Καβάλα
Ηρθαμε από την Αθήνα στην Καβάλα καλεσμένοι του ΔΗΠΕΘΕ να μιλήσουμε για τα βιβλία σας, πώς σας φαίνεται αυτό;
Πώς να μου φανεί; Ευχάριστο ταξίδι σε μια παραθαλάσσια πόλη με βαθιά ιστορία και πολλούς γλάρους. Σκεφτόμουν τον Γιώργο Χειμωνά που γεννήθηκε εδώ, σκεφτόμουν και τον ποιητή Πρόδρομο Μάρκογλου. Ευχαριστώ το ΔΗΠΕΘΕ για την πρόσκληση, ξεχωριστά ευχαριστώ τον Θοδωρή Γκόνη για τις κουβέντες μας. Ευχαριστώ κι εσένα. Ηταν μια καλή βραδιά. Χάρηκα με τον κόσμο. Εβλεπα χαμογελαστό και καλοσυνάτο το βλέμμα τους πάνω μου. Υπάρχει ουσιαστικότερη δικαίωση για τον συγγραφέα;
Μέσα από τα πορτρέτα του καινούργιου σας βιβλίου και κυρίως μέσα από την κυρία Αφεντούλα και τα διεισδυτικά σχόλιά της στο φέισμπουκ, παρακολουθούμε τη διαδρομή της αλλά και την κατάσταση σήμερα στη χώρα. Το φέισμπουκ ήταν η αφορμή, φαντάζομαι;
Ακριβώς το αντίθετο, θα έλεγα. Το φέισμπουκ ήταν το όχημα, το εργαλείο, προκειμένου να «δοθεί» η διαδρομή της κυρίας Αφεντούλας αλλά και της ελληνικής κοινωνίας από δεκαετία σε δεκαετία. Και μην το ξεχνάμε: κάθε ιστορία, κάθε αφήγηση απαιτεί τη φόρμα της. Η υπερκινητικά πολυεπίπεδη, καθησυχαστικά αποβλακωτική στασιμότητα της εποχής μας, όπως την αισθανόμουν, δεν θα μπορούσε να «βολευτεί» σ’ έναν απλό μονόλογο, ούτε να υπάρξει σε ημερολογιακές εγγραφές… Χρειαζόμουν μιαν άλλη «σύμβαση» για τις ρωγμές, τους μώλωπες, τις κλονισμένες βεβαιότητες του καιρού μας. Κι αυτή την άλλη σύμβαση, χωρίς να είμαι στο φέισμπουκ, την αναζήτησα στο φέισμπουκ. Και μόνο όταν είχα πια τελειώσει το βιβλίο, αποφάσισα να γίνω κι εγώ μέλος για να δω πώς είναι. Κι εδώ πρέπει να πω ότι αυτό που είδα ήταν περίπου ίδιο με αυτό που είχα φανταστεί…
Πάντα λέτε πως κάθε νέο βιβλίο θα είναι το τελευταίο. Αλλά ποτέ δεν συμβαίνει αυτό, και ευτυχώς για μας. Πώς το νιώθετε κάθε φορά;
Είναι εκείνο το «άδειασμα», η κόπωση από βιβλίο σε βιβλίο. Είναι όμως και η έγνοια να μην αθροίζω τη μια μετά την άλλη τις όποιες «ιστορίες» μου. Να αναζητώ πάντα τη βαθύτερη αιτία, το νόημα, τον άλλο τρόπο. Ασχέτως αν το καταφέρνω ή όχι. Σημασία έχει ότι πάντα, πριν και μετά από κάθε βιβλίο, υπάρχει πολλή σκέψη, πολλή ωφέλιμη τεμπελιά, πολλή περιπλάνηση. Εν τω μεταξύ τα χρόνια περνούν. Αλλο να είσαι σαράντα ή πενήντα και να λες «αυτό θα είναι το τελευταίο μου βιβλίο» και άλλο να το λες στα εβδομήντα τρία σου. Ο χρόνος λιγοστεύει. Δεν μπορώ πια να λέω έχω καιρό… σε τρία ή πέντε χρόνια ίσως κάτι καταφέρω να γράψω πάλι. Εχουν ήδη αρχίσει οι συνομήλικοί μου να μας αποχαιρετούν. Καλό θα είναι επομένως να ετοιμάζομαι κι εγώ. Τώρα πια όλο και πιο κοντά αισθάνομαι στο «τελευταίο» μου βιβλίο… Φυσικό δεν είναι;
Τα πρώτα χρόνια
Πώς ήταν όταν πήρατε το πρώτο αντίτυπο της «Πηγάδας» στα χέρια σας;
Με το πρώτο αντίτυπο της «Πηγάδας» -τι μου θυμίσατε…- περπατούσα στην Πατησίων προς πλατεία Κολιάτσου, όπου μέναμε τότε, πνιγμένη στο κλάμα. Οχι από συγκίνηση αλλά από λύπη, απογοήτευση, ντροπή. Είχα κάνει εγώ τις τυπογραφικές διορθώσεις, εντελώς αβοήθητη, χωρίς ένα δεύτερο μάτι να δει το κείμενο. Κι έτσι το πρώτο μου βιβλίο, άπειρη καθώς ήμουν, ήταν γεμάτο τυπογραφικά λάθη… Την επομένη με παρηγόρησε ο σοφός Γιάννης Ρίτσος («Μην περιμένεις ποτέ να σου πουν μπράβο για ό,τι έκανες καλά, να περιμένεις μόνο με ψυχραιμία τις επικρίσεις για κάτι που δεν έκανες καλά και να μαθαίνεις, να διορθώνεσαι…»).
Μιλάτε ευθέως για την πολιτική. Εχει κόστος αυτό για έναν συγγραφέα;
Υποθέτω πως ναι… Για μένα όμως που ποτέ δεν ζήτησα από κανέναν το παραμικρό, που δεν άπλωσα ποτέ έξω από το πάπλωμά μου τα πόδια, που δεν έχω καμιά άλλη φιλοδοξία πέρα απ’ το να γράψω ένα βιβλίο «στα μέτρα μου», τι κόστος θα μπορούσε να έχει; Να μην με αναγνωρίσουν, μήπως, να μην με τιμήσουν; Ε, και; Αλλοι με συμπαθούν, άλλοι με αντιπαθούν… έτσι συνήθως συμβαίνει. Αλίμονο όμως στον συγγραφέα που θέλει να τα έχει με όλους καλά, που αφήνεται να είναι σε όλους αρεστός. Είναι πολύ σημαντικό, βοηθάει στην ψυχική σου υγεία και στην αυτοεκτίμησή σου, να επιλέγεις όχι μόνο τους φίλους αλλά και τους μη φίλους…
Στην «Αρχαία σκουριά» ζωντανέψατε τα χρόνια της δικτατορίας και τις αναζητήσεις της γενιάς σας μέσα από την οπτική γωνία της φοιτήτριας. Τώρα η οπτική γωνία σας είναι η κυρία Αφεντούλα, μια «συνηθισμένη» γυναίκα που έζησε τα χρόνια της Μεταπολίτευσης και τα χρόνια της κρίσης. Είναι ένας κύκλος που θέλετε να κλείσετε;
Να διευκρινίσω. Την «Αρχαία σκουριά» δεν την έγραψα για να ζωντανέψω τα χρόνια της δικτατορίας. Την έγραψα μέσα από τη ματιά μιας φοιτήτριας (συνομήλικής μου περίπου) ακολουθώντας τον βηματισμό της προς την αυτογνωσία και την ωρίμανση (κάτι σαν αισθηματική-πολιτική αγωγή) στα χρόνια της δικτατορίας… Και τώρα, έπειτα από σαράντα χρόνια, γράφω μέσα από τη ματιά μιας (σχεδόν συνομήλικής μου και πάλι, επομένως συνομήλικης και της ηρωίδας στην «Αρχαία σκουριά») ηλικιωμένης γυναίκας, ακολουθώντας τον βηματισμό της προς την αποδοχή, την παραδοχή, την επίγνωση, τη συγκατάβαση, τη βαθιά ανάγκη για αυτοδικαίωση. Η Μυρσίνη Παναγιώτου της «Αρχαίας σκουριάς» ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο, η Αφεντούλα (Κατερίνα) της «Πύλης εισόδου» ήταν έξω από το Πολυτεχνείο κι έτρεχε να χωθεί στη φωλίτσα της. Αλλο το ένα, επομένως, άλλο το άλλο. Αλλη η Μυρσίνη, άλλη η Αφεντούλα, μέσα από άλλες συγκυρίες, αν και γεννήματα της ίδιας εποχής.
Μετά την τριλογία σας «Στις γραμμές του Μύθου και της Ιστορίας», που την κατοικούν τόσοι αδικοχαμένοι, παραγνωρισμένοι ή ξεχασμένοι ήρωες, περνάτε τώρα σε έναν καθημερινό άνθρωπο. Τι το «ηρωικό» έχει ένας τέτοιος συνηθισμένος άνθρωπος;
Από τον μέσο άνθρωπο της πλειοψηφίας αναδύονται σε εποχές έξαρσης και ανάτασης οι ήρωες και οι αγωνιστές… Λάθος μας να πιστεύουμε ότι την αντίσταση την έκαναν ημίθεοι, ξεχωριστοί άνθρωποι. Ανθρωποι απλοί, κοινοί θνητοί, ήταν όλοι αυτοί που κατάφεραν να υπερβούν την καθημερινότητά τους για έναν καλύτερο κόσμο, ενάντια στον κατακτητή, ενάντια στην αδικία. Τι θέλω να πω; Οτι, πέρα από τον ψυχισμό και την όποια ιδιοσυγκρασία μας, τις επιλογές και τις αποφάσεις μας, είμαστε και γεννήματα των καιρών… Στενόκαρδες, χωρίς οράματα εποχές, σαν τη δική μας, στενόκαρδους, κακότροπους ανθρώπους θα αναδείξουν.
Είμαστε σε μια πόλη που φιλοξενεί πρόσφυγες. Η σκληρή στάση απέναντι στους πρόσφυγες είναι ένα άλλο μεγάλο ζήτημα και το θίγετε ευθέως στην «Πύλη εισόδου»…
Δεν είναι τόσο η σκληρή στάση μας απέναντι στους πρόσφυγες, όσο η ανεύθυνη, η αδιέξοδη, η υποκριτική συμπεριφορά μας. Τους λυπόμαστε τάχα μου, άνθρωποι είναι κι αυτοί, αλλά δεν τους θέλουμε μες στα πόδια μας. Κάπως έτσι το θίγω και στο βιβλίο μέσα από τη ματιά της ηρωίδας… Μπορούμε εμείς οι μέσοι, οι καθημερινοί άνθρωποι να το καταλάβουμε ότι κανείς δεν αφήνει την πατρίδα του, αν πατρίδα του δεν είναι η κόλαση από την οποία τρέχει για να σωθεί; Και μπορούν οι υπεύθυνοι πολιτικοί να υψώσουν το ανάστημά τους και να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στους οικονομικούς κολοσσούς που ευνοούνται από τη συντήρηση και την τροφοδότηση των πολέμων;
Μιλάτε επίσης ευθέως στο βιβλίο και για την ενδοοικογενειακή βία και για την κακοποίηση που κουκουλώνεται. Είδαμε τραγικά περιστατικά τελευταία με γυναικοκτονίες…
Η ενδοοικογενειακή βία διαπερνά οριζοντίως και καθέτως την ελληνική κοινωνία. Δεν έχει να κάνει με πλούσιους και φτωχούς, με εγγράμματους και αγράμματους. Να το πω και αλλιώς: η κακοποίηση της γυναίκας μέσα και έξω από την οικογένεια είναι βαθιά ριζωμένη νοοτροπία, γι’ αυτό και ευθύνη όλων μας το ξερίζωμα…
Υπάρχει κάτι που θα συμβουλεύατε τους νέους συγγραφείς, για να πουν καλύτερα τη δική τους ιστορία;
Μόνοι τους οφείλουν να ψάξουν, να αναζητήσουν, αλλά κυρίως να διαβάσουν. Οσο πιο πολύ διαβάζουν τόσο πιο βέβαιο είναι ότι θα οδηγηθούν από μόνοι τους στην αναγκαιότητα της σύμπλευσης μορφής και περιεχομένου…
«Το γράψιμο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κατευθυνόμενο όνειρο», είχε πει ο Μπόρχες. Για σας τι είναι πια;
Θα το έλεγα ταξίδι χωρίς χάρτη… Αν και προγραμματίζω τα βασικά, αν και ξεκινώ με τις αποσκευές μου, στην πορεία ξεφορτώνω, αφήνομαι στο άγνωστο και όπου με βγάλει…
Κυρία Δούκα, είναι αλήθεια πως «δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγωνία για έναν συγγραφέα από το να ’χει μέσα του μια ιστορία ανείπωτη»;
Δεν ξέρω αν είναι αγωνία. Μπελάς, όμως, ζαλάδα, βραχνάς… σίγουρα είναι.
Κυριακή Μπεϊόγλου – efsyn.gr