Dark Mode Light Mode
Ο Συριτούδης από το Διδυμότειχο στο ρόστερ- Κινείται για… σουπερ σέντερ φορ
Άλλαι μεν βουλαί της ιστορίας και της παράδοσης και άλλαι δε των υπευθύνων του ΚΘΒΕ
Η κούρσα θανάτου στην Νίκαια ...

Άλλαι μεν βουλαί της ιστορίας και της παράδοσης και άλλαι δε των υπευθύνων του ΚΘΒΕ

 

Για όσους δίνουν σημασία στη σημειολογία αλλά και στις απίθανες συμπτώσεις που συμβαίνουν κατά καιρούς στη ζωή μας, οι παραστάσεις του ΚΘΒΕ την Παρασκευή και το Σάββατο με την τραγωδία του Αισχύλου «Επτά επί Θήβας» στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων, ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να συνδέσουν αυτό το γεγονός με τα πρώτα χρόνια του 60χρονου πλέον ομώνυμου Φεστιβάλ.

Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος γεννήθηκε ουσιαστικά μέσα από την αδήριτη ανάγκη να υπάρχει ένας μεγάλος δημόσιος καλλιτεχνικός φορέας και στη Βόρεια Ελλάδα –όπως το Εθνικό Θέατρο στη νότια χώρα- για να αναδείξει με τις παραστάσεις του ένα αρχαίο θέατρο -όπως εκείνο της Επιδαύρου- που δεύτερο σε όλη την Ελλάδα, είχε αρχίσει να φιλοξενεί τον λόγο του αρχαίου δράματος ήδη από το 1957.

Έτσι και έγινε. Το 1961 ιδρύθηκε το ΚΘΒΕ και η παρθενική του παράσταση δόθηκε το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς στο κατάμεστο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων με την τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους τύραννος».

Αυτές τις μέρες, έξι σχεδόν δεκαετίες αργότερα, πάλι το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, εκ μίας διαβολικής και σημαδιακής συμπτώσεως, είναι εκείνο που δίνει την πρώτη παράσταση στον ίδιο ιερό χώρο αμέσως μόλις ο χώρος αυτός εισέρχεται επισήμως με βούλα και υπογραφή στον κατάλογο της UNESCO με τα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Είναι μια σημαδιακή σύμπτωση για το πόσο στενά συνδεδεμένο είναι το ΚΘΒΕ τόσο με τον χώρο του αρχαίου θεάτρου των Φιλίππων όσο και με τον 60χρονο ομώνυμο πολιτιστικό θεσμό. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι για πάρα πολλά χρόνια το ΚΘΒΕ είχε την ευθύνη της διοργάνωσης του Φεστιβάλ Φιλίππων και κάθε καλοκαίρι γινόταν κυριολεκτικά μετεγκατάσταση όχι μόνον του θιάσου αλλά και του τεχνικού και διοικητικού προσωπικού από την Θεσσαλονίκης στην Καβάλα.

Ωστόσο τα τελευταία χρόνια αυτή η σχέση έχει διαρραγεί. Οι εκάστοτε καλλιτεχνικοί και διοικητικοί επικεφαλής του ΚΘΒΕ δεν σέβονται την ιστορία και τους δεσμούς αίματος του κρατικού θεατρικού οργανισμού της Βόρειας Ελλάδας με το Φεστιβάλ Φιλίππων, δεν έχουν καμιά απολύτως συναισθηματική αναστολή, ενδιαφέρονται περισσότερο για την προσωπική προβολή τους και έτσι προτιμούν το θέατρο Δάσους της συμπρωτεύουσας ή πολύ περισσότερο την Επίδαυρο για τις πρεμιέρες τους ή τέλος πάντων για τις «καλύτερες» ημερομηνίες των παραστάσεων για τις παραγωγές που ετοιμάζουν κάθε χρόνο.

Μήπως θα έπρεπε μέσα στα τόσο σοβαρά και σπουδαία προβλήματα που απασχολούν τον τόπο μας και για τα οποία ψάχνουν λύσεις οι αρμόδιοι (ΒΦΛ, Μαρινόπουλος, μετεγκατάσταση προσφύγων, αξιοποίηση στρατοπέδου Ασημακοπούλου, ιδιοκτησιακό παλιού Νοσοκομείου κ.λ.π) να ασχοληθούν και μ’ αυτό το θέμα. Ή μήπως μοιάζει ολίγον παράταιρο μέσα στην σοβαρότητα των άλλων;

 

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Σύγχρονη, πρωτοποριακή, αντισυμβατική αλλά και τόσο πιστή στο πνεύμα του  αιώνιου αρχαίου λόγου (άριστη η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα) ήταν η κατά Τσέζαρις Γκραουζίνις εκδοχή της τραγωδίας του Αισχύλου «Επτά επί Θήβας».

Με σύγχρονα κουστούμια και αφαιρετικά αλλά τόσο συμβολικά σκηνικά (Κέννυ Μακ Λέλαν), η παράσταση κατάφερε να συγκινήσει και να συνεπάρει τους 1500 περίπου θεατές του Σαββάτου που στο τέλος έδωσαν αφειδώλευτα το θερμό χειροκρότημά τους στους ηθοποιούς της παράστασης.

Την σήμερον ημέρα αυτή φαίνεται πως είναι τελικά η σύγχρονη ματιά στο θέατρο. Να μπορείς να διοχετεύσεις όσο πιο ισχυρό γίνεται το συναίσθημα στον θεατή αξιοποιώντας τα εκφραστικά μέσα των ηθοποιών στηριζόμενος κυρίως σ’ αυτούς και λιγότερο στα βαριά, παλιοκαιρίσια και φλύαρα σκηνικά ή/και στα αντίστοιχα κουστούμια.

Ήταν από τις καλύτερες παραστάσεις που παρακολουθήσαμε τα τελευταία χρόνια στους Φιλίππους με κορυφαία και εξαιρετικά ευρηματική την σκηνή της αδελφοκτόνου μονομαχίας των δίδυμων αδελφών Ετεοκλή και Πολυνίκη.

Ακόμη και εικαστικά η παράσταση έλαμπε με την άριστη ομοιογένεια και συγχρονισμό του χορού που συμμετείχε καθοριστικά στις σκηνοθετικές προθέσεις και οραματισμούς του Γκραουζίνις.

Εξαιρετική επίσης η μουσική του Δημήτρη Θεοχάρη τόσο στις κορυφώσεις της όσο και στο σημείο όπου η με υψηλές μουσικές σπουδές Νάντια Κοντογεώργη (Αντιγόνη) ερμήνευσε δίκην σοπράνο ένα μικρό απόσπασμα σε ένα κόντρα ηχητικό περιβάλλον που δημιουργούσε εκείνη τη στιγμή ο χορός.. Μοναδική εξαίρεση το βαλσάκι του φινάλε που δεν ταίριαζε, νομίζουμε, με την ατμόσφαιρα της στιγμής.

Γενικότερα και εν κατακλείδι από τις πολύ καλές στιγμές στην ιστορία του Φεστιβάλ. Μια παράσταση που μας άγγιξε και θα θυμόμαστε.

Θ.Θ.

Προηγούμενο άρθρο

Ο Συριτούδης από το Διδυμότειχο στο ρόστερ- Κινείται για… σουπερ σέντερ φορ

Επόμενο άρθρο

Η κούρσα θανάτου στην Νίκαια ...