Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Είναι το “ζ” στη θέση του “ν” που κάνει τη διαφορά. Οι λέξεις σώζω και σώνω, έχουν σχεδόν σε όλες τις προτασιακές εκφράσεις την ίδια έννοια, πλην μιας τουλάχιστον που γνωρίζω εγώ και που ευρέως χρησιμοποιείται στα χωριά τού τόπου μου. Και επίσης, αν λάθος δεν κάνω, η έννοια της λέξεως “σώνω” σε αυτή την έκφραση, είναι γνωστή σε όλα τα χωριά και τις πόλεις, απανταχού τής πατρίδας μας. Και η χρήση του σώνω στην ως άνω έκφραση στην οποία αναφέρομαι και την οποία θα σας πω παρακάτω, καταδεικνύει, τόσο την ομορφιά τής γλώσσας μας, όσο και τον πλούτο των εννοιών και λέξεων που προστέθηκαν σε αυτήν στο πέρασμα των αιώνων από τα αρχαία χρόνια και δώθε.
Προ ημερών λοιπόν, τις προάλλες που λένε, καθώς πήγαινα στο χωριό μου με το αυτοκίνητό μου, πέρασα από το προσφυγικό χωριό των Αμισιανών, προς διερεύνησιν εμφανίσεως εις τους πρόποδας του όρους Συμβόλου, των νοστιμοτάτων μυκήτων των αμανιτών, κοινώς μανιταριών, Macrolepiota procera.
Θέλω εδώ, εις αυτό το σημείον, να σας πω, ότι εις την διήγησίν μου αυτή, δίχως να το θέλω, μου ξεφεύγουν λέξεις της απλής καθαρευούσης, και χρησιμοποιώ όπως εξέρχονται εκ του νου μου ίσως και λανθασμένα, τους κανόνες της. Την γλώσσαν ταύτην εδιδάχθην τα πρώτα χρόνια της γυμνασιακής μου εκπαιδεύσεως και έκτοτε με κυνηγά εισέτι. Και επίσης να σας πω, ότι αυτό το πανέμορφο το ένρινο το σύμφωνο το “ν”, με καταδιώκει από τότε, χωρίς τώρα να ενθυμούμαι, πότε και πού το βάζουμε στο τέλος των λέξεων.
Σκέφτομαι δε τώρα που γράφω, ότι καλά κάνουν οι Κύπριοι ανάδελφοί μας που το βάζουν σχεδόν παντού και έτσι ξεμπερδεύουν μια και καλή.
Στον τοπικό δρόμο το λοιπόν των Αμισιανών, που ξεκινά από την διασταύρωση της εθνικής οδού Καβάλας – Ελευθερουπόλεως, μου έτυχε ένα πολύ όμορφο όσο και απροσδόκητο συναπάντημα, με τρεις Αμισιανιώτισες μεσόκοπες και ευτραφείς κυρίες. Θα πρόσθετα λίγο παραπάνω στο “μεσόκοπες” και “ευτραφείς”, αλλά η ευγένειά μου δεν μου το επιτρέπει. Υπάρχει βεβαίως και ο φόβος, να χαρακτηριστώ ακόμα και ρατσιστής, καθότι στην εποχή που ζούμε οι χαρακτηρισμοί των ανθρώπων ένθεν κακείθεν, παίρνουν και δίνουν.
Εκεί λοιπόν στον δρόμο αυτόν και στο συναπάντημά μου με τις Αμισιανιώτισες κυράδες, άκουσα την εν λόγω έκφραση που διαφοροποιεί το σώνω απ’το σώζω.
Και πήρα αφορμή ή μάλλον σε χρόνο απειροστικής διάρκειας και βεβαίως του χρόνου t τείνοντος στο μηδέν, άλμα έκανε στα περασμένα το μυαλό μου και αμέσως με οδήγησε στα παιδικά μου χρόνια….
να η αφορμή….να η αιτία.
Αφορμή πήρα λοιπόν.
Αυτή είναι τώρα που με ώθησε για μια ακόμη φορά να πάρω μολύβι και χαρτί.
~•~•~•~•~•~
Μια λοφώδης απόληξις του βουνού μας είναι αυτή του όμορφου Παγγαίου που ξεκινά από ψηλά και που σαν πόδι με δύο δάχτυλα κατέρχεται και φτάνει και γαντζώνεται στον κάμπο μας. Αυτή είναι που χωρίζει το χωριό μου από το διπλανό χωριό.
Σε δυο διαφορετικές αγκαλιές, από τις τόσες αγκαλιές που γύρω τριγύρω περιστοιχίζουν τον μεγάλο ορεινό όγκο βρίσκονται τα δυο χωριά.
Το δικό μου χωριό και το χωριό, των “Άράπηδων”, των είκοσι και βάλε εκκλησιών και των τριών μοναστηριών, των καλλίφωνων ψαλτάδων και τραγουδιστών της βυζαντινής μουσικής, των Θοδωρήδων και της χαρακτηριστικής ομιλίας των μα και τόσων άλλων κι άλλων τόσων που τόσο ξεχωριστό το κάνουν τούτο το χωριό.
Δυο χωριά που μοιράζονται ένα κομμάτι τού προς βορράν Παγγαίου, που μέσα στις δύο αγκαλιές του, χρόνια τώρα ζουν και αναπνέουν αυτά κι οι κάτοικοί τους. Από τα αρχαία χρόνια τα δυο χωριά μοιράζονται μεγάλο μέρος και από τα τενάγη των Φιλίππων που τώρα μετά την αποξήρανση έγινε μια εύφορη πεδιάδα.
Το χωριό μου το Παλαιοχώρι… και η Νικήσιανη.
Είναι πολλά που θά’θελα εδώ να αναφέρω και να πω. Για το κάστρο του χωριού μου του Μεγάλου Αλεξάνδρου το κάστρο, τους Φιλίππους, τον Βρανά, το Πάλερον τις μάχες στα τενάγη με αντίπαλους από τη μια πλευρά τον Οκταβιανό και τον Μάρκο Αντώνιο και από την άλλη τον Βρούτο και τον Κάσσιο, τους δολοφόνους του Ιούλιου Καίσαρα, αλλά τώρα κοιτώ προς το βουνό κι η σκέψη μου στα χρόνια εκείνα πάει, τα κοντινά σε μένα.
Πλούσιο σε ξύλευση το βουνό μας και κείνα τα χρόνια με μουλάρια και άλογα και με γαϊδούρια ακόμα, ξύλα οι άνθρωποι απ’το βουνό όλο το καλοκαίρι κι από την άνοιξη ακόμα έκοβαν και κουβαλούσαν στα σπίτια τους.
Για τον χειμώνα και τις παγωνιές. Για την μασίνα, τα τζάκια και τους φούρνους που ψήναν το ψωμί, του ταψιού τα φαγητά με τα κρεατικά το ρύζι, τις πατάτες. Και τα κάστανα τα φουρνιστά.
Και κει, κάπου σε μια του διπλανού χωριού την γειτονιά, κρεμασμένο θαρρείς στη ρεματιά, το σπίτι του Θεόδωρου και του Ηλία. Όχι το δικό τους όμως. Παντρεμένοι με δυο αδελφάδες και σώγαμπροι, ήταν.
Και ξύλα κουβαλούσαν απ’το βουνό μέρες τώρα. Ανάμεσα στην γεωργική ήταν κι αυτή η δουλειά. Τα ξύλα.
Κι όλες οι μέρες ίδιες ήταν. Στενάχωρες, γεμάτες κούραση και πόνους. Τα λόγια τους λίγα….και ο ίδρωτας πολύς. Κι αυτών και των ζωντανών.
Μα έπαιρναν τους πόνους και την κούραση οι δύο αδελφές κάθε βράδυ, καθώς και νιόπαντροι ήταν. Από την μια οι αναστεναγμοί, οι βαθιές ανάσες και τα σκουξήματα από τους πόνους που έζωναν τα κορμιά των δύο αντρών και από την άλλη το πάρσιμο των πόνων με την εξαίρετη τεχνική των δύο γυναικών.
Ίχνος πόνου δεν έμενε στο σώμα τους.
Κάθε βράδυ.
Μα…κάθε βράδυ, σαν γύριζαν κουρασμένοι.
Κι ύστερα γαληνεμένοι, με ένα χαμόγελο στα χείλη ησύχαζαν μέχρι το άλλο πρωινό.
Το πρωινό….
Το πρωινό τους.
Γρήγορα ξεχνούσαν την ομορφιά της φύσης της περασμένης νύχτας. Λίγο μόνο την έφερναν στον νου τους κι ευφραίνονταν η ψυχή τους την ώρα που έπιναν καφέ κι ύστερα στο βάσανο τους.
Χαμογελούσαν στις γυναίκες τους και βαριεστήμενοι κατέβαιναν στον στάβλο. Κάθε μέρα την τελευταία εβδομάδα, την ίδια πάντα ώρα, στον στάβλο συναντιόταν ο Θεόδωρος και ο Ηλίας. Σέλωναν τα τέσσερα μουλάρια δίχως να ανταλλάξουν κουβέντα.
Ούτε καλημέρα έλεγαν αναμεταξύ τους. Ούτε καν κοιτούσε ο ένας τον άλλον.
Κι ανέβαιναν στο βουνό. Ώρα πολύ. Κι ώρες πολλές ξύλα να κόψουν έκαναν. Άγρια δύσκολη δουλειά. Κορμούς δύο μέτρα, λεπτούς, χοντρούς από τις καστανιές τους γαύρους, τις οξιές. Κι ούτε μια κουβέντα αναμεταξύ τους δεν άλλαζαν.
Ούτε ένα αχ δεν ακούγονταν. Μονάχα το ξυλοκόπημα των τσεκουριών, των μουλαριών το χλιμίντρισμα και των ποδιών τους το χτύπημα φανέρωνε την παρουσία τους. Φόρτωναν τα ζώα, ήξεραν ο καθένας τις κινήσεις του άλλου, ένας θεός ξέρει πως διχως καθόλου να μιλούν. Όμορφα τα φόρτωναν. Ζυγιασμένα τα φόρτωναν τα ξύλα μη και χτυπήσουν τα σαμάρια τις πλάτες των ζωντανών. Είχαν τις νταγιάντες στα σκοινιά από τις δυο μεριές και είχαν συνηθίσει και λογάριαζαν σωστά το βάρος των κορμών.
Και κατέβαιναν την δύσκολη την κατηφόρα τα ζώα φορτωμένα, κι αυτοί ανάσες ξεκούρασης έπαιρναν. Ξεφόρτωμα στο σπίτι και ένα χαμόγελο υπόσχεσης απ’τις γυναίκες τους, τους περίμενε.
Αυτές οι γυναίκες!
Πίσω πάλι στο βουνό κι ούτε κουβέντα πάλι να αλλάζουν αναμεταξύ τους.
Κι άντε πάλι τα ίδια.
Ένα φορτιό, δυο, τρία, τέσσερα φορτια ξύλα κι ούτε μια λέξη.
Θαρρείς κι ήταν βουβοί.
Κάθε μέρα, πολλές μέρες τώρα το ίδιο κι ούτε κουβέντα.
Και μια μέρα, την τελευταία μέρα, το τελευταίο τής χρονιάς φορτιό και λίγο πριν νυχτώσει, αφού ξεσαμάρωσαν τα μουλάρια, τα περιποιήθηκαν λίγο, σκούπισαν τον ιδρώτα τους, τα τάισαν και τα πότισαν, στα ξαφνικά γυρίζει ο Θόδωρος και λέει στον Ηλία που έκπληκτος να μιλά τον άκουσε:
“Αυτά που λες Λιάκο μου λεβέντη”
Και ήρθε η απάντηση.
“Αμ, σώνονται μπατζανάκη τα δικά μας, σώνονται!”
Αυτό το “νι” στη θέση του “ζήτα” κάνει την διαφορά!
ΣΩ”Ν”ΟΝΤΑΙ;
Παλαιοχώρι, Οκτώβριος 2018