Dark Mode Light Mode

Αναμνήσεις από Φάρο και Κρέη, δυο ατού της Καβάλας

Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος


Και τι δεν μου έφερε στην μνήμη η ηλεκτρονική Πρωινή της 3ης Φεβρουαρίου που φιλοξένησε το κείμενο του Γιάννη Βύζικα, το αναφερόμενο στην περιοχή του Φάρου…Είναι προφανές ότι όταν ένας αφικνούμενος από μια άλλη πόλη ή τουρίστας ρωτάει ένα Καβαλιώτη πως θα πάω στον Φάρο;

Όλοι μας σκεφτόμαστε εκείνον της συνοικίας της Παναγίας. Βεβαίως υπάρχουν και άλλοι φάροι, οι δυο της μπούκας του λιμανιού, εκείνος του μικρολίμανου των Σφαγείων, ως επίσης και της Ιχθυόσκαλας, αλλά ο νούς μας πάει αποκλειστικώς και μόνο στον λευκό πυργίσκο στην κορυφή επί του οποίου στήθηκε, στην προεξοχή της αυλής του εκεί δημοτικού σχολείου, ο Φάρος, το μπαλκόνι της πόλεως από το οποίο μπορούμε να δούμε, εάν ο καιρός είναι καλός, ακόμη και την Σαμοθράκη και στα δεξιά μας το Άγιο Όρος.

Το καλογραμμένο σημείωμα του συγγραφέως, που δεν τον γνωρίζω προσωπικώς,αναφέρονταν σε μερικά άλυτα προβλήματα της γενέτειρας. Πρωτάκουσα το όνομα του, που είναι υπεύθυνος του ινστιτούτου κοινωνικών κινημάτων και ιστορίας καπνού, από τον εδώ και χρόνια αποθανόντα γείτονα μου στην οδό Σαπφούς (στα αποκαλούμενα τότε Λαζέïκα) και φίλο πολύπειρο της ζωής Λευτέρη Βουδούρη.

Σε ένα από τα καλοκαίρια παραμονής μου στην Καβάλα, είχα περάσει για καφέ, που έψηνε ο ίδιος για τους φίλους, στην υπόγεια αποθήκη ανταλλακτικών αυτοκινήτων, ευρισκόμενη στην όπισθεν πλευρά του εργατικουπαλληλικού κέντρου,ιστορικό για τα καπνομάγαζα οικόπεδο και τους αγώνες των καπνεργατών της Καβάλας, χρησιμεύον σήμερα για στάθμευση των Ι.Χ. αυτοκινήτων.

Ένας άλλος καθημερινός καταναλωτής του βαρύ γλυκου καφέ του Λευτέρη μου εξήγησε ότι θα μπορούσα να επισκεφθώ το εν λόγω ινστιτούτο που βρίσκεται στην οδό Κων/τίνου Παλαιολόγου 4, δυο βήματα από το Δημαρχιακό μέγαρο. Προθυμοποιήθηκε να με ξεναγήσει εάν είχα τον χρόνο. Τον ευχαρίστησα και το έκανα αργότερα συνοδεύοντας την Γαλλίδα σύζυγό μου που ενδιαφέρεται για το κάθε τι που αφορά την πρωτεύουσα της Ανατολικής Μακεδονίας.

Επανέρχομαι στα ενθυμήματα που ξανάφεραν στον νου μου οι τιτλοφορούμενες «Επιστροφή (μέρος πρώτο)»γραμμές του επιστολογράφου. Πρώτη ενθύμηση: Ήμουν δεν ήμουν 7-8 ετών, η υποχρεωτική από τον πατέρα μου (μαζί του)επίσκεψη της οικίας του Μεχμέτ Αλί στη συνοικία της Παναγίας, βορειοδυτικώς του Φάρου.

Διότι έπρεπε , με συμβούλευε, να μάθω μερικά πράγματα από την καβαλιώτικη ζωή του αργότερον Αιγυπτίου ηγεμόνος που ευεργέτησε την πόλη μας, εις αντάλλαγμα δε θα είχα μια πλακέτα σοκολάτας «Φλόκα»ή «Γκλόρια» (δεν θυμάμαι ποια ακριβώς) με την μικροφωτογραφία ενός των ηρώων της Επαναστάσεως του 1821.

Στηριζόμενος στα προστατευτικά κάγκελα του Φάρου,την έφαγα λαίμαργα, αγνατεύοντας το θρακικό πέλαγος και ακούγοντας στην διάρκεια του διαλείμματος τους τις διαπεραστικές κραυγές, τα πειράγματα και τα γέλια των μικρών μαθητών του παρακείμενου δημοτικού σχολείου της συνοικίας της Παναγίας.

Άλλη ανάμνηση από την περιοχή του Φάρου:αφορά την διάλεξη που έκανε μια καλοκαιριάτικη νύχτα στην αυλή του εκεί δημοτικού σχολείου, ο συμπολίτης συγγραφεύς Κοσμάς Χαρπαντίδης τιμώντας επ ’ευκαιρία του θανάτου τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, ιδιόρρυθμο Θεσσαλονικιό ποιητή και συγγραφέα, οξύ κριτικό των φιλοδοξούντων και ήδη αναγνωρισμένων συγγραφέων.

Μερικοί ακροατές κρατούσαν χαρτί και μολύβι για να σημειώσουν κάτι το αξιόλογο ή το παράδοξο που είχε πεί ή έγραψε ο ποιητής, λάτρης λεγεώνων γατιών. Ικανοποιήθηκαν με το παραπάνω για την περιέργειά τους όταν ο ομιλητής ανέφερε την πικρόχολη (δεν θυμάμαι ποια ακριβώς) κριτική που είχε κάνει ο Θεσσαλονικιός λογοτέχνης για τον εκ Σμύρνης ποιητή Σεφέρη, τιμηθέντα με το Νόμπελ λογοτεχνίας.

Προς στιγμή επεκράτησε μια αμήχανη σιωπή η οποία διεκόπη από την επέμβαση ενός νεαρού ακροατή που ήθελε να μάθει εάν ο Χριστιανόπουλος είχε δηλώσει κάτι για τον λαïκόκομμουνιστή ποιητή Φώτη Αγγουλέ. Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει την ερώτηση του και εάν τελικώς εδόθη απάντηση αφού η θόρυβος μετακινήσεως των καθισμάτων που εγκατέλειπαν διακριτικώς οι παρακολουθήσαντες την διάλεξη κάλυψε κάθε άλλο ήχο. Ενοχλημένος απ’ αυτή την κατάσταση, προτίμησα να κατευθυνθώ προς το μπαλκόνι του Φάρου για να απολαύσω το άπλετο σεληνόφως.

Το εντονότερο σουβενίρ που έχω της εν λόγω περιοχής είναι ένα επίπεδο βραχώδες πλατό κάτωθεν του Φάρου. Νέοι στην εποχή της χούντας πηγαίναμε εκεί για μπάνιο, διότι αφ’ ενός δεν μαζεύονταν, μήνα Μάη, πολύς κόσμος και αφ’ ετέρου μπορούσαμε να κριτικάρουμε την δικτατορία χωρίς να παίρνουμε ιδιαίτερες προφυλάξεις: ήμασταν μόνοι μας,εμείς και εμείς.

Μια μέρα όμως είδαμε να παίρνει το απότομο κατηφορικό μονοπάτι που οδηγεί στην επίπεδη πλάκα απ’ όπου βουτούσαμε, ένα άτομο που γνωρίζαμε ήδη από την θητεία μας στο γυμνάσιο, πριν από εφτά-οκτώ χρόνια.

Ήταν το «το καρφί» (καταδότης) του γυμνασιάρχη που ήθελε να είναι πληροφορημένος για τους γυμνασιόπαιδες, όπως μας αποκαλούσε, που σύχναζαν είτε στην καρβουνόσκονη (δημοτικό στάδιο) είτε στα βράχια του Φάρου για κολύμπι.

Όταν ο νεοφερθείς άρχισε να ξεντύνεται, δυο-τρείς μπρατσωμένοι της παρέας τον αρπάζουν από τις μασχάλες και τον ρίχνουν ντυμένο στο νερό! «Σου το φύλαγα από τότε που με κατάδωσες όταν με είδες να μπαίνω στο σινεμά», (ο κινηματογράφος ήταν εκείνη την εποχή απηγορευμένος για τους γυμνασιόπαιδες), του πετάει με μοχθηρότητα την φράση ο πλακατζής της ομήγυρης η οποία πήρε με γέλια το ανηφορικό μονοπάτι που οδηγεί στην πλατεία του δημοτικού σχολείου όπου ήταν αραδιασμένα στην σειρά, το ένα μετά το άλλο, τα νοικιασμένα ποδήλατα (ένα ταλιράκι δραχμές τότε η ώρα).

Το οικόπεδο Κρέη, πλαγιόπορτα της Παναγίας για το οποίο έγραψε επίσης ο Γ. Βύζικας, χώρο την ύπαρξη του οποίου αγνοούσα μέχρι τις αρχές των ετών 2010-12, τον ανακάλυψα χάρις σε μια θεατρική παράσταση. Κεραυνοβλήθηκα από τη νυχτερινή ομορφιά του τοπίου.

Αριστερά του καθίσματός μου αντελήφθην λίγα δένδρα και δυο ή τρεις προσόψεις καταστημάτων φωτισμένες από τους προβολείς της παραστάσεως.Απέναντι, το τείχος που στην επιφάνειά του αντικαθρεπτίζονταν οι σκιές των ηθοποιών.

Δεν ανήκω σε εκείνους που για να υποφέρουν το βάρος της καθημερινότητος κάνουν όνειρα θερινής νυκτός. Όμως εκείνη την στιγμή έκανα ένα: όταν θα έρχομαι τα καλοκαίρια στην γενέτειρα, να είμαι εφοδιασμένος με ένα υπνόσακο, να την άραζα εδώ, στο οικόπεδο Κρέη,τα ζεστά μεσημέρια, δίπλα στις Καμάρες, όχι μακριά από το λιμάνι, από την αποβάθρα της γραμμής Λήμνος-Καβάλα, από τα καφέ-μπαρ του Αγίου Νικολάου, και τα της Μεγάλου Αλεξάνδρου,το ολιγότερο εμπορικό ανατολικό τμήμα της οδού Ομονοίας και την συμπαθή, μερικώς αχρησιμοποίητη και μισορειπωμένη στο κάτω μέρος της,οδό Δοïράνης. Στα 80 μου ακόμη παραμυθιάζομαι..

Προηγούμενο άρθρο

Εργατικά Σωματεία και φορείς της Καβάλας συμπαραστέκονται στους σεισμόπληκτους Τουρκίας - Συρίας

Επόμενο άρθρο

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΦΛΕΒΕΣ – Σεισάχθεια