Με αυτό το δεδομένο πήγαμε φέτος δέκα μέρες πιο μπροστά από το Δεκαπενταύγουστο για να κλείσουμε την βάρκα.
Συνήθως το Δεκαπενταύγουστο οι Καβαλιώτες το γιορτάζουν με κάποια εκδρομή γιατί η γιορτή αυτή σηματοδοτεί το τέλος του καλοκαιριού. Σπεύσαμε λοιπόν έγκαιρα. Το κόστος για το ενοίκιο είχε μαζευτεί και δεν έμενε τίποτε άλλο παρά η συμφωνία.
Βέβαια οι επαφές μας με την ΕΛΠΙΔΑ δεν είχαν σταματήσει. Όταν ο καιρός το επέτρεπε, ιδίως τις Κυριακές μετά τον Μάρτη, την παίρναμε για μικρές περιπλανήσεις. Στον Καπταν Νικόλα ακουμπούσαμε το χαρτζιλίκι μας για μια βόλτα στην αγκαλιά της αγαπημένης μας της θάλασσας.
Ανοιγόμασταν στα βαθιά και απολαβαίναμε την αύρα της που έρχονταν από τα δυτικά και γέμιζαν τα πνευμόνια μας αρμύρα και δροσιά και την ψυχή μας αγαλλίαση. Η ευτυχία μας υπέρμετρα μεγάλη, η χαρά μας τεράστια.
Για να τα καταλάβει κάποιος αυτά τα συναισθήματα πρέπει να αγαπάει υπερβολικά κάτι και εμείς είμασταν ερωτευμένοι με την θάλασσα και αυτή έδειχνε την αγάπη της δίνοντας μας τα δώρα της που δεν ήταν λίγα. Τα μικρά αυτά ταξίδια μας γίνονταν σε μέρη γνωστά και αγαπημένα.
Στις ακτές της γειτονίας μας γυρνούσαμε. Αυτά αναπολούσαμε τις κρύες βραδιές του χειμώνα, αυτά είχαμε στην καρδιά μας ,αυτά μας καλούσαν κοντά τους. Η πρώτη στάση στο Βαθάκι εκεί είχαμε κρυμμένη την λαμαρίνα που ψήναμε τα μύδια και τις πεταλίδες που βγάζαμε.
Μετά η άλλη και τελευταία στάση μας στην φωλιά της Φώκιας. Στο μέρος αυτό, αν το νερό δεν ήταν παγωμένο, ο Λάζαρος θα βουτούσε και θα έβγαζε φούσκες. Αυτός άντεχε, δούλευε κανένα δεκάλεπτο για όλους μας. Αυτό ήταν και το σημείο που έβγαινα και εγώ από την βάρκα.
Αποστολή μου με την ειδική σούβλα που είχα κάνει από ακτίνα σπασμένης ομπρέλας, ξετρύπωνα καβούρια και τσαγανούς. Στο τέλος καταλήγαμε στην Πλάκα. Εκεί βγαίναμε όλοι και βγάζαμε τα υπέροχα και μεγάλα μύδια που υπήρχαν στις πλάκες της.
Όλη η σοδειά μας έμπαινε επάνω στην λαμαρίνα και ψήνονταν τσιτσιρίζοντας. Οι μυρωδιές που σκορπίζονταν στο περιβάλλον ερεθιστικές, μας μεθούσαν. Το γεύμα που απολαμβάναμε ήταν απαράμιλλης γευστικής απόλαυσης, αξέχαστο και δυστυχώς ανεπανάληπτό στα χρόνια που πέρασαν.
Δεν βρίσκω λόγια για να περιγράψω τις γεύσεις που απολαμβάναμε γιατί για να με καταλάβει κάποιος θα πρέπει να έχει γευθεί τσιτσιριστά καβουροπόδαρα, να έχει ρουφήξει το αχνιστό μύδι πάνω από την λαμαρίνα γαρνιρισμένο με το θαλασσόνερο που το περιβάλλει.
Να έχει απολαύσει την ξινή γεύση της φούσκας αφού πρώτα η μυρωδιά του ιωδίου του γεμίσει τα πνευμόνια .Αυτά απολαμβάναμε στα περιοδικά εκείνα ταξίδια μας. Η ΕΛΠΙΔΑ γυρνούσε στον Καπετάν Νικόλα στην ώρα της πεντακάθαρη.
Είχαμε λοιπόν τα διαπιστευτήρια της καλής μας συμπεριφοράς με την βάρκα της οποίας μάθαμε όλα της τα μυστικά και την κουμαντάραμε πιά σαν επαγγελματίες. Αυτή ήταν και η γνώμη του Καπταν Νικόλα που μας την έλεγε με καμάρι σαν δάσκαλος στους καλούς του μαθητές «Με ξεπεράσατε και μπράβο σας».
Πήγαμε με σιγουριά ότι θα μας την δώσει για πρώτη φορά για μια μέρα ολόκληρη. Ήταν απόγευμα όταν τον συναντήσαμε. Κάθονταν στον προαύλιο χώρο του σπιτιού του και απολάμβανε το καφέ του. Τον χαιρετίσαμε και του είπαμε ότι θα νοικιάσουμε την ΕΛΠΙΔΑ για δώδεκα ολόκληρες ώρες.
Με την ώρα την νοίκιαζε. —-Και για που βάλατε πλώρη καπετανέοι μου; Του είπαμε ότι το ταξίδι μας θα γίνει δυτικά και έχει προορισμό το ΠΑΛΗΟ, —- Ποιο είναι αυτό το μέρος; Έχω πάει προς τα Δυτικά πολλές φορές τέτοιο μέρος δεν συνάντησα.
Του περιγράψαμε που ακριβώς είναι η τοποθεσία του ΠΑΛΙΟΥ . Στο άκουσμα του προορισμού μας σηκώθηκε από την καρέκλα του ,μας κοίταξε ειρωνικά και είπε. — Λεβέντες μου πήραν αέρα τα μυαλά σας.
Δεν είναι δυνατόν σε μια ημέρα να πάτε και να γυρίσετε με την βάρκα αυτή στο…, είπε ένα άλλο όνομα για το Παλιό που δεν συγκρατήσαμε. Είναι μακριά το μέρος, καλός ψαρότοπος, αλλά δύσκολος αν δεν έχεις μηχανή.
Δυο μέρες κάναμε να πάμε και να γυρίσουμε ο Ιορδάνη και εγώ όταν ρίξαμε δίχτυά στην περιοχή πριν από τρία χρόνια. Του είπαμε παρακλητικά ότι εμείς δεν θα ρίξουμε δίχτυα, εμείς θα κωπηλατούμε συνέχεια και ξέρει πόσο συγχρονισμένα την πάμε την ΕΛΠΙΔΑ και την ταχύτητα αναπτύσσει .
Μας άκουγε και κουνούσε αρνητικά το κεφάλι. Στο τέλος του λέω, —- Καπετάν Νικόλα νοίκιασε μας εσύ την βάρκα και εμείς θα σου την φέρουμε στην ώρα της πίσω. Δεν θα πάμε στο Παλιό αλλά όπου φτάσουμε Δυτικά. —- Δεν γίνεται.
Η βάρκα δεν νοικιάζεται τελειώσαμε. Παρακαλέσαμε, κλάψαμε, ο Άγγελος που ήταν πιο ευαίσθητος από όλους μας, αποτέλεσμα κανένα. Μάλιστα στο τέλος αγρίεψε, πήρε το ραβδί που είχε δίπλα του και μας απείλησε.
—-Θα φύγετε από εδώ ή θα σας καταχερίσω; Φύγαμε το βράδυ στα σκαλάκια της Νοταρά είχαμε Μεγάλη Παρασκευή. Η στεναχώρια μας μεγάλη, γκρεμίζονταν όλα τα όνειρά μας και οι σχεδιασμοί που κάναμε τόσο καιρό.
Την τελευτά στιγμή που τα είχαμε όλα έτοιμα η απόφαση του Καπετάν Νικόλα τα διέλυσε. Ο Λάκης στην στιγμή της μεγάλης μας απελπισίας βρήκε την λύση. Να κάναμε την εκστρατεία μας Δυτικά εποχούμενοι να νοικιάζαμε ποδήλατα.
Δεχτήκαμε την πρότασή του να πάμε στο ΠΑΛΗΟ με ποδήλατα. Τα χρήματα για να τα νοικιάσουμε υπήρχαν ,έμενε μόνο να συμφωνήσουμε όλοι. Δυο παρασπόνδησαν δεν θέλησαν να μας ακολουθήσουν, ήταν ο Νίκος που μας είχε ανάψει την φωτιά και ο Κώστας για δικούς τους λόγους.
Εμείς οι άλλοι οκτώ το πήραμε απόφαση θα πάμε να γνωρίσουμε και το ΠΑΛΗΟ. Τα ποδήλατα τα νοικιάσαμε από τον Επαμεινώνδα, είχε ανοίξει πρόσφατα ένα ποδηλατάδικο στην Κολοκοτρώνη και του είμασταν γνωστοί.
Είμασταν ήδη πελάτες του. Την ημέρα εκείνη, ήταν Τετάρτη νομίζω, ξυπνήσαμε πρωί γιατί η συμφωνία ήταν με τον Επαμεινώνδα ότι στις επτά η ώρα θα έπρεπε να παραλάβουμε τα ποδήλατα γιατί το μαγαζί θα έκλεινε της Παναγιάς…
Παναγιώτης Φώτου