Το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Η γραμμή της σιωπής καταδεικνύει ότι, ακόμη και μετά από πολλά χρόνια, είναι δυνατό να διασχίσουμε στην καταιγίδα της τρομοκρατίας του ανταρτοπόλεμου! στμ] που συγκλόνισε τη χώρα και τα κινήματα στη δεκαετία του 70, με μια προοπτική όχι μόνο πολιτική ή επικοινωνιακή.
Ένα θεμελιώδες βιβλίο για τα κορίτσια και τα αγόρια που τέθηκαν σε κίνηση μεταξύ της δεκαετίας του ’80 και του ’90 και που σήμερα δεν έχουν σταματήσει να αναρωτιούνται τι σημαίνει να αλλάζεις τον κόσμο. Ο συγγραφέας, Gianluca Peciola, είναι στο πλευρό της Comune από πάντα, ήταν ακόμα κι όταν αυτός ο ανεξάρτητος χώρος επικοινωνίας δεν είχε ακόμα γεννηθεί, γράφει η Monica Di Sisto.
Ό,τι κάνει το κάνει με γενναιόδωρο και περιεκτικό τρόπο, με τη σπάνια ικανότητα να κρατά μαζί θυμό και αγάπη. Και αυτό το γενναίο βιβλίο.
«Η καρδιά του κράτους δεν υπάρχει, Λάουρα, δεν υπάρχει. Το Κράτος δεν έχει ένα κέντρο, δεν βρισκόμαστε πια στους καιρούς της κατάληψης των χειμερινών Ανακτόρων». Αν υπήρξε ένα γενεαλογικό επίτευγμα, για τα κορίτσια και τα αγόρια που τέθηκαν σε κίνηση μεταξύ των χρόνων ’80 και ’90, είναι ακριβώς αυτό. Δεν θα υπήρχε ποτέ μια Αντίσταση, για εμάς. Η ένδοξη: με τους μάρτυρες και τους ήρωες, με τους δημοκρατικούς καθολικούς, τους σοσιαλιστές με τις άδειες τσέπες και τους κομμουνιστές με τις γεμάτες κάλπες. Αν θέλαμε να επαναστατήσουμε ενάντια στα αχαλίνωτα πεπρωμένα, τον ρηγκανικό ηδονισμό και τον δαρβινισμό της Θάτσερ, θα έπρεπε να πορευτούμε άλλους δρόμους, διαφορετικούς από τα ορεινά μονοπάτια. Όχι λιγότερο αδιαπέραστα επειδή ανεξερεύνητα
Το πόσο δύσκολο, συναισθηματικό και απογοητευτικό ήταν αυτό το ταξίδι, αυτό το αντίτιμο σε σύγκριση με τις επακόλουθες επιλογές της προηγούμενης αριστεράς, το αφηγείται με ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα ο Gianluca Peciola στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Η γραμμή της σιωπής, που εκδόθηκε από τον Solferino. ο Gianluca, για πολλές και πολλούς από εμάς τους ρωμαίους αγωνιστές, είναι ένας αγαπητός σύντροφος, από τα μέρη μας, συνομήλικος. Το να ακολουθούμε τα βήματά του σε γνωστές γειτονιές και χώρους είναι, λοιπόν γι’ αυτό, λίγο σαν να διατρέχουμε, να ανιχνεύουμε πάλι τις εφηβείες μας, αλλά και την ιστορία της Χώρας. Μάλιστα, με μια σχεδόν φωτογραφική διήγηση, μας ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του, διασχισμένου από τη θύελλα της τρομοκρατίας [του ανταρτοπόλεμου! φίλε, στμ] όπως όλη η Ιταλία, αλλά με μια προοπτική όχι μόνο πολιτική, ή μιντιακή.
η Laura, μια από τις ξαδέλφες με την οποία μεγαλώνει, κάποια στιγμή συνελήφθη. Για μια τροχαία διαμάχη, του λένε. Ο Τζιανλούκα, ορφανός σε πολύ νεαρή ηλικία, ξεκινά έτσι μια μάχη σώμα με σώμα με την πραγματικότητα, προσωπική και ιστορική, που τον κάνει άνω κάτω μέσα του, όπως τα χέρια των φυλάκων τον ψαχουλεύουν στα μακρινά προσκυνήματα για να την επισκεφτεί στη φυλακή. Του αποκαλύπτεται η ταυτότητα εκείνου του πατέρα που χάθηκε στο παρελθόν, και η δική του, σελίδα μετά τη σελίδα, τυλιγμένες σε μια καθημερινή σιωπή τόσο φορτική που δεν καταφέρνει να παραμείνει θαμμένη στις οικογενειακές φωτογραφίες. Θα είναι ακριβώς η Λάουρα που θα τον κάνει να ανακαλύψει ποιος είναι ο πατέρας του.
Η σχέση της Λάουρα και του Τζιανλούκα δεν είναι μόνο μια οικογενειακή σχέση, πιο στενή από όσο φανταζόταν ως παιδί, αλλά πολιτική. Είναι η αντιπαράθεση μεταξύ δύο γενεών που παλεύουν για την αλλαγή, η μία με τα όπλα στο χέρι και η άλλη, τελικά, όχι. Είναι ένας διάλογος που ξετυλίγεται στα επισκεπτήρια, στα γράμματα, με τις αποστάσεις, τις εξεγέρσεις, τα φυλλάδια, τις συνελεύσεις, τις συγκρούσεις. Είναι η κουραστική αντιπαράθεση με εκείνη, μέσα στο σπίτι σου, ένα κομμουνιστικό σπίτι, η οποία επέλεξε να συμμετάσχει στην απαγωγή που οδήγησε στην εκτέλεση του Άλντο Μόρο, και που ακόμη πριν από την καρδιά του Κράτους είχε χτυπήσει εκείνη ενός άλλου χριστιανοδημοκράτη διανοούμενου, του Vittorio Bachelet, που έπεσε νεκρός στα σκαλιά της σχολής του.
o Gianluca μεγαλώνει προσπαθώντας να κρατήσει αποστάσεις, μέσα στην Αυτονομία, ανάμεσα στο ενστικτώδες κάλεσμα της πολιτικής βίας, και τις διαφορετικές στρατηγικές που απαιτούσε από τα κινήματα, μια νέα φάση της διαλεκτικής μεταξύ Κεφαλαίου και εργασίας, αυτή του τουρμποφιλελευθερισμού. Η μητέρα του, τραυματιοφορέας στην Πολυκλινική και μέλος του Κκι, παλεύει για να έχει η Λάουρα, την παρουσία τους και μια ζωή, όσο το δυνατόν περισσότερο, στη φυλακή. Σύμφωνα με τη μητέρα του, οι ταξιαρχίτες είχαν αρχίσει να λαθεύουν όταν ξεκίνησαν να σκοτώνουν «τα παιδιά του λαού». Μια τομή στην τάξη σε αγώνα από την οποία έπρεπε να αντληθούν όλες οι συνέπειες. Το ερώτημα, όμως, που κουβαλάμε ακόμα και σήμερα, με εμφανείς πολιτικές συνέπειες, είναι το «πώς»; Η Λάουρα μια απάντηση τη δίνει, σε εκείνο το αγόρι που ωριμάζει όσο και όπως μπορεί, σε μια αριστερά στο σταυροδρόμι: «Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις την στράτευση ως δικαιολογία για να ξεφύγεις από τις ευθύνες σου». Ευθύνη που εκείνη η απαιτητική γενιά του ’77 ανέλαβε μέχρι το τέλος, πάντα, εις βάθος, μέχρι την αποτυχία.
Η γραπτή ιστορία τελειώνει όταν ο Τζιανλούκα ξαναβρίσκει τον πατέρα του, ο οποίος ανακαλύπτει ότι είναι επίσης πατέρας της Λάουρα, και εντοπίζει την παρουσία του στις τάξεις της Αντίστασης. Μια επανένωση που είναι και πολιτική και πάντα διασχίζει την κεφαλαία Ιστορία και την προσωπική. Στην «προδομένη Αντίσταση», στις κοινωνικές αδικίες που παράγονται από ένα μη αναμορφώσιμο σύστημα, βρίσκει τους λόγους και τις αιτίες στον αγώνα της Λάουρα, οι οποίοι, ωστόσο, σταματούν μπροστά σε εκείνους της ανθρωπιάς: «Τίποτα καλό δεν επιτυγχάνεται αν το προοίμιο, οι προϋποθέσεις είναι αυτές που δημιουργήσαμε με όλους εκείνους τους νεκρούς και την σκιά των πόνων μακριά ποιος ξέρει μέχρι πόσες γενιές», την κάνει να λέει.
Το ερώτημα που δεν είναι γραμμένο στο βιβλίο, αλλά που θα άξιζε να απευθύνουμε η μία στην άλλη στο τέλος της ανάγνωσης, είναι: πού είμαστε «εμείς» σήμερα ως πολιτική κοινότητα. Είμαστε πραγματικά «έξω» από τις ιδεολογικές, αστικές ή παράνομες πατρότητες και μητρότητες των δεκαετιών του ’60 και του ’70; Είμαστε αναγκασμένοι να προσκολληθούμε με όλες μας τις δυνάμεις μόνο στην ιστορική Αντίσταση, οχυρωμένοι στις – όλο και μικρότερες – απελευθερωμένες πατρίδες μας; Ή μήπως παραιτούμαστε στον Aventinο λόφο των κοινωνικών δικτύων, ζητωκραυγάζοντας για τον αστεροειδή ή ελπίζοντας στο θάρρος των νεότερων, μεταξύ μιας εκλογικής διαδικασίας και της άλλης; Θα αναρωτηθούμε ποτέ, «εμείς», παρτιζάνοι μιας καθημερινής αντίστασης, αλλά όχι γι’ αυτό υποδεέστερης, γιατί είναι απαραίτητη σε όλους και όχι μόνο για να διαμοιράζουμε πολυθρόνες και καθήκοντα; Δεν σκέφτομαι μόνο τις απαραίτητες πρακτικές των δεμάτων, αυτές με τα μποστάνια, αυτές των κέντρων κατά της βίας, τις μάχες ανάμεσα σε χαμένους στη μετάφραση και αξιόλογους, των βυθισμένων στα σκατά και των αξιέπαινων. Είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε εκ νέου, με ανοιχτό πρόσωπο, έναν αγώνα κοινής λογικής, λαϊκό γιατί κατανοητός στα μαγαζιά, φυσικά και διαδικτυακά, στην άμεση βοήθεια, στα γρασίδι και με τη μουσική, τη δουλειά και τις πλατφόρμες, έτσι όπως είμαστε κοκαλωμένοι ατενίζοντας το τέλος του κόσμου; Θα παραμείνουμε στη σιωπηλή αμηχανία του ποιοι ή τι δεν υπήρξαμε, ισορροπημένοι στη γραμμή της σιωπής ή θα βρούμε επιτέλους, μετά από πάρα πολλά χρόνια, επιτέλους, ένα «εμείς»;
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος Comune-info