Το «…, ασύνδετο σχήμα, …» της φιλολόγου και ποιήτριας Άννας Ε. Πετράκη είναι το 13ο βιβλίο της και κυκλοφόρησε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων στις 31 Ιανουαρίου του 2025.
Αποτελεί μια πρωτότυπη ποιητική συλλογή που προσκαλεί τον αναγνώστη να εξερευνήσει τις ασύνδετες πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας. Μέσα από την αποσπασματική γραφή, η συγγραφέας προκαλεί τον αναγνώστη να αναζητήσει νόημα και σύνδεση, προσφέροντας μια βαθιά και στοχαστική ποιητική εμπειρία. Κύρια θέματα του βιβλίου είναι:
-Η Αποσπασματικότητα της Ζωής: Η ανάδειξη της ζωής ως μιας σειράς ασύνδετων στιγμών και εμπειριών.
-Η Αναζήτηση Νοήματος: Η προσπάθεια εύρεσης νοήματος μέσα από τον κατακερματισμό και την αποσπασματικότητα.
-Η Εσωτερική Αναζήτηση: Η διερεύνηση των εσωτερικών σκέψεων και συναισθημάτων του ατόμου.
Γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς,
φιλόλογος και ποιητής
Για το «…, ασύνδετο σχήμα, …» της Άννας Ε. Πετράκη (KAKTOS, 2025)
«Οι λέξεις που σώζουν τη μνήμη
και οι λέξεις που διαρρηγνύουν τη λήθη»
Η ποίηση είναι σιωπή και κραυγή μαζί, στάχτη και ανάσταση συνάμα, για την Άννα Πετράκη, η οποία στην πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή της – δέκατη τρίτη κατά σειρά – με τον τίτλο Ασύνδετο σχήμα (εκδόσεις Κάκτος, Ιανουάριος 2025) σε πενήντα ποιητικές καταγραφές μιλά για τη γραφή, για τις λέξεις, για την ίδια ως ταπεινή υφάντρα στίχων, για ανεκπλήρωτες προσδοκίες, για αυτοεκπληρούμενες προφητείες, για μύχιες επιθυμίες και πόθους, για όσα οραματίζεται και για όσα έχει αφήσει πίσω της από καιρό.
Με γραφή τρυφερή και μελαγχολικά ρομαντική, με μια ποίηση θλιμμένης χαράς η Άννα Πετράκη κλείνει τους λογαριασμούς της με τη μνήμη και τη λήθη, τακτοποιεί εκκρεμότητες που έρχονται από το παρελθόν και κοιτά με σαρκαστική αυτεπίγνωση το μέλλον. Πατά γερά στα πόδια της, πατά γερά στην ποίηση χάρη στο γλωσσικό αισθητήριο που ως φιλόλογος διαθέτει και στον λεκτικό της πλούτο τεχνουργώντας στίχους χειμαρρώδεις. Αναντίρρητα (και συνειδητά) πεζολογική, φτιάχνει μικρές ιστορίες και σκηνογραφεί μικρούς αφηγηματικούς κόσμους προ(σ)καλώντας τον αναγνώστη να καταβυθιστεί σε αυτούς και να ιχνηλατήσει τα χνάρια μιας διαδρομής μονήρους στη ζωή, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην τέχνη της ποίησης.
Η ποιήτρια αποφεύγει τα δαιδαλώδη και κρυπτικά νοήματα, αποφεύγει τη θολότητα με την οποία πολλοί ομότεχνοί της προικίζουν τα ποιήματά τους επιχειρώντας να πετύχουν ό,τι εννοούμε ως ανοικείωση, αποφεύγει τους στομφώδεις βερμπαλισμούς και τις ρητορικές εξάρσεις, αποφεύγει την καθ’ υπόταξη σύνταξη και ήδη από τον τίτλο μάς προειδοποιεί για το τι θα συναντήσουμε μέσα σ’ αυτό το βιβλίο: ποικίλα ενδιαφέροντα ασύνδετα σχήματα που χρωματίζουν συναισθηματικά τις λεκτικές συνάψεις και καθιστούν το ύφος ζωντανό, παραστατικό, πυκνό και ευθύβολο. Η ποιήτρια επιλέγει την απλότητα στη γραφή της χωρίς, βέβαια, να λείπουν ο εκ των ων ουκ άνευ στην ποίηση μεταφορικός λόγος, οι ευφάνταστες παρομοιώσεις και οι υποβλητικές εικόνες.
Στην ανά χείρας συλλογή η ποιήτρια ταξινομεί το πλούσιο υλικό της σε τρεις ανισομερείς ενότητες, τις οποίες θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε, έστω και ακροθιγώς και εν τάχει, όπως απαιτεί ένα τέτοιου είδους κριτικό κείμενο. Στην πρώτη ενότητα, «Eν ονόματι του ανθρώπου», η οποία περιλαμβάνει δεκαοχτώ ποιήματα, ο λόγος στρέφεται γύρω από την ποιητική τέχνη, τους ποιητές και τη φωνή τους. Η Πετράκη αντιστρέφει τη γνωστή φράση «μία εικόνα, χίλιες λέξεις» με τη γητεύτρα ποίηση να μάχεται αδιάκοπα την αδηφάγα φθορά. Ο δε ποιητής πολλάκις ματαίως επιχειρεί να ταιριάξει τον εαυτό του μέσα στο ποίημα, αφού το τελευταίο αυτονομείται και χειραφετημένο πια ακολουθεί τον δικό του δρόμο. Η μοναξιά του ποιητή, που τον καθιστά απρόσιτο και μονήρη, φουσκώνει τη μαγιά της ποίησης και ο στόχος του πρώτου δεν παύει να εντοπίζεται στη χαρτογράφηση του εσώτερου, άγνωρου εαυτού του. Βεβαίως, η ποιήτρια καυτηριάζει σκωπτικά τους ποιητές που αδιαφορούν και δεν παίρνουν σαφή θέση με την πένα τους απέναντι στα μείζονα κοινωνικά προβλήματα, αφήνοντας έτσι να διαφανεί ο βαθιά ανθρωποκεντρικός πυρήνας οποιασδήποτε τέχνης. Ο ποιητής καίγεται, όταν γράφει, τόσο που οι στάχτες του ακόμα καπνίζουν μέχρις ότου ολοκληρωθεί το ποίημα. Αναπότρεπτα, λοιπόν, ενέχεται σε ό,τι διαδραματίζεται έξω απ’ το κουκούλι του και οφείλει στο ολοκαύτωμά του να μιλήσει για τους κατατρεγμένους και την αδικία αυτού του κόσμου.
Παρουσιάζει ενδιαφέρον η επιλογή της ποιήτριας να χρησιμοποιήσει σατιρικά και αυτοσαρκαστικά τις θεατρικές συμβάσεις και, μάλιστα, συστατικά στοιχεία του αρχαίου θεάτρου, προκειμένου να μιλήσει για τη σκιά των εκλιπόντων συγγραφέων, για το έργο που αφήνουν πίσω τους, και, ταυτόχρονα, για να πάρει και η ίδια μια απόσταση ασφαλείας απ’ όσα λαμβάνουν χώρα αυτοστιγμεί μπροστά στα φιλοπερίεργα μάτια των θεατών. Συζητά τη μέθεξη στη τέχνη με την ίδια να ακροβατεί μεταξύ των ρόλων της ως δημιουργού και ως αποδέκτριας εκάστου έργου. Για την Πετράκη η ποίηση ζυγίζει μονάχα 21 γραμμάρια -υπαινισσόμενη την ομώνυμη ταινία του 2003-, το υποτιθέμενο βάρος της ψυχής που παραδίδει ο άνθρωπος, όταν πεθαίνει. Αυτό το αμελητέο, το λειψό βάρος για τους πολλούς, είναι που ταλανίζει τους ποιητές, όταν γράφουν.
Γι’ αυτό και στην πρώτη αυτή ενότητα του βιβλίου ξεχωρίζει το ποίημα «Με λένε Τίτο Π.» (σ. 22-26), όπου η ποιήτρια υποδυόμενη τον Τίτο Πατρίκιο και σκηνοθετώντας, σαν τον Τάκη Σινόπουλο, έναν άλλον Νεκρόδειπνο συνομιλεί (αποτίνοντάς τους φόρο τιμής) με τρεις μείζονες ποιητές που άφησαν την τελευταία τους πνοή το 2020: την Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, την Κική Δημουλά και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Τρεις σπουδαίες ποιητικές μορφές, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, τις οποίες η Πετράκη τιμά με έναν αλλιώτικο και διάπυρο επικήδειο. Σ’ αυτήν την πρώτη ενότητα, η ποιήτρια μιλά για την αξία της καθαρότητας στη γραφή και της χαμηλόφωνης ποίησης, ενώ κάνει ιδιαίτερη μνεία στους καταραμένους ποιητές με πρώτη την αναφορά της στον Κ. Γ. Καρυωτάκη. Το παράδειγμα των καταραμένων ποιητών με την αυτοκαταστροφική και έκλυτη ζωή τους συνεχίζει να εμπνέει. Και αν αυτοί οι ποιητές αντιμετωπίστηκαν στην εποχή τους σαν αποσυνάγωγοι, τώρα πια προκαλούν δέος μα και φθόνο στους σύγχρονους αποστειρωμένους και υπεροπτικούς τεχνίτες του λόγου.
Ολοκληρώνοντας αυτήν την ενότητα, η ποιήτρια προσκυνά τη γλώσσα σαν από μηχανής θεότητα σε όλες τις μορφές της. Είτε πρόκειται για την επίσημη γλώσσα των νόμων, είτε για τη γλώσσα της καθημερινότητας, είτε για τη γλώσσα της λογοτεχνίας, είτε για τα συνθήματα και τις επιγραφές σε ομιλούντες τοίχους, είτε ακόμα και για τα μηνύματα του πληκτρολογίου στα σύγχρονα πρόσωπα – οθόνες: […] Η γλώσσα/ λουλούδι του χαμού, του σπαραγμού αφέντρα,/ φάρμακο παυσίλυπο, δύτης σε αδιέξοδους βυθούς,/ στην οριστική αοριστία της ύπαρξης χιμά,/οικτίρμων της α-νόητης επί Γης παρουσίας μας/ αποστηθίζει τα ψέματα σαν να ʼταν αλήθειες/ και τις αλήθειες σπιρουνίζει σαν άμωμο ψέμα,/ η γλώσσα/ κόρη οφθαλμού/ κόρη θεού/ από μηχανής σωτήρας/ μέσα στο σύμπαν το δέος της ιερουργεί/ εν ονόματι του ανθρώπου («Γλώσσα, η από μηχανής…», σ. 35).
Η δεύτερη ενότητα της συλλογής επιγράφεται «Λιγοστεύω την επικράτεια του Άδη» και είναι η πλέον εκτενής, αποτελούμενη από είκοσι τέσσερα ποιήματα. Σ’ αυτήν την ενότητα ο λόγος γίνεται περισσότερο προσωπικός και βιωματικός. Η Πετράκη φιλοτεχνεί τη δική της προσωπογραφία περιγράφοντας ό,τι αποτελεί την ποίησή της και επισημαίνοντας ότι η ποίηση την βρήκε σε ώριμη ηλικία, στα πενήντα δύο της χρόνια, όταν ήδη ο χρόνος είχε ρίξει τα δίχτυα του και την απειλούσε κατά πρόσωπο με τη συνεπαγόμενη φθορά του. Ο λόγος άμεσος, η ματιά της υπαρξιακή. Κουβεντιάζει για τα καθημερινά, τα τετριμμένα υπό το αδιάλειπτο βλέμμα του αδυσώπητου χρόνου. Και ίσως εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η ποιήτρια, ενώ είναι ιδιαίτερα προσεκτική με τα υπόλοιπα σημεία στίξης, αποφεύγει σαφώς την τελεία, δίνοντας την αίσθηση μιας κλωστής, ενός μίτου που συνδέει τα κείμενα και τις σκέψεις της μεταξύ τους σε μια προσέγγιση ολιστική σε ό,τι αφορά το ζήτημα του χρόνου και της φθοράς.
Η Πετράκη δεν βάζει τελείες, τις αποσιωπά, προσβλέποντας σε έναν – επί ίσοις όροις; –διάλογο με το εφήμερο και το αιώνιο, με το πραγματικό και το φαντασιακό, ‘’με ό,τι τσιμπολογά των ματιών της τις ίριδες’’ (βλ. «Πρωινό αφήγημα», σ. 44). Και, εντέλει, μας απαντά ευθαρσώς στο ερώτημα γιατί γράφει και γιατί εκδίδει τα ποιήματά της: […] Τον άλλο μισό/ τον άγνωστο δικό μου εαυτό/ πού και πού τον ξεθάβω/ τον ξεθαρρεύω/ τον ζωντανεύω επάνω στο χαρτί/ Κι όταν μαζέψω τα πειστήρια του μικρού μου εγκλήματος/ μες στο συρτάρι,/ νιώθω πως δεν αντέχω να τα καταδικάσω σ’ εγκλεισμό,/ μα να τ’ απλώσω εκεί έξω θέλω/ να σεργιανίσουν στους ανθρώπους/ να σεργιανίσουν τους ανθρώπους […] («Η Μούσα», σ. 48-49).
Η ποιήτρια αναμετριέται σθεναρά με τον φόβο της λευκής σελίδας, παραπαίει και αναπνέει στο διάκενο μεταξύ των λέξεων, παλεύει με τις λέξεις σαν να βρίσκεται σε αρένα, αποδέχεται την ήττα και την αδυναμία της να τις τιθασεύσει και δεν διστάζει να μιλήσει για τη λούμπα της ματαιοδοξίας των ποιητών, στην οποία και η ίδια ενίοτε υποπίπτει. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι ο ποιητής δεν παύει να είναι άνθρωπος με τα δικά του πάθη και τον τελευταίο λόγο τον έχει πάντα ο αναγνώστης. Η αναγνωστική πρόσληψη κρίνει την επιτυχία μιας σελίδας πεπρωμένης, μιας αλήθειας της στιγμής (βλ. «Δικό σου, αναγνώστη», σ. 60-61).
Η Πετράκη μιλά για την επίπονη συνήθεια τού να παραμένει κανείς πιστός στην τέχνη του, όταν η αφιονισμένη αλήθεια τον κομματιάζει χωρίς την παραμικρή επιείκεια, ενώ, παράλληλα, δείχνει να την ταλανίζει το μεταφυσικό στοιχείο, πώς, δηλαδή, το έργο ενός ποιητή αποτιμάται μετά θάνατον, πώς θα αποτιμηθεί το δικό της έργο, το δικό της πέρασμα απ’ αυτόν τον κόσμο, όπου εμμονικά μιλούσε πάντα για όσα δεν έζησε. Αυτή η μεταφυσική έγνοια κορυφώνεται στο ποίημα «Μετά θάνατον» (σ. 74-75), απ’ όπου και το ακόλουθο απόσπασμα: Στο νεκροτομείο των λέξεων/ οι επαΐοντες και εμβριθείς/ πεζολογική θα με χαρακτηρίσουν/ υπερβαλλόντως λυρική και πεισιθάνατη/ ουδόλως δυσνόητη και ερμητική/ (ελάττωμα λογίζεται βαρύ κάθε ευήθης στιχουργική…),/ θα ετυμηγορήσουν ματαιότητα και λήθη/ θα αποφανθούνε φρυασσόμενοι/ για το ά-σκοπο της ύπαρξής μου/ και της ποιητικής γραφής μου […]. Η ποιήτρια ανησυχεί ειλικρινά για την τύχη των γραπτών της μα και για το όποιο αποτύπωμά τους, αναφέρεται στη συνολική μέχρι στιγμής εργογραφία της και προβαίνει σε μια, ομολογουμένως, λιτή και προσγειωμένη αυτοκριτική.
Η τελευταία και πιο σύντομη ενότητα, την οποία συγκροτούν μόλις οχτώ ποιήματα, φέρει τον τίτλο «Μόνη μνήμη οι λέξεις». Εδώ η ποιήτρια μιλά για τον έρωτα, τον οποίο μονάχα είχε υπαινιχθεί στην προηγούμενη ενότητα, και τον φέρνει στη σύγχρονη διάστασή του, όπως βιώνεται με όχημα την οθόνη και το πληκτρολόγιο. Η Πετράκη με διακειμενικές αναφορές συνταιριάζει αλλόθροες ηρωίδες του λογοτεχνικού παρελθόντος (βλ. «Όμορφο σπίτι», σ. 81-82) με τον σύγχρονο άνθρωπο και τη διαχείριση των συναισθημάτων του. Ξεχωρίζει το μακροσκελές ποίημα «Πένθος με φρένας ίκετο» (σ. 87-93), όπου η ποιητική φωνή – σαν να πρόκειται για μονόλογο τραγικού προσώπου – πενθεί για τον θάνατο του αγαπημένου της, τον οποίο ποτέ δεν είχε συναντήσει, παρά μόνο μέσω της οθόνης. Το τέχνασμα της ποιήτριας έγκειται στο γεγονός ότι χρησιμοποιεί το λεκτικό μιας παλαιότερης εποχής με άμεσες αναφορές στην αρχαιότητα (όπως δηλώνεται και από τον παραφρασμένο ομηρικό στίχο του τίτλου), εμποτισμένο με το αρχέγονο ένστικτο και την παντοδύναμη μοίρα, με οιωνούς και σημάδια, με προοικονομίες και αναδρομές, με σύμβολα και πρακτικές που μας είναι γνωστά από την αρχαία γραμματεία, προκειμένου να μιλήσει για κάτι εντελώς σύγχρονο, όπως ο διαδικτυακός έρωτας. Στόχος της ποιήτριας είναι να δείξει με το τέχνασμα αυτό, που, ενδεχομένως, εκπλήσσει σε μια πρώτη ανάγνωση, ότι η μόνη σταθερά σε αυτόν τον αέναα κινούμενο και ρευστό κόσμο είναι οι λέξεις. Οι λέξεις που σώζουν τη μνήμη και διαρρηγνύουν τη λήθη. Και είναι ο έρωτας που κάνει την ποιητική φωνή να ξεμακρύνει από τη δυσκολία και την περιπλοκότητα της υποτακτικής σύνταξης και να επιστρέψει στην απλότητα και τη διαύγεια του ασύνδετου σχήματος. Η έλευση και η φυγή του παλινδρομούντος έρωτα συνοδεύει το πλήρωμα του χρόνου, το οποίο προσέρχεται νομοτελειακά γλυκόπικρο και επιτρέπει πια στην ποιήτρια να βάλει τις αναγκαίες και λυγμικές τελείες: […] Περίεργο που, καθώς περνά ο καιρός,/ ζωγραφίζω ξανά πυκνές τις τελείες./ Δεν μου χρειάζονται/ των κομμάτων παύσεις μικρές./ Ζω τις μεγάλες, τις ανεπίστροφες, τις οριστικές./ Άχρηστα μού ʼγιναν και τα αποσιωπητικά./ Τι χαμηλόφωνα να υπονοήσω;/ Διφορούμενο τι να σκεφτώ;/ Εσύ είσαι μακριά./ Το κενό είναι εδώ./ Σε αδιάφορους ξένους μιλάω./ Τελειώνω πάντα ό,τι έχω να γράψω./ Αποσώνω πάντα ό,τι έχω να πω (από το ομώνυμο ποίημα, σ. 96-97).
(Πρώτη δημοσίευση (11/3/2025) στο ιστολόγιο λόγου, τέχνης και πολιτισμού www.fractalart.gr)
Η Άννα Ε. Πετράκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια τα έζησε στην Καβάλα, όπου τελείωσε και το Λύκειο. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και αποφοίτησε με βαθμό Άριστα από το Τμήμα (Κλασικής) Φιλολογίας. Υπηρέτησε σε σχολεία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Ν. Κοζάνης για 15 χρόνια. Είναι παντρεμένη και έχει μία κόρη. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.Το 2015 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή. Όλες οι ποιητικές της συλλογές, «Όσα δεν έζησα…», «Ζωή σε 9/8…», «Ακραίο… σχεδόν», «Της μνήμης και της λησμονιάς-πικρόχολα και μελίρρυτα», «Αθήνα, 2021 μ.Χ.», «Όλα του έρωτα», «… που ήταν αταξίδευτο», «Το φίλημα των λυγμών», «ΑΝΑΚΥΚΛ», «Απέσβετο και λάλον φως», «Δίχως έαρ να γίνει ποτέ…», «Σχεδίασμα Σιωπής», «…, ασύνδετο σχήμα, …»κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.