Dark Mode Light Mode

Άννα Ε. Πετράκη: «Η πόλη της Καβάλας με έχει σημαδέψει…»

Επιμέλεια συνέντευξης: Γιώργος Βιτωράτος


Η ιδιαίτερη προσωπικότητά της, η ειλικρίνεια και η καθηλωτική της πένα, με συνεπήραν καθώς την «γνώριζα» μέσα από τα βιβλία αλλά και την διαδικτυακή της παρουσία. Η Άννα Πετράκη μεταμορφώνει – και μεταμορφώνεται – μέσα από τα βιώματα της, αλλά και μέσα από τα νομοτελειακά και τα οξύμωρα που στιγματίζουν την εποχή μας. Εκπαιδευτικός και ποιήτρια, με πλούσια γνώση της ελληνικής γλώσσας και παιδείας, αφουγκράζεται τον παλμό της κοινωνίας – ιδίως της νεολαίας – σε ακόμα μία ποιητική συλλογή της, το «Δίχως έαρ να γίνει ποτέ…» των εκδόσεων ΚΑΚΤΟΣ, όπου αποτελεί την ενδέκατη έκδοση της σε λιγότερο από δέκα χρόνια. Σας προσκαλώ να την γνωρίσετε μέσα από τη συζήτηση μας στο Maxmag.gr, αλλά και τις ποιητικές συλλογές της, που βρίθουν συναισθημάτων ζωής.

Ερ: Τι αναπολείτε από τα παιδικά σας χρόνια στην Καβάλα;

Απ: Από τα δέκα ολόκληρα χρόνια που έζησα στην πόλη αυτή ως παιδί και ως έφηβη και από τα εικοσιένα καλοκαίρια μου στη Νέα Πέραμο, παραθαλάσσια κωμόπολη κοντά στην Καβάλα, αναπολώ με τρυφερότητα άπειρα πράγματα, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε έχοντας μια διάχυτη αίσθηση ότι σε όλη μου τη ζωή κουβαλάω μέσα μου άσβεστη την αύρα αυτής της περιοχής. Ονειρεμένη συνύπαρξη του γλαυκού υγρού στοιχείου με έναν-συγκλονιστικό ιδέσθαι- επιβλητικό ορεινό όγκο, σπίτια χτισμένα σαν σε κερκίδες αρχαίου θεάτρου, η καταπράσινη Θάσος στον ορίζοντα, σε απόσταση αναπνοής, να μας προκαλεί να την επισκεφτούμε ξανά και ξανά, το σχολείο μου, το 7ο Δημοτικό, χτισμένο επάνω στον βράχο της Παναγίας στην Παλιά Πόλη, το 1ο Γυμνάσιο και Λύκειο Θηλέων στην οδό Σκρα, φιλίες του τότε, που κάποιες τις διατήρησα ως κόρη οφθαλμού μέχρι σήμερα, οι αγωνίες στα θρανία, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, τα πάρτυ και οι μέχρι τελικής πτώσεως χοροί μας, οι αναρριχήσεις της παρέας μέχρι τον Σταυρό, οι εξορμήσεις με τα πόδια σε οικισμούς αρκετά χιλιόμετρα έξω από την πόλη, ενώ κρατούσαμε, εναλλάξ, στα χέρια μας ένα φορητό πικάπ με δίσκους βινυλίου και τραγουδούσαμε σε όλη τη διαδρομή, οι ατέρμονες συζητήσεις για τις ταινίες που παρακολουθούσαμε στα θερινά και χειμερινά σινεμά, οι συναυλίες κλασικής μουσικής και οι διαλέξεις στη Στέγη Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών, η Δημοτική Βιβλιοθήκη, από την οποία δανειζόμουν και διάβαζα μανιωδώς τους θησαυρούς της ελληνικής και ξένης πεζογραφίας… Και τα καλοκαίρια, τα ατέλειωτα καλοκαίρια στο Περιγιάλι, την Καλαμίτσα, τον Μπάτη… Ναι, η πόλη της Καβάλας με έχει διαμορφώσει, με έχει σημαδέψει, μου έχει χαρίσει τα ομορφότερα χρόνια της ζωής μου.

 

Ερ: Βρίσκεται αυτή η πόλη σε κάποιο από τα ποιήματά σας;

Απ: Η Καβάλα βρίσκεται σε πολλά από τα ποιήματά μου, είτε με ευδιάκριτο και σαφή τρόπο, είτε υπαινικτικά. Μάλιστα, σε ένα από αυτά έχω δώσει τον τίτλο «Καβάλα, γαλάζια πολιτεία». Δεν έχει ακόμα συμπεριληφθεί σε κάποια συλλογή, αλλά δημοσιεύτηκε στην ιστορική εφημερίδα της πόλης «Πρωινή», πριν από δύο περίπου χρόνια. Η Καβάλα κυλάει στο αίμα μου, λουσμένη στο δικό της αέναο και μοναδικά εκτυφλωτικό φως.

 

Ερ: Ως φιλόλογος, υπάρχει κάτι που θα ευχόσασταν να ήταν διαφορετικό στην παιδεία σήμερα;

Απ: Αυτό που κυρίως με θλίβει είναι πως έχει απαξιωθεί η ελληνική γλώσσα και αυτό δεν έχει να κάνει με το πόσες διδακτικές ώρες διατίθενται σε αυτήν από το επίσημο ωρολόγιο πρόγραμμα, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο καλούμαστε να τη διδάξουμε. Αυτό, βεβαίως, σχετίζεται άμεσα και με το γεγονός ότι μέσα στο σχολείο η επαφή με τη Λογοτεχνία γίνεται μορφοκεντρικά, στεγνά και αποσπασματικά. Οι σημερινοί νέοι διαβάζουν αυτοβούλως ελάχιστα εξωσχολικά κείμενα, είτε σε χαρτί, είτε ηλεκτρονικά. Δεν απολαμβάνουν να μιλούν και να γράφουν τη γλώσσα μας, μια γλώσσα που αποδίδει με εκπληκτική ακρίβεια και ενάργεια κάθε εννοιολογική απόχρωση και συγχρόνως είναι εύηχη και μελωδική.. Από μόνη της η ελληνική γλώσσα είναι ένα συγκλονιστικό ποίημα… Επιπλέον, είναι τρομακτικό το πόσο πολύ οι νέοι χρησιμοποιούν την αγγλική. Αφενός δεν έχουν συμπαγές και πλούσιο υπόβαθρο στην ελληνική, αφετέρου αφομοιώνουν με εξαιρετική ταχύτητα και ζέση καθετί ξενόφερτο και «μοδάτο». Δεν τους έχουμε βοηθήσει να αντιμετωπίζουν τη γλώσσα ως έναν ιδιαίτερο τρόπο θέασης του κόσμου, της ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων και συγχρόνως ως βασικό φορέα διαφύλαξης της ιστορίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Πολύ φοβάμαι όμως πως, λόγω του άκρατου μιμητισμού, της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας και της παγκοσμιοποίησης, ακόμα και αν αντιλαμβάνονται όσα ανέφερα, δεν τους ενδιαφέρουν καθόλου. Εύχομαι η Πολιτεία να προσπαθήσει να αναστρέψει αυτή την πορεία, στο μερίδιο που της αναλογεί. Ας μην ξεχνάμε πως και η οικογένεια μπορεί και οφείλει να κινηθεί προς την ίδια κατεύθυνση.

 

Ερ: Κρατώ στα χέρια μου το ενδέκατο έργο σας από τις εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ. Πως αισθάνεστε για αυτή τη μακροχρόνια συνεργασία;

Απ: Με τον ΚΑΚΤΟ συνεργαστήκαμε για πρώτη φορά το 2016, όταν ανέλαβε να εκδώσει τη δεύτερη ποιητική συλλογή μου «Ζωή σε 9/8…». Αισθάνομαι τυχερή που τώρα πια και τα ένδεκα «παιδιά μου» φιλοξενούνται από έναν εκδοτικό οίκο, ο οποίος γνωρίζει σε βάθος, αγαπά και σέβεται αυτό που κάνει. Θαυμάζω το τεράστιο έργο της μετάφρασης και του σχολιασμού των έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, το οποίο πραγματοποιεί με γνώση και αίσθημα ευθύνης, αλλά και την εξαίρετη επιμέλεια και την υψηλή αισθητική, τις οποίες ευτυχούν να έχουν όλα τα βιβλία που εκδίδει. Τέλος, θα ήθελα να αναφέρω πως δεν είναι διόλου αμελητέα η αγαστή συνεννόηση και η «χημεία» που υπήρξε εξαρχής ανάμεσα σε μένα και σε εκείνα τα στελέχη του ΚΑΚΤΟΥ με τα οποία εκ των πραγμάτων έπρεπε να συνεργαστώ πιο στενά.

 

Ερ: Έχοντας διαβάσει προηγούμενα βιβλία σας διακρίνω πως σας εμπνέουν προσωπικά βιώματα αλλά και κοινωνικές καταστάσεις. Υπάρχει κάποιο γεγονός που σας έχει συνταράξει τον τελευταίο καιρό;

Απ: Αυτό που μου έχει γίνει πλέον αφόρητο είναι κάτι που οι περισσότεροι το θεωρούν φυσικό και αυτονόητο, αλλά δεν είναι. Δεν πρέπει να είναι. Έχουμε εκχωρήσει ένα τεράστιο κομμάτι από τις προσωπικές μας ελευθερίες (μέσα από κάθε είδους οθόνες και ηλεκτρονικές εφαρμογές) σε αόρατα μάτια και αυτιά, τα οποία είναι πανταχού παρόντα. Έχει ήδη δημιουργηθεί -σε παγκόσμιο επίπεδο- μία δυστοπική κοινωνία, έτσι όπως την περιέγραψαν ο Άλντους Χάξλευ στον «ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΚΟΣΜΟ» του και ο Τζωρτζ Όργουελ στο «1984». Στο όνομα της ευκολίας και της ταχύτητας απεμπολήσαμε την πολύτιμη ιδιωτικότητα των ανθρώπινων σχέσεων.

 

Ερ: Θα μπορούσε αυτό να ήταν η ιστορία του επόμενου βιβλίου σας;

Απ: Ναι, νομίζω πως αυτό θα μπορούσε να είναι το κεντρικό θέμα ενός άλλου βιβλίου μου! Όχι όμως του αμέσως επόμενου, γιατί αυτό ήδη έχει ολοκληρωθεί και περιμένει τον εύθετο χρόνο, για να πάρει τον δρόμο του προς το τυπογραφείο.

 

Ερ: «Δίχως έαρ να γίνει ποτέ…». Έχετε αναφέρει σε προηγούμενη συνέντευξή σας πως ο τίτλος εμπνεύστηκε από τον θρήνο για όσα δεν ζήσαμε στη διάρκεια της πανδημίας. Τι θα θέλατε να είχατε ζήσει εκείνη την περίοδο;

Απ: Την περίοδο του πρώτου κύματος της πανδημίας θα ήθελα να είχα συνεχίσει να ζω όσα μέχρι τότε θεωρούσα δεδομένα. Ήταν οδυνηρό το γεγονός ότι τα μαθήματα δεν γίνονταν στις σχολικές αίθουσες. Ήταν αφύσικο και αγχωτικό να κάνουμε τηλεκπαίδευση, έστω και για λόγους ανωτέρας βίας. Τα περισσότερα παιδιά είχαν κλειστές τις κάμερές τους. Όταν επιστρέψαμε στο σχολείο, αρχές Μαΐου του 2020, δεν μπορούσα να αναγνωρίσω τα πρόσωπα των μαθητών μου, κυρίως της Αˊ Γυμνασίου… Μου έλειψε ακόμη η επαφή και η ενώπιος ενωπίω επικοινωνία με συγγενείς και φίλους, μου έλειψε μια ζεστή αγκαλιά, ένα φιλί στο μάγουλο, ακόμα και η απλή χειραψία! Μου έλειψαν πολύ ο κινηματογράφος, το θέατρο και κάποια μικρά ταξίδια. Στερήθηκα με θλίψη και αυτή την απλή μετακίνησή μου μέσα στην πόλη με τα Μ.Μ.Μ. Επειδή δεν οδηγώ, κινούμαι συνήθως με τον ηλεκτρικό. Μου αρέσει να παρατηρώ τους ανθρώπους, να φαντάζομαι τις ζωές τους. Μερικές φορές, όταν επιστρέφω στο σπίτι, γράφω στίχους γι’ αυτούς τους άγνωστους συνταξιδιώτες, που διασταύρωσαν για ένα κλάσμα του χρόνου τη ζωή τους με τη δική μου και που πιθανότατα δεν θα τους ξανασυναντήσω ποτέ.

 

Ερ: Και τι θα θέλατε να μην έχετε ζήσει;

Απ: « …Θανατικό αιφνίδιο, ακραίο

ακύρωσε για φέτος την άνοιξη

Θα περιμένουμε ίσως μιαν άλλη

Τούτες οι μέρες όλες

ανελέητος, δίσεκτος χρόνος

Τούτες οι μέρες όλες

δίσεκτοι, διασωληνωμένοι καιροί»

Θα ήθελα να μην είχε κανένας μας ζήσει την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου… Θα ήθελα κανείς να μην είχε αισθανθεί τον φόβο για τους ανθρώπους γύρω μας, ως πιθανούς φορείς της αρρώστιας και του θανάτου, έναν φόβο που μας εξουθένωνε για καιρό και που νομίζω πως δεν τον έχουμε ακόμα ολοκληρωτικά αποτινάξει από πάνω μας.

 

Ερ: Πώς αποφασίσατε να εκδώσετε το βιβλίο αυτό σχεδόν τρία χρόνια μετά τη συγγραφή του;

Απ: Τη συλλογή «Δίχως έαρ να γίνει ποτέ…» άρχισα να τη γράφω τον Μάρτιο του 2020. Ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Δίστασα όμως να προχωρήσω στην έκδοσή της, για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν πως ήδη βρίσκονταν έτοιμες στο συρτάρι μου κάποιες άλλες συλλογές, μεταξύ των οποίων το «ΑΝΑΚΥΚΛ» (2020) και το «Απέσβετο και λάλον φως» (2021). Ο δεύτερος, και κυριότερος, λόγος ήταν πως τα γεγονότα για τα οποία έγραφα ήταν πολύ νωπά, η πανδημία συνέχιζε να αφανίζει ζωές, να μας κλείνει σε σπίτια-φυλακές και να μας στερεί και τη στοιχειώδη χαρά. Προτίμησα λοιπόν να αφήσω τους μήνες να περάσουν. Ήθελα να διαπιστώσω αν αυτά τα ποιήματα, που δημιουργήθηκαν υπό πολύ ιδιαίτερες συνθήκες, μετά από καιρό θα είχαν ακόμα κάτι να πουν, όχι μόνο για την πανδημία, αλλά και για διαχρονικά θέματα, τη μοναξιά, τον έρωτα, τη φιλία, τη φτώχεια, την αυτοχειρία…

 

Ερ: Τέλος, πείτε μας μια φράση που σας ενέπνευσε πρόσφατα.

Απ: Αφού σας ευχαριστήσω θερμά για την πρόσκληση και την πολύ όμορφη συζήτησή μας, μου επιτρέπετε να σας πω δύο φράσεις; H μία ήρθε και με χτύπησε κατάστηθα μέσω διαδικτύου και η άλλη ανήκει στον Ζίγκμουντ Φρόυντ: «Μετατρέψτε ξανά τον Όργουελ σε επιστημονική φαντασία…» και «Όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί».

Προηγούμενο άρθρο

Πανθρακικός - Βύρωνας Καβάλας 2-1: Έχασε το βαθμό της ισοπαλίας στο 95ο λεπτό (φωτογραφίες)

Επόμενο άρθρο

ΑΟΚ - Δόξα Δράμας 3-1: Με ανατροπή δίκαιος νικητής (φωτογραφίες-videos)