Ξεσκαλίζοντας τα αποθηκευμένα σε ένα κουτί ενθυμήματα από αγαπημένα γεγονότα που στο παρελθόν συντάραξαν και επηρέασαν την πορεία της ζωής μου, το μάτι μου σταμάτησε σε ένα άσπρο φάκελο κιτρινισμένο από τον καιρό.
Από έξω έγραφε με χοντρά κόκκινα γράμματα μαρκαδόρου, με κεφαλαία γραφή “ΤΑΣΟΣ ΠΕ”. Έλυσα την μπλε κορδέλα που τον έδενε και ξεχύθηκαν μπροστά μου φωτογραφίες, γράμματα, ευχετήριες κάρτες και μικροενθυμήματα του Τάσου που τον ζωντάνεψαν ξανά.
Όλα είχαν κάτι να μου πουν κάτι να μου θυμίσουν από τον αγαπημένο μου φίλο της πρώτης μας εκείνης νιότης. Με τον Τάσο ήμασταν συμμαθητές και φίλοι από την πρώτη χρονιά που πήγαμε στο Γυμνάσιο. Η τύχη το έφερε να καθίσουμε στο ίδιο θρανίο.
Πολλά τα κοινά μας ενδιαφέροντα και ιδιαίτερα η παθιασμένη αγάπη για την θάλασσα. Άλλα όμως ήθελε ο Τάσος να γευθεί από την θάλασσα και άλλα να απολαύσω εγώ. Εμένα μου αρκούσε η επαφή μαζί της με όλα τα μέσα, εκείνος ήθελε να την γνωρίσει σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη της γης.
Τελειώνοντας την Τετάρτη τάξη του Γυμνασίου τον έχασα. Το γράμμα που πήρα τον Οκτώβρη εκείνης της χρονιάς με βρήκε μόνο στο κοινό μας θρανίο. Είχε αποστολέα τον Τάσο και έρχονταν από την Σχολή Εμποροπλοιάρχων της Ύδρας.
Δεν μου είχε πει τίποτε την χρονιά που πέρασε για την απόφαση του αυτή. Μου τα εξηγούσε όμως όλα στο οκτασέλιδο γράμμα που μου έστειλε. Το καλοκαίρι που πέρασε προσπάθησε και βρήκε δουλειά σε ένα καραβάκι που έκανε μεταφορές εμπορευμάτων σε νησιά του Αιγαίου, κατόρθωσε και έβγαλε ναυτικό φυλλάδιο και κέρδισε ένα χρόνο στην Σχολή που γράφτηκε. Στα επόμενα γράμματα του μου έγραφε με ενθουσιασμό για την επιλογή του επαγγέλματός του.
Η προσπάθειά του ήταν εμφανής. Ήθελε να με επηρεάσει να τον ακολουθήσω. Δεν το έκανα για άλλους λόγους. Όταν εγώ άρχιζα τον αγώνα της οικοδόμησης της ζωής μου, μετά την αποφοίτηση από το Γυμνάσιο, ο Τάσος είχε ήδη υπογράψει το πρώτο του συμβόλαιο εργασίας με μια γνωστή Ελληνική Ναυτιλιακή Εταιρεία σαν τρίτος πλοίαρχος με καλές συνθήκες εργασίας και αμοιβές για την εποχή πολύ υψηλές.
Είχε πιάσει δουλειά σε ένα καράβι ξηρού φόρτου και μετέφερε σιτηρά από τον Καναδά στην Ιαπωνία. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια ήταν αξιωματικός υπηρεσίας Καταστρώματος και είχε την ατυχία να πέσει στην θάλασσα ένας ναύτης κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του.
Θα τον αφήσω να μας τα πει ο ίδιος αντιγράφοντας μέρος από την επιστολή που μου είχε στείλει τότε: «Είχαμε φύγει από το Βανκούβερ φορτωμένοι με σιτηρά με προορισμό την Οσάκα της Ιαπωνία. Φλεβάρης μήνας και οι Βόρειοι Άνεμοι την εποχή αυτή φορτώνονται με πολλά μποφόρ και κάνουν την ναυσιπλοΐα στα μέρη αυτά δύσκολη.
Ο Καπετάνιος μας ο κυρ Αργύρης ο Χιώτης, σου έχω γράψει για αυτόν και την αξιοσύνη του, είχε δώσει μια ρότα τέτοια που είχαμε τα μποφόρια στην πρύμνη μας και είχε κατορθώσει να ταξιδεύουμε με την μέγιστη δυνατή ταχύτητα εκμεταλλευόμενος την δύναμη του ανέμου και όχι των μηχανών.
Μετά από πέντε μέρες, μπορώ να πω από για ένα καλό ταξίδι, εκεί στα μέσα του Ειρηνικού δεχθήκαμε ξαφνικές δυνατές ριπές πολλών μποφόρ Βορειοδυτικού Ανέμου που δεν είχαν προβλεφθεί. Το σκάφος μας μποτσάρισε επικίνδυνα. Ο Καπετάνιος αμέσως έδωσε τις σωστές εντολές στις μηχανές, το πλοίο πάλεψε με το κύμα για λίγο και το νίκησε.
Το έβαλε πάλι στην υπηρεσία του και από εχθρός μας έγινε φίλος και βοηθός μας. Για τον λόγο αυτό τον λατρεύω και τον προσκυνώ τον Καπετάνιο μου Παναγιώτη και πόσο τυχερός είμαι που τον βρήκα στον δρόμο μου. Είναι ο Δάσκαλός μου.
Η απρόσμενη αυτή κακοκαιρία έκανε κάποιες αβαρίες στο κατάστρωμα που θα έπρεπε άμεσα να επιδιορθωθούν γιατί μπορούσαν να κάνουν ζημιά στο εμπόρευμα που μεταφέραμε. Ζήτησα την άδεια του Καπετάνιου για να κάνω την δουλειά.
Η εντολή του να κάνω μια ομάδα από τέσσερα άτομα να δώσω τις εντολές που πρέπει να παρθούν και όλα τα μέτρα ασφαλείας που επιβάλλονται και να επιβλέψω για την γρήγορη και σωστή αποκατάσταση της ζημιάς. Είχαμε σχεδόν τελειώσει την δουλειά όταν ένα κύμα ήρθε από το πλάι και μας σκέπασε όλους.
Όταν συνήλθαμε και ρίξαμε μια ματιά γύρω μας είδαμε ότι μας έλειπε ένας. Απουσίαζε ο Αχμέτ ένα νεαρό παιδί Πομάκος από την Ξάνθη. ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ βγήκε από τα μέσα μας μια φωνή συγκλονιστική. Το παλικάρι δεν είχε απομακρυνθεί πολύ από τα πλευρά του πλοίου αλλά τα σωσίβια που πετούσαμε δεν τον έφθαναν.
Επικοινώνησα με τον καπετάνιο και του ζήτησα την άδεια να χρησιμοποιήσω το φουσκωτό που είχαμε για αυτή την δουλειά. Η εντολή του, όχι εσύ εσένα σε χρειάζομαι, βρες τρεις εθελοντές. Για τους τρεις εθελοντές που ζήτησα παρουσιάστηκαν είκοσι τρεις, όλο σχεδόν το πλήρωμα με πρώτο τον κυρ Σταμάτη τον κουτσό, τον μάγειρα.
Το σκάφος το ρίξαμε στην θάλασσα με μεγάλη προσοχή και με αναμένει την μηχανή. Ο Αχμέτ είχε απομακρυνθεί κοντά στα εκατό μέτρα από το πλοίο. Τον ανασύραμε παγωμένο και μισολιπόθυμο. Η επιστροφή μας στην σωτήρια φωλιά του πλοίου μας έγινε με αγώνα με τα κύματα, πάνω από μια ώρα και μόνο μετά με ένα κράτημα στις μηχανές του πλοίου ήρθαμε στην δεξιά πλευρά του και σωθήκαμε.
Από τον πλοίαρχο άκουσα τα εξ αμάξης γιατί δεν τον άκουσα και έφαγα ένα τσουχτερό πρόστιμο. Δεν πειράζει Παναγιώτη, μου το ξεπληρώνει το πλήρωμα με την αγάπη και τον σεβασμό που μου δείχνουν». Έτσι περιέγραφε ο φίλος μου ο Τάσος την σωτηρία ενός ανθρώπου από τη θάλασσα.
Ο αλτρουισμός του όμως και η αγάπη του για τον επάγγελμά και τους συναδέλφους του Τάσου έφτανε μέχρι στα ακρότατα όρια της προσφοράς και αυτό το απέδειξε με το παραπάνω στο παρακάτω περιστατικό. Ένα καινούργιο συμβόλαιο της εταιρείας για μεταφορά ενός ιδιαίτερα ευαίσθητου προϊόντος με υψηλό ναύλο τους ανάγκαζε να καθαρίσουν σχολαστικά τα αμπάρια.
Η εντολή δόθηκε στον Τάσο. Ο πρώτος καθαρισμός έγινε με μηχανικά μέσα. Θα έπρεπε όμως να κατέβουν άνθρωποι για να ελέγξουν. Ο Τάσος μερίμνησε να εφοδιασθούν με όλα τα μέσα ασφαλείας που χρειάζονται, τους έλεγξε αν τα φόρεσαν σωστά και τους κατέβασε κάτω στο αμπάρι αφού τους είπε ότι στην παραμικρή αδιαθεσία τους να τα παρατήσουν και να ανέβουν επάνω.
Μετά από ένα δεκάλεπτο οι άνθρωποι που ήταν στο αμπάρι έδειχναν μια παράξενη συμπεριφορά. Ο Τάσος τους φώναξε επιτακτικά να ανέβουν αμέσως επάνω. Δεν υπάκουσαν και ο ένας μάλιστα έχασε τις αισθήσεις του. Ο Τάσος σήμανε συναγερμό, φόρεσε τα δικά του ασφαλιστικά μέσα με διπλή προσωπίδα και μάσκα και κατέβηκε κάτω.
Έδεσε στο παλάγκο που είχε κατέβει για αυτή την δουλειά και ανέβασαν επάνω και τους τρεις. Αυτόν όταν τον ανέβασαν ήταν πια νεκρός και ήταν τότε μόνο εικοσιπέντε χρονών παλικάρι. Η κακή του μοίρα του έλαχε και το κορμί του να μη αναπαυθεί στην Ελλάδα και στη αγαπημένη του πόλη την Καβάλα γιατί στην χώρα που έγινε το δυστύχημα είχε επιδημία χολέρας και δεν επέτρεψαν την μεταφορά του.
Αυτή είναι η ιστορία του Τάσου και τέτοια ήταν η συμπεριφορά των Ελλήνων ναυτικών τότε και τώρα και πάντα. Τα ανθρωπόμορφα τέρατα του Horizon δεν έχουν καμιά σχέση με το επάγγελμα αυτό. Απλώς παρεισέφρησαν λάθρα.
Παναγιώτης Φώτου