Πηγαίναμε γυρεύοντας και τελικά το φάγαμε το κεφάλι μας το βράδυ του Σαββάτου, οπότε καλά να πάθουμε και δε μας αξίζει κανένας απολύτως οίκτος. Διότι, αν και είχαμε διαβάσει τις διιστάμενες κριτικές για την «Αντιγόνη» σε σκηνοθεσία Λιβαθινού, εμείς αποφασίσαμε να ξυθούμε στη γλίτσα του τσομπάνη (ένεκα η πώρωση για το θέατρο και το επαγγελματικό καθήκον), με αποτέλεσμα να χαλάσουμε μια αντιγονική επίγευση που μας είχε δημιουργήσει το ίδιο έργο σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη. Ηθελέστα και παθέστα θα μπορούσε κάποιος να μας πει έχοντας απόλυτο δίκιο!
Η «Αντιγόνη» Λ. (όπως θα ονομάσω χάριν συντομίας την παράσταση Στάθη Λιβαθινού) ήταν μια συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου. Οι προσδοκίες επομένως ήταν υψηλές, ή τουλάχιστον ανάλογες με τους αντίστοιχους φορείς της σύμπραξης. Αντ’ αυτού, η «Αντιγόνη» Μ. (όπως θα ονομάσω χάριν συντομίας την παράσταση Θέμη Μουμουλίδη) ως παραγωγή της ιδιωτικής 5ης Εποχής, έβαλε τα γυαλιά στους «ανταγωνιστές» παρά το γεγονός ότι φέτος περιόδευσε για δεύτερο καλοκαίρι στις θεατρικές πιάτσες.
Ως συνολικό συμπέρασμα, η «Αντιγόνη» Μ. νίκησε κατά κράτος, τόσο επί συνόλω όσο και στις επιμέρους λεπτομέρειες την «Αντιγόνη» Λ., την οποία πολύ γρήγορα θα λησμονήσουμε όχι μόνο διότι οι ερμηνείες αποδείχθηκαν κάτω του μετρίου αλλά κυρίως επειδή για δύο ώρες παρακολουθήσαμε ένα θέαμα συναισθηματικά ευνουχισμένο. Η ορολογία που χρησιμοποιώ προέκυψε κατά τις πρώτες πρωινές ώρες όταν αναλύσαμε διαδικτυακά με τον φιλόλογο Γιάννη όσα είχαμε παρακολουθήσει.
Συμφωνήσαμε σε ορισμένα σημεία, διαφωνήσαμε σε κάποια άλλα, αναμενόμενο αφού η εντύπωση είναι κάτι καθαρά υποκειμενικό, κοινή όμως διαπίστωση ήταν πως κανείς εκ των δύο δε θα άντεχε να ξαναδεί ούτε για πλάκα τη 2ωρη «Αντιγόνη» Λ. Η παντελής έλλειψη ικανότητας των ηθοποιών να αποδώσουν την τραγικότητα των ρόλων τους, χρεώθηκε στην κάκιστη σκηνοθετική γραμμή, που μάλιστα έγινε η αιτία να «καταστραφούν» ακόμη και «υγιή» στοιχεία της παράστασης όπως η φιλολογική μετάφραση του αείμνηστου πλέον Δημήτρη Μαρωνίτη.
Εκ διαμέτρου αντίθετες ήταν οι εντυπώσεις που άφησε η δουλειά της Ελένης Μανωλοπούλου για τα σκηνικά και τα κοστούμια. Δηλαδή, το μεν σκηνικό αν και φτωχότατο ως αποτέλεσμα τριμερούς θεατρικής συμπράξεως, ωστόσο κατασκευάστηκε με ευρηματικότητα και χρησίμευσε στη δημιουργία κάποιων συμβολισμών. Μια ξύλινη εξέδρα και μια κούνια – κρεμάλα καθώς και κάποια ξύλινα παγκάκια όπου περίμεναν τη σειρά τους οι ηθοποιοί, δε μ’ ενόχλησαν προσωπικά. Αντιθέτως με εξόργισαν τα ετερόκλητα, ασύνδετα και άχρονα κουστούμια της παράστασης, ως «λίθοι και πλίνθοι και ξύλα και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα».
ΕΛΕΟΣ ΠΙΑ ΜΕ ΤΟ MILITARY LOOK
Να κραυγάσω ότι έχω κυριολεκτικά κουραστεί από τη χρόνια εμμονή των ενδυματολόγων στο στρατιωτικό στιλ των κουστουμιών ως ένδειξη της μεταμοντέρνας ανάγνωσης μιας τραγωδίας κι άπειρες φορές έχω λυπηθεί ως τα τρίσβαθα τους ηθοποιούς που αναγκάζονται υπό συνθήκες καύσωνα να ερμηνεύουν κάτω από χειμερινές στολές, αμπέχονα και βαριά παλτά. Φτάνει πια η λογική του να σχηματοποιήσουμε τον αντί -πολεμικό χαρακτήρα μιας τραγωδίας μέσω της επιλογής των κουστουμιών.
Επιπλέον, στην παράσταση της «Αντιγόνης» Λ. το χάσμα που υποτίθεται πως θα σηματοδοτούσε τις ηλιακές διαφορές του θιάσου, παρέμεινε μόνο χάσμα. «Στρατηγικέ» στιλάκι για τον Κρέοντα, σχολικές ποδιές ως ένδειξη παιδικής αθωότητας για Αντιγόνη – Ισμήνη, σορτσάκι και νυχτικάκι για την Αντιγόνη, θαλασσινή βερμούδα για τον Αίμονα, κακόγουστες βράκες για τους γέροντες του αντρικού χορού και χαριτωμενέ φουστανάκια για τα κοριτσάκια του γυναικείου χορού, που λίγο ακόμη και θα μας τραγουδούσαν το Χατζιδακικό «Φεύγουν τα νιάτα, τα νιάτα κι η δροσιά. Φεύγουν τα νιάτα μας και χάνονται. και μαζί τους φεύγει η ξενοιασιά…»!
Την ειλικρινέστερη συμπάθειά μου πάντως την επιφυλάσσω για την Μπέτυ Αρβανίτη – Τειρεσία που περίμενε ατελείωτη ώρα μέχρι να ερμηνεύσει τη σύντομη στιχομυθία της με τον Κρέοντα, φορώντας ένα μακρύ παλτό, την ίδια στιγμή που εμείς πάνω στα φλεγόμενα βράχια του θεάτρου κυριολεκτικά λιώναμε από τον καύσωνα. Τέλος, η ζωντανή – θλιμμένη μουσική των τριών πνευστών κάποιες στιγμές «καπέλωνε» ακόμη και το λόγο που θα έπρεπε να ακούγεται δυνατότερα στο κοίλο.
ΕΝΑΣ ΛΙΓΝΑΔΗΣ ΑΡΚΕΙ;
Σε επίπεδο ερμηνειών τώρα, η άψογη τεχνική κατάρτιση του Δημήτρη Λιγνάδη τον κατέστησε μεν το μεγάλο ατού της παράστασης, ωστόσο απέδωσε ένα Κρέοντα απόλυτα κοντρολαρισμένο και «παγωμένο» από τον οποίον δεν απέρρεε ούτε σταγόνα συναισθήματος, ακόμη και τη στιγμή του μεγάλου του θρήνου για τα τρία πτώματα που κείτονταν μπροστά του και ήταν τα θύματα της δικής του αλαζονείας. Εγώ πάντως θα ομολογήσω την αμαρτία μου, αφού την κρίσιμη στιγμή του κρεοντικού θρήνου εγώ θαύμαζα τους κοιλιακούς και το γυμνασμένο σώμα του γυμνωμένου από τη μέση και πάνω Λιγνάδη!
Ο Κώστας Καστανάς και ο Νίκος Μπουσδούκος κατάφεραν να επιπλεύσουν μόνοι τους, βασιζόμενοι απλά και μόνο στην τεράστια θεατρική τους εμπειρία, στο σκηνικό τους εκτόπισμα, στο εύρος της φωνής τους και στην άψογη διαχείριση της πληθωρικότητάς τους. Αδιάφορη μ’ άφησε με τη δική της ερμηνεία η παλαίμαχη Μαρία Σκούντζου ως μία εκ των κορυφαίων του Χορού. Θετική έκπληξη στάθηκε η Μπέτη Αρβανίτη στο ρόλο του Τειρεσία, ειδικά για εμάς που δεν είχαμε πρωτύτερα την ευκαιρία να την παρακολουθήσουμε επί σκηνής και μάλιστα σε αρχαία τραγωδία.
Οι υπόλοιποι, κατ’ εμέ, βυθίστηκαν στο σκηνοθετικό χάος του Στάθη Λιβαθινού και θάφτηκαν στα τάρταρα του σοφόκλειου λόγου. Λίγοι και ανεπαρκείς προφανώς λόγω νεαρής ηλικίας και απειρίας η Αντιγόνη της Αναστασίας-Ραφαέλας Κονίδη, ο Αίμονας του Βασίλη Μαγουλιώτη και η Ισμήνη της Δήμητρας Βλαγκοπούλου, ενώ η Στέλα Φυρογένη ως Ευρυδίκη κυριολεκτικά σπαταλήθηκε από το σκηνοθέτη. Με τα νεύρα μου έπαιξε επικίνδυνα η ερμηνεία του Φύλακα – Αντώνη Κατσάρη και μάλιστα συμφωνώ απόλυτα με σχόλιο που διάβασα και σύμφωνα με το οποίο έμοιαζε περισσότερο με τσεχωφική φιγούρα, προερχόμενη από κάποια ρωσική επαρχία.
«ΑΝΤΙΓΟΝΗ» Μ. – «ΑΝΤΙΓΟΝΗ» Λ. 10-0!
Ακόμη κι αν ήθελα να αποφύγω τη σύγκριση των δύο παραστάσεων δε θα τα κατάφερνα. Ίσως το γεγονός ότι μόλις προ λίγων εβδομάδων απόλαυσα για δεύτερη φορά – χρονιά την «Αντιγόνη» Μ. να λειτούργησε άκρως αρνητικά εις βάρος της «Αντιγόνης» Λ. Η παράσταση του Θέμη Μουμουλίδη είναι η αδιαφιλονίκητη νικήτρια σε μια άτυπη αναμέτρηση δυνάμεων, μεταξύ των δύο παραγωγών. Ο Μουμουλίδης μας πρόσφερε μια τραγωδία διαποτισμένη με αξιοπρέπεια και βαθύ συναίσθημα. Μας πρόσφερε έναν έξοχο Νικήτα Τσακίρογλου που κυριολεκτικά φόρεσε επάνω του τον Κρέοντα και έγιναν οι δύο «εἰς σάρκα μίαν».
Μας πρόσφερε έναν υπέροχο Γιώργο Παπαπαύλου, ο αλησμόνητος Αίμονας του οποίου αξίζει με όλες τις τιμές το φετινό πριγκιπικό στέμμα. Μας πρόσφερε ένα θαυμάσιο Σταύρο Ζαλμά, που μου έλειψε αφόρητα την ώρα ερμηνείας του αντίστοιχου φύλακα από το συνάδελφό του. Ακόμη και η Ιωάννα Παππά, για την οποία δεν επεφύλαξα και τη θερμότερη κριτική μου, φαντάζει πλέον στα μάτια μου κλάσεις ανώτερη από την Αντιγόνη που φιλότιμα μεν αλλά αποτυχημένα δε προσπάθησε να αποδώσει η Κονίδη. Ανάθεμά με που δεν καταφέρνω να λησμονήσω ότι το συγκεκριμένο κορυφαίο ρόλο τον έχουν ερμηνεύσει «ιερά τέρατα» όπως 1910 Κυβέλη Ανδριανού, 1924 Μαρίκα Κοτοπούλη, 1940 Ελένη Παπαδάκη, 1956 Άννα Συνοδινού, 1961 Ειρήνη Παππά, 1980 Αντιγόνη Βαλάκου, 1990 Αλίκη Βουγιουκλάκη, 1995 Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, 2006 Αμαλία Μουτούση.
Στρεφόμενη για μία ακόμη φορά στη δική μου ιδιάζουσα μέθοδο μέτρησης της ικανοποίησής μου από μια θεατρική παράσταση, το συμπέρασμα προκύπτει άμεσα κι αβίαστα. Η «Αντιγόνη» Λ. πέρασε από δίπλα μου χωρίς να με αγγίξει στο ελάχιστο συναισθηματικά, ενώ έφτασαν και σημεία της που με κούρασαν, άρα σε καμία των περιπτώσεων δε θα μπορούσα να την παρακολουθήσω εκ νέου. Εκ των υστέρων φυσικά αντιλαμβάνομαι και την τηλεγραφική απάντηση: «Κράτα μικρό καλάθι» που μου έδωσε ο κ. Κωνσταντίνος όταν του δήλωσα πως αδημονούσα να παρακολουθήσω τη φετινή σκηνοθετική πρόταση Λιβαθινού!
Αντιθέτως, η «Αντιγόνη» Μ. ανήκει στις παραστάσεις που θα θυμάμαι με αγάπη και νοσταλγία. Την παρακολούθησα δύο φορές στη διάρκεια των δύο τελευταίων καλοκαιριών χωρίς να με κουράσει στο ελάχιστο και εύχομαι να μπορούσα να την ξαναπαρακολουθήσω. Εντάξει, μπορεί ο βαθμός «προκατάληψης» μου υπέρ της «Αντιγόνη» Μ. να οφείλεται σε προσωπικές κι αγαπημένες γνωριμίες, αυτές όμως δε θα ήταν ικανές να με καθηλώσουν στα καυτά βράχια των Φιλίππων, εάν το θέαμα δε θα άξιζε της προσοχής μου. Εν κατακλείδι λοιπόν, «Αντιγόνη» Μουμουλίδη Vs «Αντιγόνη» Λιβαθινού σημειώσατε 1, με τιμή και δόξα!
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ