Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος
Επί τέλους! Οι βαρύγδουπες φλύαρες ιατρο-κυβερνητικές ανακοινώσεις ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Διαρκούντος του εγκλωβισμού αισθανόμασταν σαν μαθητούδια που, ανοίγοντας το ραδιόφωνο, μας τριβέλιζαν το μυαλό, με τους αριθμούς των νεκρών, των εισαχθέντων και εξαχθέντων στα και από τα νοσοκομεία, τους μεταφερθέντες στους χώρους αμέσου ιατρικής επεμβάσεως. Των ημερών παρερχομένων, διαπιστώνουμε με μόλις συγκρατούμενο εκνευρισμό ότι ληφθέντα αυστηρά μέτρα, κατά το πλείστον αναγκαία, προφύλαξαν μεν την υγεία μας, συνετέλεσαν δε κατά πολύ στο να εξαποστείλουν στο υποσυνείδητο, ελπίζουμε προσωρινώς, το πνεύμα διαμαρτυρίας και εξεγέρσεως που διακρίνει δεκαετίες τώρα τους Γάλλους. Επί πενήντα και πλέον χρόνια, ούτε ο στρατηγός ντε Γκώλ με την πολιτική της διατηρήσεως του χαμένου μεγαλείου της Γαλλίας ούτε ο Ζισκάρ ντ’ Εσταίν με εκείνη των κοινωνικών διακρίσεων, ούτε ο μακιαβελικός Μιτεράν, ούτε ο λαϊκοφέρνων Σιράκ, ούτε ο χειριζόμενος επιτηδείως την κωμικότητα των χειρονομιών του Σαρκοζί, ούτε ο ασυνεπής και ασυνάρτητος στην εξάσκηση της πολιτικής του Ολάντ, μπόρεσαν να σβήσουν από την συνείδηση των πολιτών τον θεμελιώδη κανόνα της αμφισβητήσεως μιας καταστάσεως που τους απαρέσκει. Ούτε,τέλος, ο περιφρονών τον λαό Μακρόν που οι πολύμηνες διαδηλώσεις των κίτρινων γιλέκων τον υποχρέωσαν σε αξιόλογες υποχωρήσεις. Ο καταραμένος όμως ιός λίγο έλειψε να μας κάνει να ξεχάσουμε ότι αμφισβητώ σημαίνει ότι υπάρχω σαν ενσυνείδητος πολίτης. Το πνεύμα των διαμαρτυριών, ιδίως εκείνων του Μάη διανθισμένων με την ονειρομαντική επαναλαμβανόμενη φράση «κάτω από τους κυβόλιθους η πλάζ», (sous les pαvés lα plage), είχε εξοβελισθεί διαρκούντος του εγκλωβισμού από το θυμητικό μας. Όλοι μας το είχαμε ράψει για τα καλά, τσιμουδιά από κανένα. Η έννοια της διαφωνίας, συνοδευόμενη από τον γενικευμένο φόβο της θανατηφόρου αρρώστιας, ελησμονείτο μέρα με την μέρα και κινδύνευε να χάσει την κοινωνική δυναμική της.
Ευτυχώς την τελευταία στιγμή τέσσερες απαγορευμένες κατ’ αρχήν διαδηλώσεις και μια ανανεώσιμη απεργία μας ξύπνησαν από τον λήθαργο. Ηπρώτη έγινε μέσα στο Παρίσι με την διακριτική πρωτοβουλία την κίτρινων γιλέκων, προς υπεράσπιση των μεταναστών των μη εχόντων τα επίσημα χαρτιά παραμονής, η άλλη στην βόρεια πόλη Μωμπαίζ (Μαubeuge) με την πολυπληθή συμμετοχή των κατοίκων της για την υπεράσπιση του εργοστασίου Ρενώ, η τρίτη, επρόκειτο περί απεργίας, στο παρισινό προάστιο Σουαζύ-λε-Ρουά (Choisy-le-Roi) επίσης για την Ρενώ, και η τέταρτη που ήταν και η πολυπληθέστερη εναντίον της αστυνομίας στην οποία προσάπτεται ο θάνατος ενός νεαρού μαύρου από ασφυξία, μας υπενθύμισαν ότι η μαχητικότητα του κόσμου παρ’ όλες τις προσπάθειες της εξουσίας δεν πήρε την άγουσα για το καλάθι των «ξεπερασμένων» ιδεών. Παρ’όλα τα υπερμέτρως σκληρά, δίμηνης διάρκειας, ακατανόητα, άχρηστα εν πολλοίς, ληφθέντα απαγορευτικά μέτρα, το πνεύμα ανυποταξίας που ανάβλυσε δυναμικώς τον Μάη ’68 υπάρχει ακόμη και σήμερα, έστω προσαρμοσμένο στην εποχή μας.
Οι τότε εικοσάρηδες και τριαντάρηδες, γαλουχημένοι με την φιλοσοφία του «απαγορεύεται το απαγορεύειν» που έβλεπαν γραμμένο στους τοίχους και τις στάσεις των λεωφορείων, αισθάνονται σήμερα προσβεβλημένοι, βλέπουν τα ιδεώδη τους παραμερισμένα, υποφέρουν σιωπηλώς από την ισχύουσες ακόμηαπαγορεύσεις και ταενίοτε βλακώδη,εν ονόματι της κοινής προστασίας, μέτρα. Όχι ότι οι αμφισβητούντες ορισμένα από αυτάδεν συμμερίζονται την ιδέα ότι η φροντίδα για την υγεία ενός λαού, ιδίως σε περίπτωση επιδημίας, αποτελεί την πεμπτουσίατων καθηκόντων του κράτους έναντι των υπηκόων του.
Αλλ’ όμως αισθάνθηκαν θύματα κοροϊδίας και πικρογέλα όπως όταν, δυο μέρες μετά την μερική άρση των απαγορεύσεων, είδαν τους τίτλους των εφημερίδων, κυβερνητικών και μη, να λιβανίζουν τον επελθόντα λάου-λάου, με το σταγονόμετρο, απεγκλωβισμό. Αυτοί που ανδρώθηκαν με το σλόγκαν «απολαύστε χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς εμπόδια», αυτοί, που πολιτικοποιημένοι στο έπακρον, αγνοούσαν τις απαγορεύσεις των κρυόμπλαστων κυβερνώντων, αυτοί που έβρισκαν ότι η υπάρχουσα δημοκρατία είναι κουτσουρεμένη, εξανέστησαν όταν διάβασαν την επαύριο της άρσεως των μέτρων στην συντηρητική εφημερίδα Φιγκαρό τον υπερβολικά αισιόδοξο και παραπλανητικό τίτλο: «ένα άρωμα της ευρεθείσης ελευθερίας» και στην κομμουνίζουσα Ουμανιτέ το ατυχώς πρόωρο: «μια πρόγευση ελευθερίας». Μόνη εξαίρεση ο Παριζιέν που έγραψε: «το Παρίσι δεν είναι πλέον γιορτή». Σήμερα, η κατάσταση πόρω απέχει από την κανονικότητα της καθημερινότητος, την ελεύθερη διάθεση και μετακίνηση των ατόμων.
Κανένας δεν διαμαρτύρεται για το αλαλούμ των αστικών συγκοινωνιών. Ευτυχώς που το μετρό δεν πολυχρησιμοποιείται προς το παρόν, ειδάλλως οι επιβάτες, σεβόμενοι την τήρηση των όχι πλέον αναγκαίων σωματικών αποστάσεων (ένα κάθισμα στα δυο απαγορευμένο και μόνο πέντε όρθιοι, δέκα και πλέον σε κανονικούς καιρούς στον ενδιάμεσο εναπομένοντα κενό χώρο) δεν θα έφταναν ποτέ στον προορισμό τους. Σε τι χρησιμεύουν οι απαγορευτικές επί του δαπέδου σημάνσεις όταν πολυάριθμοι επιβάτες δεν μπορούν να ανεβούν την ώρα της αιχμής, έστω και όρθιοι στον συρμό; Άλλη αναποδιά: αλλοίμονο σε εκείνον που ξέχασε την μάσκα προστασίας στο σπίτι. Εάν έχουν εξαντληθεί οι προσφερόμενες μάσκες στο γκισέ από τους καλοπροαίρετους υπαλλήλους, δεν θα μπορέσει να πάρει το μετρό, χωρίς μάσκα οι άλλοι επιβάτες θα τον λοξοκοιτάξουν, πρέπει λοιπόν να εξέλθει και να την αγοράσει από το διπλανό περίπτερο. Το ίδιο και για τα λεωφορεία τα οποία δυστυχώς δεν έχουν προς διάθεση μάσκες και εκ των οποίων μερικά, εκείνα των προαστίων, εκτελούν μόνο τρία δρομολόγια στα τέσσερα με ενδιάμεση αναμονή 20-30 λεπτών.
Ας μην μεμψιμοιρούμε όμως. Με ανείπωτη χαρά και συγκίνηση οι θαμώνες έσπρωξαν στις 2 Ιουνίου την πόρτα του μπιστρό στο οποίο συχνάζουν. Μπαίνοντας παρετήρησαν έκπληκτοι ότι ψυχή δεν υπήρχε μπροστά στον τσίγκινο πάγκο, το κλασσικό comptoir. Και όμως ποια πιο κλασσική εικόνα στο γαλλικό μπιστρό στο οποίο ο πελάτης, ακουμπισμένος με τον αγκώνα του στον πάγκο ρουφάει τον καφέ, την μπύρα ή το κόκκινο κρασάκι σερβιρισμένο σε σφαιρικό ποτηράκι (ballon), ανταλλάσσοντας δυο τρεις κουβέντες με τον διπλανό του. Προς το παρόν δεν υπάρχει διπλανός. Στην παρισινή περιοχή, η κατανάλωση ροφήματος στο comptoir σε όρθια στάση απαγορεύεται, τουλάχιστον την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ούτε επίσης και η κατανάλωση ενός ποτού εντός της αιθούσης, είναι μόνο επιτρεπτή στα εξωτερικά υπαίθρια τραπεζάκια.
Επ’ αυτού, δεν ανθίσταμαι στον πειρασμό ή στην ηδονή να μην σας μεταφέρω λίγες εγκωμιαστικές γραμμές της ατμόσφαιρας του παρισινού μπιστρό. Τις διηγείται στο βιβλίο του «Brèves de comptoir» («σύντομες -εννοείται-ιστορίες του πάγκου» ο δημοσιογράφος και συγγραφεύς Ζαν-Μαρί Γκουριό (Jean-Marie Gourio), που αναπαράγει η κυριακάτικη Ουμανιτέ. Η πρώτη: Στην περιοχή της Βουργονδίας η ιδιοκτήτρια ενός καφέ βοηθάει τους αξιολύπητους πελάτες της να συμπληρώσουν τις αιτήσεις του ΙΚΑ και της χωροφυλακής. Τους λέει επίσης: «το πουλόβερ σου είναι βρώμικο, πάνε εκεί που μένεις και άλλαξε ρούχο». Όπως μια μητέρα κάνει με το πιτσιρίκι της. Είναι μια εκδήλωση στοργής.
Η δεύτερη: Μια γηραιά κυρία ήρχετο ανελλιπώς, κάθε μέρα στο μπιστρό και όρθια μπροστά στο comptoir, ξετύλιγε το πακέτο με τα αλλαντικά και έδιδε το λιπαρό μέρος του ζαμπόν σε μια καθόλου χαριτωμένη μικρόσωμη σκυλίτσα που ήταν μισότυφλη επειδή είχε φάει πολύ ζάχαρη. Ήταν το καθημερινό ραντεβού στο μπαρ της σκυλίτσας με την πελάτισσα του comptoir. Τέτοιες τόσο ανθρώπινες ιστορίες και εικόνες τις στερηθήκαμε με την αχρησία του πάγκου και το κλείσιμο των καφέ μπαρ.