Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Άλλη μια μαγευτική βραδιά από τους Μικρασιάτες που εδώ και είκοσι χρόνια αποτελούν έναν από τους πιο δραστήριους συλλόγους της πόλης μας. Αυτήν τη φορά παρουσίασαν μια μουσική περιδιάβαση από το σμυρναίικο στο ρεμπέτικο τραγούδι. Τα κείμενα που διαβάστηκαν ήταν του Κυριάκου Λυκουρίνου, που εκτός από καλός δάσκαλος, εξαιρετικός φιλόλογος και πρώτος πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Καβάλας, είναι και λαμπρός επιστήμονας στο χώρο της Ιστορίας, συγγραφέας, οργανωτής βασικός του τοπικού γραφείου των Γενικών Αρχείων του Κράτους, αλλά και ψυχή του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας, καταγόμενος από την Αγία Παρασκευή της Κρήνης (Τσεσμέ) της Μικρασιατικής παραλίας, απέναντι ακριβώς από τη Χίο.
Την έρευνα και την επιλογή των δεκαοχτώ τραγουδιών την έκανε ο ίδιος σε συνεργασία με το Σάκη Τσιολάκη. Την καλλιτεχνική και τη φιλολογική επιμέλεια του προγράμματος και της αφίσας είχε η εορτάζουσα εκείνη τη βραδιά Κατερίνα Κελέσογλου. Καπετάνιος του ήχου ήταν ο Νίκος Μπογιάρης, τους φωτισμούς έλεγχε με μαεστρία ο Παναγιώτης Μεμετζής και ευτυχώς που ο Σάββας Μέγγας ο μέγας ήταν εκεί για να καταγράψει την ανεπανάληπτη αυτή βραδιά προς ανάμνησιν των συμμετεχόντων και προς τέρψη όσων δεν μπόρεσαν να χαρούν εκ του συστάδην τη σημαντική αυτήν παράσταση. Γιατί φαντάζομαι ότι θα γίνει αναπαραγωγή του σχετικού δίσκου. Οι ενδιαφερόμενοι να τον αποκτήσουν θα είναι δικαίως πολλοί.
Η μικτή χορωδία του Συλλόγου είχε άριστη απόδοση, ενθουσιάζοντας το κοινό που είχε κατακλύσει την ενισχυμένη με πολλά περίσσια καθίσματα αίθουσα του αμφιθεάτρου της Περιφερειακής Ενότητας. Χοράρχης ήταν για μιαν ακόμη φορά ο επίσημα αναγνωρισμένος από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ως εξαίρετος ιεροψάλτης, Απόστολος Αθιανός. Τα τραγούδια συνοδεύονταν από το Νίκο Μπογιάρη (διεύθυνση ορχήστρας και ακορντεόν), τους σολίστες Χριστίνα Μπογιάρη (βιολί) και Δημήτρη Δάφτσο (μπουζούκι). Συμμετείχαν ακόμη οι μουσικοί των «Παγγαιορειτών» Βέργος Πάκος (μπάσο), Χίλμα Σοφτά (ακουστική κιθάρα και λαούτο), Νίκος Ουζούνης (κρουστά), Βασίλης Κρεμαντζής (τρίχορδο μπουζούκι). Την ορχήστρα συμπλήρωνε και ο Δημήτρης Καραμφυλλίδης, που σε μια στιγμή άφησε το μπαγλαμαδάκι του και χόρεψε γουστόζικα μιαν αρσενική ζεϊμπεκιά.
Δηλαδή η εκδήλωση είχε λόγο, εικόνα (με σχετικές εικόνες και φωτογραφίες παλιές και ενδιαφέρουσες), μουσική, τραγούδι αλλά και χορό. Τέσσερα ακόμη νεαρά παιδιά (τρία κορίτσια πανέμορφα και ένα αγόρι) καταχειροκροτήθηκαν από το κοινό για την ωραία παρουσία τους, η οποία συνέβαλε πολύ στην επιτυχία της παράστασης. Μια επιτυχία που έκανε κατανοητή τη σύνδεση του σμυρναίικου τραγουδιού με τη βυζαντινή παράδοση, της οποίας υπήρξε φυσική συνέχεια. Πράγματι το πολίτικο και το σμυρναίικο τραγούδι αποτέλεσαν μια γέφυρα με το παρελθόν και συνάμα μια διεκδίκηση για το μέλλον της μουσικής παραγωγής στην Ελλάδα.
Βέβαια είχε ν’ αντιπαλέψει από τη μια με τους προσκολλημένους σε μια αυστηρή δημοτική παράδοση του Ελλαδικού χώρου και από την άλλη με όσους προσπαθούσαν να επιβάλουν στον ελληνικό λαό δυτικές συνήθειες, δυτικό τρόπο ζωής και αντίστοιχη κουλτούρα, ακόμη και στο χώρο της ένδυσης, της ψυχαγωγίας και της διασκέδασης. Όμως παρά τις όποιες αντιδράσεις το σμυρναίικο τραγούδι έγινε γνωστό στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας ήδη από τα μέσα του προπερασμένου αιώνα και αποτελούσε βασικό μοχλό κεφιού για τα λαϊκά στρώματα. Μάλιστα, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση των προσφύγων στα λιμάνια της μητέρας πατρίδας, ρίζωσε για τα καλά, μετεξελισσόμενο από τις σμυρναίικες εστουντιαδίνες σε ρεμπέτικες κομπανίες.
Το σφόδρα και σφοδρά κυνηγημένο από τις δυνάμεις της Αντίδρασης σμυρναίικο και ρεμπέτικο τραγούδι υπηρετήθηκε από άξιους εκφραστές, συνθέτες, στιχουργούς, ερμηνευτές και τραγουδοποιούς, όπως οι Ανατολίτες Παναγιώτης Τούντας, Σπύρος Περιστέρης, Βαγγέλης Παπάζογλου, Γιοβάν Τσαούς, Γιάννης Δραγάτσης ή «Ογδοντάκης», Απόστολος Χατζηχρήστος ή «Σμυρνιωτάκι», Κώστας Σκαρβέλης ή «Παστουρμάς», Στελάκης Περπινιάδης, Αντώνης Διαμαντίδης ή «Νταλγκάς», Δημήτρης Σέμσης ή «Σαλονικιός», καθώς και η θρυλική «Τετράδα του Πειραιά», που την αποτελούσαν ο Γιώργος Μπάτης, ο Ανέστος Δελιάς ή «Αρτέμης», ο Στράτος Παγιουμτζής ή «Τεμπέλης» και ο «Βραχνός» Συριανός Μάρκος Βαμβακάρης.
Παράλληλα με αυτούς δημιουργούσαν και ερμήνευαν ο Ρούκουνας, ο Κερομύτης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Κώστας Καπλάνης, ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Λουκάς Νταράλας, οι οποίοι παρέδωσαν τη σκυτάλη στο Μανόλη Χιώτη, το Γιώργο Ζαμπέτα, το γεωπόνο Απόστολο Καλδάρα και πάει λέγοντας.
Όταν μάλιστα το 1949 σε μια διάλεξή του ο Μάνος Χατζιδάκις «αποχαρακτήρισε» το ρεμπέτικο τραγούδι και τους εκπροσώπους του, η μεταλαμπάδευση συνεχίστηκε και τη σκυτάλη πήραν και πολλοί «έντεχνοι» και σπουδαγμένοι σε Ωδεία. Για σκεφτείτε πόσα όμορφα έως ανεπανάληπτα ζεϊμπέκικα έχουν γράψει ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Σπανός, ο Πλέσσας, ο Μούτσης, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Ανδριόπουλος και τόσοι άλλοι άξιοι συνθέτες.
Χώρια που η νεολαία στην πλειονότητά της ξαναγυρίζει – έχοντας αλάνθαστο κριτήριο – στα ανατολίτικα σμυρναίικα και πολίτικα όπως και στα γνήσια, ποιοτικά μες στην απλότητά τους, ρεμπέτικα τραγούδια, αποστρεφόμενη κατά κανόνα κάποια μηδαμινής ποιότητας ακούσματα (δεν θα τα πω τραγούδια) που προσφέρει στους νέους η σύγχρονη δισκογραφική παραγωγή. Οι άνθρωποι που σκύβουν με ευλάβεια στη γνήσια παράδοση του λαού μας – σε κάθε της έκφανση – μόνο χαρές μπορούν να πάρουν και συγκινήσεις οι οποίες μπορούν να συνεπάρουν και τους νεότερους. Αυτό και οι άλλοι σύλλογοι μας το θυμίζουν, όπως και οι Μικρασιάτες για μιαν ακόμη φορά. Αξίζει να στηρίζονται τέτοιες προσπάθειες και βέβαια να προβάλλονται και να επαναλαμβάνονται συχνά.