Αισθητήρας παρκαρίσματος με φέρνει στο παράθυρο…
Αυτοκίνητο προσπαθεί να χωρέσει στην πυλωτή. Τα κατάφερε, το ηχητικό μάτι σωπαίνει επιτέλους, οι ακριβές λαμαρίνες προστατευμένες… Ανοίγουν οι πόρτες, γυναίκα μεσόκοπη βγαίνει πρώτη, μετά ο οδηγός. Τον αναγνωρίζω, αδελφός ενός τύπου -ίδιας κοπής, που μένει στον δεύτερο.
Οι ανοιχτές μπαλκονόπορτες και οι τραβηγμένες κουρτίνες καλωσορίζουν το βλέμμα μου και η οικοδέσποινα τους επισκέπτες. Αγκαλιές, χαχανητά, πανωφόρια στην κρεμάστρα. Σύντομη συζήτηση, οι γυναίκες στις πολυθρόνες, τα αδέλφια βγαίνουν στο μπαλκόνι.
Ψησταριά, μυρωδιά κάρβουνου, φλόγα, καπνός που σε λίγο καταλαγιάζει, για να ξαναφουντώσει μόλις το πρώτο λίπος συναντάει τη θράκα… Οι γυναίκες εξαφανισμένες, υποθέτω στην κουζίνα ή τα ενδότερα που δεν βλέπω. Τα αδέλφια μόνα τους στο μπαλκόνι με σίγουρες κινήσεις εκτελούν μια παντομίμα που μοιάζουν να την κατέχουν καλά.
Έλεγχος, γύρισμα…έλεγχος, γύρισμα… πιατέλα. Άνοιγμα, γέμισμα, τσούγκρισμα, μεζές… Και ξανά… Επαναλαμβάνουν ακούραστοι τις ίδιες κινήσεις, σαν δυο ηθοποιοί που ψάχνουν μια άπιαστη σκηνική τελειότητα. Ραδιοφωνάκι τους δίνει το ρυθμό, νταλκαδιασμένο ρυθμό.
Όμως, η ευωχία δεν είναι μόνο για αυτούς τους δύο… Εμφανίζεται η οικοδέσποινα, την σπρώχνει στα ενδότερα… Τώρα πια δεν βλέπω, ερμηνεύω οικείους ήχους, φαντάζομαι κουβέντες να διασταυρώνονται στον αέρα: «Λουκούμι έγιναν» – «Πιάσε το αλάτι»-«Πάρε και λίγη σαλάτα»-«Το ψωμί είναι απ’ αυτόν τον καινούργιο φούρνο»…
Κουβέντα για το φαγητό πάνω από το φαγητό ‒που δεν διαμαρτύρεται γι’ αυτό‒, ήπια στην αρχή, χορτασμένη και μεγαλόθυμη στη συνέχεια, πιωμένη και φασαριατζίδικη όταν, αργά ή γρήγορα, ο λόγος σερβίρει το κυρίως πιάτο, την πολιτική κατάσταση.
Εκεί φτάνουν τώρα, ακούω τις φωνές να ανεβαίνουν οκτάβες, ποτήρια, πιρούνια, πιάτα παύουν να δουλεύουν, οι δευτερεύοντες ήχοι γίνονται σιωπή, μια σιωπή που κάνει τις κραυγές βρυχηθμούς. Στ’ αυτιά μου φτάνουν καθαρά λέξεις όπως μετρητά, κοσμήματα, ομόλογα…
Λένε πολλά για τους απέναντι, λένε για έναν μικρό θησαυρό σε θυρίδα που τσέπωσε το ένα από τα δύο αδέλφια. Αλήθεια, ψέματα; Δεν ξέρω, οι βρυχηθμοί επιμένουν… Κλείνω το παράθυρο.