του Τάσου Βιζικίδη
Το παράθυρό μου ανοιχτό, μέρος του κόσμου και πάλι. Μαύρο σεντόνι η νύχτα μαζεύτηκε στην άκρη. Η πολυκατοικία ψεύτικος ορίζοντας που αιχμαλωτίζει το βλέμμα μου. Με ξαφνιάζουν ήχοι παράξενοι, εκνευριστικοί, που δυναμώνουν. Φως ξεγλιστράει από δωμάτια, τα μισοσηκωμένα στόρια φαντάζουν μάτια νυσταγμένα.
Παράθυρα μικρά σαν φεγγίτες φωτίζονται εναλλάξ, ήχος νερού. Κάποια διαμερίσματα παραμένουν σκοτεινά. Παράταιρη πρωινή συμφωνία πορσελάνης – μετάλλου… Επίμονος τσιγαρόβηχας τραβάει την προσοχή μου. Οι είσοδοι των πολυκατοικιών φωτίζονται. Αναπόφευκτες συναντήσεις.
Καλημέρες με το στανιό. Άνθρωποι χώνονται βιαστικά στα αυτοκίνητά τους, δεν είναι για πολλά πολλά τέτοια ώρα. Μηχανές ζεσταίνονται, παρμπρίζ θαμπώνουν. Σκοτείνιασε η πολυκατοικία, μετρημένος χρόνος. Μανάδες βιαστικές κουβαλάνε μισοκοιμισμένα παιδιά στην αγκαλιά τους ή σέρνουν τα μεγαλύτερα που στύλωσαν τα πόδια, μια λέξη στο στόμα, «αργήσαμε»…
Οι μπαμπάδες περιμένουν, άλλος μαρσάρει, άλλος μουρμουράει. Κάποιος μοιάζει ευδιάθετος, ίσως η πρώτη του μέρα στη δουλειά. Οι οικογένειες τακτοποιούνται στα αυτοκίνητα. Οι γονείς τα λένε μεταξύ τους, κάποιοι χειρονομούν έντονα. Θόρυβος από λάστιχα που στριγκλίζουν. Μυρωδιά βενζίνης.
Νιώθω αδικαιολόγητη αναστάτωση. Κλείνω το παράθυρο. Δεν ξεκίνησε καλά η μέρα μου…