Του Τάσου Βιζικίδη
Ο καιρός, μουντός, υγρός, δεν κυκλοφορεί ψυχή στη γειτονιά. Από τα παράθυρα των πολυκατοικιών δραπετεύει γαλάζιο φως… Στις κουπαστές των βεραντών αναβοσβήνουν πολύχρωμα λαμπιόνια. Κάποιος έβγαλε στο μπαλκόνι Άι-Βασίλη που λικνίζεται στη μουσική χριστουγεννιάτικων τραγουδιών.
Κανα δυό διαμερίσματα φωτίζονται από το συνηθισμένο λευκό φως, σημάδι πως ξεκίνησαν οι βεγγέρες… Χωρίς να το θέλεις ξεσηκώνεσαι, θέλεις να γίνεις μέρος της γιορτής, αναζητάς τη θαλπωρή.
Όμως το βλέμμα δεν αιχμαλωτίζεται από το φως, σκαλώνει και μένει στο διαμέρισμα που παραμένει σκοτεινό. Οι ένοικοί του ‒ μεσήλικο ζευγάρι, βγαίνουν κάθε που βραδιάζει. Αυτός ο μήνας τους ζορίζει πολύ.
Τέτοιες μέρες πριν χρόνια η γυναίκα πέταξε από το μπαλκόνι ό,τι θύμιζε γιορτές, εκείνος δεν μιλούσε, μόνο έκλαιγε γοερά. Μπήκαμε όλοι μέσα, κλείσαμε τα παράθυρα. Εκείνη τη χρονιά δεν στόλισε κανένας στη γειτονιά.
Από τότε κάθε που μπαίνει ο Δεκέμβρης το διαμέρισμα τους άφεγγο. Ξέρουμε πως κάθε βράδυ πηγαίνουν στο σταθμό των τρένων, περπατάνε πέρα-δώθε κάτω από το υπόστεγο της πλατφόρμας, περιμένουν….
Όταν κουραστούν κουρνιάζουν στο παγκάκι και περιμένουν σιωπηλά το τελευταίο δρομολόγιο. Μόνο όταν χαράζει παίρνουν απόφαση πως ο ταξιδιώτης που περιμένουν δεν θα φανεί. Κατεβαίνουν τότε στις γραμμές, περπατάνε στις ράγες, τα κεφάλια σκυφτά, οι ώμοι γυρτοί, μοιάζει να σέρνουν το συρμό που ποτέ δεν έφτασε…
Οι γείτονες όταν συζητάνε γι’ αυτούς μιλάνε χαμηλόφωνα, σαν να θέλουν να ξορκίσουν το κακό. «Ούτε του εχθρού μου τέτοιο πόνο…», «Δεν το πήραν απόφαση;…», «Μα δεν βλέπεις ακόμη περιμένουν…».
Νέοι γείτονες που δεν ξέρουν, απορούν, ρωτάνε, «Μα τι θέλουν στον εγκαταλελειμμένο σταθμό κάθε βράδυ;…», «Ποιον περιμένουν;… ». Εμείς που ξέρουμε δεν απαντάμε, θυμόμαστε τον πατέρα που αλαφιασμένος μας έδειχνε το μήνυμα στο κινητό του, «Μπαμπά, σε λίγο φτάνω… ».
Κοιτώντας μας στα μάτια μονολογούσε «Δεν μπορεί κάπου θα ξέμεινε, ξέρεις τώρα τους νέους…», «Θα περιμένω το τελευταίο δρομολόγιο, δεν μπορεί θα φανεί…». Απ’ το παράθυρό μου τους βλέπω και σήμερα να βγαίνουν ‒ ο προορισμός τους γνωστός, το βήμα τους βιαστικό.
Ελπίζουν σήμερα να σταθούν τυχεροί, να τελειώσει η προσμονή τους… Το ξημέρωμα βρήκε και φέτος το ζευγάρι στις γραμμές του τρένου… Δεν άντεξαν λέει το κρύο… Ο πατέρας κρατούσε ακόμη το κινητό στο χέρι, η τελευταία του κλήση στον αριθμό του παιδιού του…
Κλείνω το παράθυρο.