22 Ιουνίου 2024
Η παγκόσμια συμφορά γίνεται όλο και πιο αντιληπτή: σε αυτό το πλαίσιο, πώς μπορούμε να ξανασκεφτούμε την ελπίδα ώστε να την κάνουμε εργαλείο αγώνα;
Σε όλο τον κόσμο, γράφει η Stefania Consigliere ανακαλώντας το τελευταίο βιβλίο του John Holloway, l’ ultimo libro di John Holloway, υπάρχουν ομάδες που παλεύουν για να μην καταστρέψει τα θεμέλιά τους η υπεραξία, άλλες πειραματίζονται με νέες μορφές αυτοδιάθεσης, ακόμα και στην καρδιά των μητροπόλεων πολλές συλλογικότητες οργανώνονται για να ανοίξουν χώρους των οποίων η λογική είναι διαφορετική από αυτή του «όλοι εναντίον όλων»: τόποι αμοιβαιότητας, αλληλεγγύης, γιορτής.
«Φαίνεται μικρό πράγμα σε σύγκριση με την υπερβολική οικονομική, πολεμική, επικοινωνιακή και ελεγκτική δύναμη της μηχανής του κεφαλαίου: και όμως είναι ουσιαστικό, γιατί δείχνει πως, αν ο κόσμος μας είναι χάλια, δεν είναι επειδή οι άνθρωποι είναι κακοί και διεφθαρμένοι, αλλά επειδή όλα έχουν οργανωθεί, αιώνες τώρα, με σκοπό το κέρδος”
Η ευχαρίστηση, η γιορτή, οι σχέσεις και διασυνδέσεις, ό,τι μας συγκινεί και μας αγγίζει, η έκσταση, η μη ανθρώπινη πρόθεση, η ευφυΐα των μη δυτικών τρόπων γνώσης, η χαρά της εξέγερσης, η συμβολική αποτελεσματικότητα: όλα αυτά και πολλά άλλα (ό,τι, κατά καιρούς, αναζωπυρώνει τις αλλοτριωμένες ζωές μας στην παραγωγή και την κατανάλωση), είναι επιστημονικά απαρουσίαστο και πρέπει επομένως να αποσιωπηθεί και, όπου είναι δυνατόν, να αφαιρεθεί.
Μπράβο, λοιπόν, καλός ο John Holloway που ανέφερε την ελπίδα απευθείας από τον τίτλο του τελευταίου του βιβλίου, Η ελπίδα σε έναν καιρό δίχως ελπίδα, La speranza in un tempo senza speranza (Edizioni Punto Rosso, Milano 2023), που κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2022, μεταξύ της καταιγίδας της διαχείρισης της πανδημίας και της επανεκκίνησης του πολέμου.
Όπως έχει ήδη συμβεί με άλλα πολύτιμα κείμενα, το ανακάλυψα χάρη στην Comune-info και προτάθηκα να γράψω μια ανασκόπηση γι’ αυτό (ένα κεφάλαιο του βιβλίου του Χόλογουεϊ μπορεί να διαβαστεί εδώ Μαθαίνοντας να σκεφτόμαστε την ελπίδα Imparare a pensare la speranza).
Προχωρώντας στο διάβασμα, ωστόσο, συνειδητοποίησα ότι το θέμα δεν ήταν τόσο να παρουσιάσω το βιβλίο, και ακόμη χειρότερα να το συνοψίσω, αλλά να το θέσω σε αστερισμό με άλλα κείμενα – άλλα σύγχρονα, άλλα παλαιότερα – που βοηθούν στη διαμόρφωση του ζητήματος.
Ο Baruch Spinoza και ο Ernst Bloch είναι τα δύο μεγάλα ονόματα της ελπίδας ως φιλοσοφικής και πολιτικής κατηγορίας: ο πρώτος την τοποθετεί ανάμεσα στα θλιβερά πάθη, γιατί δεν υπάρχει ελπίδα χωρίς φόβο, φθόνο ή προσμονή. ο δεύτερος την καθιστά τον άξονα περιστροφής-κέντρο αναφοράς πρωταρχικής σημασίας ενός μαρξισμού γεμάτου μεσσιανική ένταση.
Μετά, η τύχη θέλησε, σε μια ανοιξιάτικη εκδήλωση άμετρης ανάγνωσης, binge reading, να διαβάσω το βιβλίο του Holloway λίγο μετά από δύο άλλα πρόσφατα κείμενα: Η κατάρα του μοσχοκάρυδου, La maledizione della noce moscata του Amitav Gosh και Taccuini del deserto, Σημειωματάρια της ερήμου του Ben Ehrenreich.
Λόγω μιας σειράς εσωτερικών αναβολών, αυτό το τρίο μπήκε σε αστερισμό με τις Θέσεις φιλοσοφίας της ιστορίας-Tesi di filosofia della storia του Benjamin, με την Εξέγερση και μελαγχολία-Rivolta e malinconia του Löwy & Sayre και με ολόκληρο το έργο του David Graeber.
Το ερώτημα μπορεί ίσως να συνοψιστεί ως εξής: ποια σχέση έχουμε με την ιδέα της προόδου; Για κάποιους, αυτό που συνέβη από την «ανακάλυψη» των Αμερικών μέχρι σήμερα μπορεί ακόμη να οριστεί σωστά ως πρόοδος.
Άλλοι αντίθετα αντιλαμβάνονται τις δαγκωνιές της ιστορικής απόγνωσης και μιας μεταφυσικής απογοήτευσης ακόμα δύσκολο να εστιαστούν, αλλά ξεσκίζουν, τραυματίζουν.
Η αστική ιδεολογία, μαζί με ένα μεγάλο μέρος του μαρξισμού, σκέπτονταν επί μακρόν ότι η «διαδικασία της καπιταλιστικής κοινωνίας» θα οδηγούσε αυτόματα σε μια καλύτερη κοινωνία: πιο πλούσια, πιο δίκαιη, πιο άνετη, πιο ειρηνική.
Αρκούσε να προχωρήσουμε στη γραμμή που έχει ήδη χαραχθεί (σύμφωνα με την αστική τάξη) ή να αγρυπνούμε τον ασθενή και να τον συνοδεύουμε στη θεραπευτική διαδικασία που ονομάζεται «επανάσταση» (κατά τον μαρξισμό).
Κάποιοι, μεταξύ των οποίων ο Τζάκομο Λεοπάρντι-Giacomo Leopardi, αμφέβαλλαν ήδη γι’ αυτήν την αφήγηση, αλλά ήταν εύκολο, κινητοποιώντας αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε «μηχανή λάσπης», να τους απορρίψουμε στο σύνολό τους ως αντιδραστικούς (μια ιδιοφυή αντιϊστορία του ρομαντισμού αφηγείται στο βιβλίο των Löwy & Sayre).
Μέσα στη μελαγχολία τους, όμως, αυτοί είχαν συλλάβει ένα σημαντικό σημείο. Η ιστορική αισιοδοξία της περιόδου που πηγαίνει από τη γαλλική επανάσταση έως το 1914 ξεκουράζονταν επάνω στην αφαίρεση των πιο δύσπεπτων γεγονότων της νεωτερικότητας: αποικιακές εξοντώσεις, πυρές μαγισσών, περιφράξεις-enclosures, καπιταλιστική εκμετάλλευση, δουλεία, παραγωγική αναδιαμόρφωση σωμάτων και συναισθημάτων, πειθαρχία στο εργοστάσιο είναι οι ιστορικές ρίζες μια βίας που τον επόμενο αιώνα θα παρήκμαζε ως γενοκτονίες, παγκόσμιοι πόλεμοι, ολοκληρωτισμοί και περιβαλλοντική καταστροφή.
Οι γενιές που γεννήθηκαν μετά το 1870 είναι οι πρώτες που θεωρητικοποίησαν συνειδητά όλη τη θλίψη ενός μαγεμένου κόσμου, του οποίου τα πλούτη προέρχονται από τη σφαγή, του οποίου σκοπός είναι η ενοποίηση του πολλαπλού στη δυναμική του κεφαλαίου και του οποίου το βαθύτερο τύμπανο χτυπά έναν ρυθμό καταστροφής.
Μετά τον «Τριακονταετή πόλεμο του εικοστού αιώνα», μόνο ένα είδος γιγαντιαίας σχιζοφρένιας – που πήρε τις μορφές του ψυχρού πολέμου και της χολυγουντιανής ειρήνης– pax hollywoodiana – μπορούσε να επιτρέψει ο δυτικός πολιτισμός και η «πρόοδός» του να επαναπροταθεί ως μόνος επιθυμητός και να προχωρήσει σαν να μην είχε συμβεί τίποτα με την καταστροφή αυτού που παρέμενε μη σύγχρονο.
Σήμερα ζούμε τη στιγμή που ο γνωσιολογικός μανδύας σηκώνεται και η παγκόσμια καταστροφή γίνεται αντιληπτή: Οι Γκος και Έρενραιχ-Gosh e Ehrenreich, ακριβώς, μας διηγούνται για αυτό.
Μόλις τελειώσει η μεγάλη ψευδαίσθηση, ο πόνος των εκτοπισμένων, σκλαβωμένων και σκοτωμένων ανθρώπων, αυτός των ζώων στα σφαγεία, των κομμένων δασών και των δηλητηριασμένων εδαφών, γίνεται ο δικός μας: είναι δύσκολο, μέσα σε τέτοια αγωνία, να νιώθουμε ελπίδα.
Αλλά το να ξανανοίξουμε τα μάτια μας στον κόσμο αποκαλύπτει και κάτι άλλο: για παράδειγμα, ότι δεν είναι αλήθεια ότι ο μόνος πολιτισμός που αξίζει το όνομα είναι ο σύγχρονος δυτικός (πράγμα που μας απαλλάσσει από το φρικτό «φορτίο του λευκού ανθρώπου»).
Πως άλλες ανθρώπινες ομάδες έχουν οργανώσει τους κόσμους τους με πολύ διαφορετικούς τρόπους (που σημαίνει ότι είναι δυνατό και για εμάς να φανταστούμε κάτι άλλο). ότι το δάσος είναι ακόμα ζωντανό, μαζί με όλα του τα πνεύματα, και ότι, αν ξέρουμε πώς να κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις, θα μπορούσε ακόμη και να παλέψει μαζί μας (πράγμα που μας ζητά να μάθουμε την ταπεινότητα η οποία χρειάζεται για να καθιερώσουμε νέες συμμαχίες με ανθρώπινα όντα και μη).
Το βιβλίο του John Holloway τοποθετείται εδώ: πώς μπορούμε να ξανασκεφτούμε την ελπίδα ώστε να την κάνουμε ένα εργαλείο αγώνα; Τι να κρατήσουμε και τι όχι από τη μακρά μαρξιστική παράδοση;
Πώς μπορούμε να διατηρήσουμε τον εαυτό μας σε ισορροπία μεταξύ μιας αδίστακτης οικονομικής ανάλυσης, μα ικανής να σκιαγραφήσει το πραγματικό υπόβαθρο των πράξεών μας, και της ανάγκης να φωνάξουμε την αγανάκτηση και τη δυσανεξία μας με όλη μας τη δύναμη;
Στους «παλιούς» μαρξιστές αυτό το κείμενο θα μιλήσει, πάνω απ’ όλα, για την επείγουσα ανάγκη να σκεφτούμε άλλους πιθανούς κόσμους. στους ανήσυχους νέους θα περάσει ουσιαστικά εργαλεία οικονομικής και δομικής ανάλυσης, που ούτε τα σχολεία ούτε τα πανεπιστήμια μπαίνουν στον κόπο να μεταδώσουν σήμερα. Όχι λίγο, λοιπόν: και δεν υπάρχει μόνο αυτό.
Ένας μεγάλος αριθμός πρόσφατων κειμένων συγκλίνουν, από διαφορετικές αφετηρίες, προς μια κριτική όχι μόνο των επιπτώσεων, αλλά και των ίδιων των προϋποθέσεων της νεωτερικότητας: την αλαζονεία του να θεωρεί τον εαυτό της ως ανώτερο πολιτισμό, τον γραμμικό χρόνο, το εγωιστή άτομο, το meccanicismo, τον αφαιρετικό χαρακτήρα χρήματος και εμπορεύματος, το στήσιμο στο σκαμνί της χαράς και της μαγείας-της μεγάλης ευχαρίστησης, της υπερβολής κ.λπ.
Τα θεμέλια τρέμουν: είναι η στιγμή να λογαριαστούμε με το ότι είμαστε, ταυτόχρονα, θύματα και ωφελούμενοι της προόδου, με το ότι προερχόμαστε από προγόνους που παρασύρθηκαν από την καταιγίδα και από προγόνους που την καβάλησαν.
Γύρω στον κόσμο υπάρχουν ομάδες που αγωνίζονται για να διασφαλίσουν ότι η υπεραξία δεν θα καταστρέψει τα θεμέλιά τους, άλλες πειραματίζονται με νέες μορφές αυτοδιάθεσης, και ακόμη και στην καρδιά των μητροπόλεων πολλές συλλογικότητες-κολεκτίβες οργανώνονται για να ανοίξουν χώρους των οποίων η λογική διαφέρει από αυτή του «όλοι εναντίον όλων»: τόποι αλληλεγγύης, αμοιβαιότητας, γιορτής, ανθρώπινης ευπρέπειας, decenza.
Αυτός ο «κομμουνισμός της καθημερινής ζωής», όπως τον ονόμαζε ο Γκρέμπερ, Graeber, φαίνεται πολύ λίγο σε σύγκριση με την υπερβολική οικονομική, πολεμική, επικοινωνιακή και ελεγκτική δύναμη της μηχανής του κεφαλαίου: και όμως είναι το ουσιαστικό, διότι δείχνει ότι, αν ο κόσμος μας είναι χάλια, δεν είναι επειδή οι άνθρωποι είναι κακοί και διεφθαρμένοι, αλλά επειδή όλα έχουν οργανωθεί, εδώ και τέσσερις αιώνες, με γνώμονα το κέρδος, του εγωισμού, του κυνισμού και, σε τελική ανάλυση, της απόγνωσης.
Το ζήτημα της ελπίδας παραμένει ανοιχτό. Στις σκοτεινές μου στιγμές, που περνάω σε μια πόλη της οποίας το αγαπημένο χόμπι είναι η γκρίνια, νιώθω πιο κοντά στo spleen, στο θυμό του Benjamin και του Leopardi παρά στον ευφυή μεσσιανισμό του Bloch.
Mα το να γνωρίζω πως, ξεκινώντας από τις ίδιες προϋποθέσεις, ένας θεωρητικός του διαμετρήματος του Τζον Χόλογουεϊ φτάνει σε μια επανεκκίνηση της ελπίδας με βάζει σε μια κάποια προσεκτική καλή διάθεση. Μου δίνει ελπίδα, με λίγα λόγια.
η Stefania Consigliere, ανθρωπολόγος, διδάσκει στο Τμήμα Ανθρωπολογικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Γένοβας. Μεταξύ των τελευταίων βιβλίων της είναι το Favole del reincanto. Molteplicità, immaginario, rivoluzione – Μύθοι επαναμάγευσης. Πολλαπλότητα, φαντασιακό, επανάσταση (DeriveApprodi). Συμμετείχε στην εκστρατεία Partire dalla speranza non dalla paura, με αυτό:
Ο κατεστραμμένος, αφιλόξενος και βίαιος κόσμος που βλέπουμε γύρω μας χτίστηκε από υγιείς ανθρώπους: λογικά άτομα, με πλήρη κατοχή των πνευματικών τους ικανοτήτων, που έδρασαν με βάση τη μεγιστοποίηση του ενδιαφέροντος-συμφέροντος τους, αρκετά γενναιόδωρα για να χτίσουν ψυχιατρικά άσυλα, φυλακές και εργαστήρια-workhouses για όσους δεν ήξεραν πώς να κατοικήσουν την υγεία τους.
Λένε ότι σήμερα ακόμη και η ελπίδα είναι τρελή: γι’ αυτό ευχαριστώ Comune για αυτό το νέο κάλεσμα στην τρέλα, στην εφικτή χαρά και σε αυτό που σημαίνει να «παραμένεις άνθρωπος»! (Marco: η ελπίδα σου, που είναι και δική μας, είναι ζωντανή και μιλάει με τη φωνή σου)
[1] casa cantoniera: Πήρε το όνομά της από τους οδικούς εργάτες, τους εργάτες που είναι υπεύθυνοι για τη συντήρηση των δρόμων, οι οποίοι για τις ανάγκες σέρβις έπρεπε να μείνουν κοντά στο χώρο εργασίας, κατά μήκος των ιταλικών κρατικών δρόμων
[2] meccanicismo: α. Μια αντίληψη που θεωρεί αυτό που συμβαίνει, τόσο φυσικά όσο και πνευματικό, ως το προϊόν μιας απλής μηχανικής αιτιότητας και όχι προκαθορισμένο για έναν ανώτερο σκοπό.
β.
Αυστηρός αποκλεισμός από το πεδίο μιας δραστηριότητας, κυρίως συλλογικής, κάθε αυθόρμητης και ατομικής παρέμβασης, της φαντασίας.
Μιχάλης ‘Μίκε’ Μαυρόπουλος Comune-info