του Τάσου Βιζικίδη
Μπαλκονόπορτα ανοίγει με θόρυβο. Ξέρω ότι είναι αυτή του Κλεάνθη, καθώς, χρόνια σκεβρωμένη από την υγρασία, έχει ένα δικό της ήχο που σημαίνει με σιγουριά την έξοδο του γείτονα στη βεράντα του.
Σίγουρα έβγαλε και το κλουβί για καθάρισμα. Ευκαιρία για το πουλί να χαρεί τον ήλιο μετά από μέρες βροχής. Πλησιάζω στο παράθυρο, τον βλέπω σκυμμένο πάνω από τη μεταλλική κατασκευή ̶ ειδική παραγγελία για να στεγάσει το φίλο του.
Έχει αρχίσει το καθάρισμα. Το πορτάκι του κλουβιού ανοιχτό. Το καφετί πουλί δεν φαίνεται να ενοχλείται από τη φασαρία. Κάθεται στην κούνια του και πού και πού τινάζει τα φτερά του.
Περίεργο να βλέπεις στο κλουβί το πουλί, που μέσα στο σπίτι του αφεντικού του πετάει τελείως ελεύθερο. Ακόμα και η ταΐστρα του είναι έξω απ’ το κλουβί, δίπλα στο τραπεζάκι που τρώει ο Κλεάνθης.
Κι αν δεν υπήρχε ο φόβος των γάτων είμαι βέβαιος πως τα πορτοπαράθυρα θα ήταν μονίμως ανοιχτά για να μπαινοβγαίνει όποτε κάνει κέφι ο ιπτάμενος κάτοικος του σπιτιού, για χάρη του οποίου ο Κλεάνθης έπαψε να δέχεται και τις λιγοστές επισκέψεις που του κάναμε.
Δεν τις χρειαζόταν πια. Είχε το «παιδί» του, που το είχε βρει «έκθετο» κάτω από μια φλαμουριά. Τα φτερά του τότε μικρά δεν μπορούσαν να σηκώσουν το βάρος του, κι ο νεοσσός στρίγγλιζε για βοήθεια χωρίς να καταλαβαίνει ότι έτσι θα γινόταν σύντομα μεζές…
Για καλή του τύχη όμως εκείνη τη μέρα ο Κλεάνθης είχε το ρεπό του. Το άκουσε, για κάποιο λόγο το μάζεψε, το ζέστανε στις τεράστιες χούφτες του και… αυτό ήταν. Λες και το μικρό πουλί ένιωσε πως βρισκόταν σε καλά χέρια, ηρέμησε κι άφησε τον Κλεάνθη να γίνει πατέρας και μάνα του μαζί.
Πέρασε καιρός, το πουλί δυνάμωσε, έδεσε, άρχισε να πετάει, αλλά ποτέ δεν άνοιξε τα φτερά του για να δοκιμάσει την ελευθερία του μακριά απ’ τον Κλεάνθη, που τον ακούγαμε να το αποκαλεί «γιαβρί μου» και τον βλέπαμε να κάνει πράγματα που δεν τα περιμέναμε από έναν άνθρωπο της νύχτας.
Μέχρι και cd με κελάηδισμα αηδονιού του αγόρασε, που πιότερο αποτέλεσμα είχε σε μας, που ξυπνούσαμε νομίζοντας πως βρισκόμαστε βαθιά μέσα στο δάσος, παρά σε ‘κείνο το καημένο που όχι μόνο έμενε σιωπηλό αλλά θαρρείς και βάθαινε τη σιωπή του κάθε που άκουγε.
Μερικοί γείτονες που του είχαν θάρρος του Κλεάνθη του είπαν πως είναι μάταιος κόπος, πως τα σπουργίτια δεν κελαηδάνε, ακόμη και αν είναι από αυτά τα αφρικανικά που έκαναν σπίτι τους τον τόπο μας λόγω της ζέστης, όμως αυτός επέμενε πως το «παιδί» μάθαινε ακόμη και πως «όπου να ‘ναι θα δούμε ή μάλλον θ’ ακούσουμε».
Δεν επέμειναν και οι σκεπτικιστές, τα χέρια του Κλεάνθη μπορούσαν να γίνουν πιο πειστικά από το στόμα του, το ξέραμε σχεδόν όλοι στη γειτονιά, είτε από «πρώτο χέρι» είτε από τις ιστορίες που έλεγαν ότι στο κωλάδικο που δούλευε πόρτα δεν είχε δοθεί ποτέ και σε κανέναν «παγωμένη πίστωση».
Έτσι, όταν άκουσα το κελάηδισμα, νόμισα προς στιγμή πως ήταν ο Κλεάνθης, που σκυμμένος εδώ και ώρα πάνω από το κλουβί το καθάριζε επιμελώς. Σαν να κατάλαβε τη σκέψη μου ο σπουργίτης, βγήκε από το κλουβί, κάθισε στον ώμο του γείτονα και έστειλε ένα δυνατό και καθαρό τερέτισμα προς το μέρος μου.
Έχει και η κλιματική αλλαγή τα «καλά» της…
Κλείνω το παράθυρο.