Dark Mode Light Mode

Από το παράθυρό μου: Δεύτερη Ευκαιρία, του Τάσου Βιζικίδη  

Το βροντερό «Άι σιχτίρ…» το ακολουθεί υπόκωφος γδούπος που τραντάζει το είναι μου. Σχεδόν ταυτόχρονα παίρνει να τσιρίζει συναγερμός αυτοκινήτου. Σπεύδω στο παράθυρο. Ένα σώμα έχει «φωλιάσει» στον ουρανό ενός κόκκινου σουβ. Τα κεφάλια που πυκνώνουν γύρω του με εμποδίζουν να δω ποιος είναι, ωστόσο μου ‘ρχεται ένα όνομα. Το μουρμουρητό του κόσμου μού το επιβεβαιώνει. Αυτός είναι λοιπόν, ο Γρηγόρης. Ο Γρηγόρης των περιστεριών.

Μη φανταστείς τίποτα υπερβολές πέντε περιστέρια είχε όλα και όλα στην ταράτσα. Όμως, ήταν αυτών των πέντε οι κουτσουλιές που κατέστρεφαν το χρώμα των αυτοκινήτων. Αυτών των πέντε και οι λεκέδες που έβρισκαν οι νοικοκυρές στα απλωμένα τους ρούχα.

Βλέπεις αυτά τα πέντε περιστέρια που ο Γρηγόρης δεν κουραζόταν να τα χαζεύει να παίρνουν ύψος και να βουτάνε μετά προς την ταράτσα για να μπούνε στο κουμάσι, τον συνόδευαν σαν τιμητική φρουρά όταν, πριν ένα χρόνο, έσκασε μύτη στη γειτονιά.

Είχαν γνωριστεί στη φυλακή, τον τελευταίο χρόνο του μέσα. Όλα  ξεκίνησαν όταν, για κάποιο λόγο το λευκό με το λοφίο, αυτό που σ’ εμάς φαινόταν για αρχηγός του σμήνους, πέταξε μια μέρα στο παράθυρο του κελιού του.

Ο Γρηγόρης του μίλησε, το τάισε και του άνοιξε την καρδιά του. Αυτή η πρώτη τυχαία επίσκεψη έγινε καθημερινό επισκεπτήριο και μοίρασμα και για τους δυο τους. Μέχρι που όταν αυλιζόταν ο Γρηγόρης αυτό τον ξεχώριζε ανάμεσα στους άλλους καταδικασμένους, πετούσε πάνω από το κεφάλι του και καθόταν στον ώμο του.

Τον έμαθαν και τα άλλα περιστέρια και κάθε φορά που ήταν στην αυλή ένα σμήνος από πέντε τον περικύκλωνε. Έγιναν η συντροφιά του. Οι συγκρατούμενοί του, σκληροί ποινικοί οι περισσότεροι, είδαν την όλη κατάσταση με καλό μάτι.

Κάποιοι μάλιστα, θυμήθηκαν τα μικράτα τους, και τον πείραζαν: «Νώε, τραβήχτηκαν τα νερά;», «Πότε θα βγούμε από την Κιβωτό, Νώε;»…  Κι ο Γρηγόρης, ο μονόχνωτος, ο σιωπηλός, ο μια στη φυλακή και μια στον εαυτό του κλεισμένος τρόφιμος, άρχισε να επιστρέφει σιγά σιγά στους ανθρώπους. Σαν να τελείωσε πια η δίκη μέσα του, σαν η η λεπίδα να έπαψε να τρυπάει τον ερωτικό του αντίζηλο…

Μπορεί να βοήθησε και που διάβασε ότι τα ζώα καταλαβαίνουν τους καλούς ανθρώπους. Ποιος να ξέρει; Όταν αποφυλακίστηκε, ο κόσμος που ήξερε δεν υπήρχε κι αυτός που βρήκε στη θέση του τού ήταν άγνωστος. Χτύπησε κάποιες παλιές πόρτες, με πρώτη αυτή του Τάσου.

Δεν άνοιξε ο Τάσος, κι ας τον είχαμε δει, κι εγώ κι ο Γρηγόρης νομίζω, να μπαίνει με τα ψώνια του μέσα ένα λεπτό πριν. Μπορεί, βέβαια, ο προστάτης του να τον είχε οδηγήσει στα ενδότερα και να μην άκουσε. Ο Γρηγόρης προσπάθησε κι άλλες φορές.

Η πόρτα του Τάσου όμως δεν άνοιξε ποτέ, όπως και καμιά άλλη. Και πώς ν’ ανοίξει σ΄ έναν άνθρωπο που ήταν καταδικασμένος φονιάς και, σαν να μην έφτανε αυτό, γύρω του φτεροκοπούσαν μόνιμα πέντε φυλακόβια περιστέρια.

Είδε κι αποείδε ο Γρηγόρης, ξαναγύρισε σ’ αυτά που συνήθιζε τον τελευταίο του χρόνο μέσα. Για όσο μπορούσε με τα περιστέρια στην ταράτσα και μισή ώρα πριν τη δύση του ήλιου κλείδωμα την πόρτα και κατέβασμα τα ρολά σε παράθυρα και μπαλκονόπορτες.

Αλλά δεν του χαριστήκαμε. Ήταν βλέπεις και οι κουτσουλιές… Κάποια στιγμή φέραμε την αστυνομία για τα περιστέρια του. Το πλήρωμα του περιπολικού πρέπει να ήταν και οι πρώτοι άνθρωποι με τους οποίους μίλησε μέχρι και για πέντε λεπτά ο Γρηγόρης.

Τι ειπώθηκε δεν μάθαμε, μα και μετά από αυτήν την επίσκεψη τα περιστέρια εξακολούθησαν να πετάνε ελεύθερα και να κουτσουλάνε όπως το ‘χαν συνήθειο. Αφού δεν καταλάβαινε με το καλό ανέλαβαν τα παιδιά της γειτονιάς να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους με τ’ αεροβόλα.

Η πρώτη προσπάθεια όμως όχι μόνο απέτυχε αλλά τα πρόδωσε κιόλας. Είδε ο Γρηγόρης τα σφηνωμένα σκάγια στο κουμάσι και παραμόνεψε μέχρι τη δεύτερη απόπειρα. Όταν είδε το πρώτο αεροβόλο να στρέφεται προς τα περιστέρια του, φανερώθηκε κι έκανε κάτι τόσο απροσδόκητο, που μας έκοψε τα ήπατα.

Αναμαλλιασμένος, σκοτεινός και χωρίς να βγάλει κουβέντα από το στόμα του, πέταξε καταμεσής στο δρόμο ότι αντικείμενο μπορούσε να σηκώσει στα χέρια του. Δεν γινόταν να το ανεχτούμε αυτό, βγάλαμε περιοριστικά μέτρα εναντίον του. Έπρεπε πλέον να κρατάει απόσταση αρκετών μέτρων από όλους μας.

Πενήντα είχε ζητήσει ο δικηγόρος μας, γιατί επρόκειτο για πρώην κατάδικο, αλλά συμβιβαστήκαμε και με τα δεκαπέντε που όρισε το δικαστήριο. Ακούστηκε πως πριν «βουτήξει» μούντζωσε προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και μετά μούντζωσε και τον εαυτό του. Άλλοι λένε πως είδαν τα περιστέρια να φτεροκοπάνε μανιασμένα γύρω του λες και κατάλαβαν τι ήθελε να κάνει. «Βούτηξαν» και τα πέντε μαζί του στο κενό και όταν σηκώθηκαν ξανά στον ουρανό ήταν έξι.

Κλείνω το παράθυρο.

Προηγούμενο άρθρο

Χτύπησε πολίτη που προσπάθησε να αποτρέψει επεισόδιο μεταξύ οδηγών!

Επόμενο άρθρο

Με πολύ κόσμο η πίτα του ΑΣ ΤΑΕΚΒΟΝΤΟ Καβάλας στον «Απόλλων» (φωτογραφίες)