Dark Mode Light Mode

Από το παράθυρό μου: Ο Μάστορας

του Τάσου Βιζικίδη

Εδώ και καιρό συζητιέται στη γειτονιά η κίνηση του καφετζή να κλείσει το μαγαζί του και, κυρίως, ο τρόπος που έκανε την κίνηση αυτή. Έτσι ξαφνικά, απροειδοποίητα ένα πρωί έβαλε λουκέτο κι εξαφανίστηκε. Και να πεις πως δεν πήγαινε καλά ο καφενές.

Σαράντα και δύο χρόνια ανοιχτός κάθε μέρα από τις έξι. Μήτε Κυριακές, μήτε γιορτές, μήτε αργίες λογάριαζε… Κι όλα αυτά τα χρόνια ο μάστορας μάζευε χωρίς να ξοδεύει, πού να ξοδέψει άλλωστε; Από προσωπική ζωή μηδέν εις το πηλίκο.

Για χρόνια ζούσε μέσα στο καφενείο  ̶  ένα δωματιάκι δίπλα στην τουαλέτα, που με το στανιό χωρούσε ένα μονό κρεβάτι, ήταν η κρεβατοκάμαρά του. Μερικές φορές ζαλισμένοι πελάτες μπερδεύανε τα δωμάτια, σφουγγάριζε μετά νυχτιάτικα να φύγει η μυρωδιά της τσίκνας…

Για διακοπές ούτε κουβέντα, συγγενείς δεν υπήρχαν, οι φίλοι λιγότεροι κι απ’ τους συγγενείς που λέει ο λόγος… Τον λυπόμασταν που ζούσε αιχμάλωτος στον καφενέ αλλά αυτή του η αιχμαλωσία πολύ μας βόλευε… Και, επιπλέον σαν επαγγελματίας ήταν άριστος, τα λιγοστά που σέρβιρε Α’ Εθνικής.

Υπήρχαν εννοείται και αυτοί που δεν τον πολυσυμπαθούσαν όπως εκείνος ο πικράντερος ο Άκης, που μια μέρα του πέταξε κατάμουτρα «Μάστορα περιμένεις σαν ατάιστο τσιμπούρι… Να σου πω τον νταλκά μου να γευτείς τα βάσανά μου…».

Παρεξηγήθηκε ο καφετζής: «Τσιμπούρι εγώ που μένω ανοιχτός βρέξει-χιονίσει για τη δική σας εξυπηρέτηση!» Αλήθεια έλεγε. Δεν ήταν λίγες οι φορές που του χτυπούσαν τη τζαμαρία μέσα στη μαύρη νύχτα να τους ανοίξει για να πιούν να ξεχαστούν αυτοί που χώριζαν ή αυτοί που έμεναν χωρίς δουλειά.

Είχαμε να το λέμε ότι ο Νικόλας ,νομίζω, όλοι «μάστορα» τον λέγαμε και τον ξέραμε, για την τέχνη του να σου παίρνει και το τελευταίο ευρώ απ’ την τσέπη, δεν έκανε τον «κουφό» ούτε μία φορά… Τα σενάρια της εξαφάνισής του έδωσαν και πήραν στη γειτονιά και ήταν όλα άσχημα γιατί «Δεν παρατάς εύκολα την κότα με τα χρυσά αυγά…» όπως έλεγαν οι πολλοί, που συνέχιζαν ακόμα πιο δραματικά «Αυτός σίγουρα κάτι έπαθε…», με αποκορύφωμα το σενάριο των εκβιαστών που τον ήθελε να έχει αρνηθεί να πληρώσει για προστασία του καφενέ και, συνεπώς, να έχει φάει το κεφάλι του.

Όλοι ξέραμε ότι ο «Μυτιληνιός», ο τραμπούκος της γειτονιάς, δεν αστειευόταν όσον αφορά το «μεροκάματο»… Το είχαμε πάρει απόφαση πως κάτι άσχημο του έχει συμβεί. Αυτό μέχρι χθες που γύρισε ο Φώτης από τις διακοπές και, έξω από τον κλειστό καφενέ όπου μας μάζευε ακόμα η φόρα μας, μας είπε πως στο νησί που παραθέριζε είδε τον καφετζή.

«Ήταν διαφορετικός» είπε «τον είδα που μπήκε στο εστιατόριο με αέρα κοσμοπολίτη, σενιαρισμένος στη τρίχα, συνοδευόταν μάλιστα από ύπαρξη ντρινκ μάι φορντ… Και που να βλέπατε τι παράγγειλε, κρασιά, αστακούς, χαβιάρι… μου πέσαν τα σαγόνια».

̶   «Σε είδε;», «Του μίλησες;»

̶   «Δεν θέλησα να του χαλάσω τη στιγμή…», «Θα τον πετύχω το πρωί στη θάλασσα είπα αλλά την άλλη μέρα πουθενά αυτός… Ρώτησα, έφαγα τον τόπο αλλά άφαντος λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε».

̶  «Βρε Φώτη μήπως παραγνώρισες;…» είπε ο Μήτσος ο αλιεργάτης και όλοι συμφωνήσαμε, οι περισσότεροι μάλιστα χωρίς το «μήπως» .

̶  «Αποκλείεται αυτός ήταν…»

̶  «Μα αυτός δεν έβγαινε καν απ’ το καφενείο που τον βρήκε τον κοσμοπολίτικο αέρα;…»

Μέρες κράτησε η κουβέντα για το τι είδε ο Φώτης…

Με το πες πες και τις αμφιβολίες των υπολοίπων άρχισε και ο Φώτης να αμφιβάλλει γι’ αυτό που είδε και η εκδοχή «το ‘φαγε το κεφάλι του» επικράτησε τελικά.

Κι ας επιμένει ο γιος του Βρασίδα ότι τη μέρα που ο μάστορας έφυγε απ’ τον καφενέ πέταξε κάτι σαν πέτρα πίσω του που άνοιξε και μια τρύπα στην τζαμαρία. Εμείς ούτε τρύπα βλέπουμε ούτε κάτι στο πάτωμα του κλειστού καφενέ.

Κλείνω το παράθυρο.

Προηγούμενο άρθρο

Το πρόγραμμα επίσκεψης του Νίκου Ανδρουλάκη στην Καβάλα

Επόμενο άρθρο

Φωτογραφικός Όμιλος Καβάλας: Έναρξη 34ου σεμιναρίου φωτογραφίας