Από προχθές ο κυρ Μπάμπης έχει σηκώσει στο πόδι τη γειτονιά, ψάχνει αγωνιωδώς κάποιον να του εξηγήσει το όνειρο που είδε. Έχουμε κάνα δυο από δαύτους, που εκτός από το να ρίχνουν τα Ταρό και να διαβάζουν τον καφέ κάνουν και ονειρομαντεία, τι να το κάνεις όμως, ερασιτέχνες.
Είναι, βέβαια, και η Σουλτάνα, σπουδαγμένη αστρολόγος, με σεμινάρια στην πρωτεύουσα, δική της εκπομπή σε τοπικό κανάλι, αλλά μιλάει ακαταλαβίστικα, για ανάδρομο Ερμή, για Οφιούχο, ωροσκόπους, κυρίαρχους πλανήτες…
Μας άφησε χρόνους και η γριά Σώταινα, αυτήν την είχε περί πολλού ο κυρ Μπάμπης. Η γριά με τα τσακίρικα μάτια και το καθηλωτικό βλέμμα, ψυχανεμιζόταν γρήγορα το κακό. Ποτέ της δεν λάθεψε σε εξήγηση ονείρων.
Έλεγε και ξανάλεγε ο κυρ Μπάμπης: «Πονεμένος άνθρωπος η Σώταινα, της δόθηκε το χάρισμα…» Τι να το κάνει τέτοιο χάρισμα που την καταδίκασε να τριγυρνάει σαν την άδικη κατάρα μετά από κάθε εξήγηση που δεν έπρεπε να δώσει ή δεν ήθελες ν’ ακούσεις…
Με τα πολλά μάθαμε τι αναστάτωσε τον ύπνο του: « Έρημος» λέει η γειτονιά, «αέρας καυτός ξερόψηνε τις πολυκατοικίες, η άσφαλτος έλιωνε κυλούσε ίδια ρυάκι. Άκουγε φωνές, γνωστές του φαίνονταν, μα δεν μπορούσε να καταλάβει από που έρχονταν κι όσο περνούσε η ώρα οι φωνές δυνάμωναν, περίμενε από στιγμή σε στιγμή να δει κόσμο. Ξαφνικά, εκκωφαντική σιωπή…»
Κρυφά φανερά όλοι του είπαν να μη δίνει τόση σημασία σε πράγματα του αέρα, αν και στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις δικαιολογούσαν την ανησυχία του: «Φοβάται την ευχή του…» Σαν χθες ήταν που ευχήθηκε να είναι ο προτελευταίος που θα φύγει απ’ την παρέα του, «Το τσίπουρο δεν πίνεται μονάχος», έλεγε και ξανάλεγε.
Ίσως αυτός να έγινε και ο λόγος που τον έκοψαν οι φίλοι και οι γνωστοί του και δεν βρίσκεται άνθρωπος να πιει μαζί του έστω ένα καφεδάκι, βρε αδελφέ. Ποιος όμως έχει τα κότσια να κάνει παρέα στον «προτελευταίο»…
Μόνο ο περιπτεράς της γειτονιάς ο «Απορίας», που δεν πιστεύει σε υπερφυσικά και μπούρδες περνάει χρόνο μαζί του. Όπως σήμερα που στρώθηκαν στον καφενέ του «Στραβολαπίνα» εκεί που συνήθιζε ο «προτελευταίος» να τα κουτσοπίνει με την παρέα του. Τους βλέπω από το παράθυρό μου: τον «Απορία» φάτσα στον κυρ Μπάμπη να λέει και να λέει, ποιος ξέρει τι, και τον κυρ Μπάμπη, έμπειρο καφενόβιο, να τον διακόπτει συχνά με εβίβα και τσουγκρίσματα…
Να ο «Απορίας» μεράκλωσε, σηκώνεται από το τραπέζι ανοίγει τα χέρια φέρνει μια στροφή… Δεν προλαβαίνει να κάνει δεύτερη και σωριάζεται σαν άδειο σακί… Φωνές, κακό, πετάγονται οι θαμώνες του καφενέ να βοηθήσουν…
Μια ζωή στο «Γιατί αυτό;», «Πώς εκείνο;», «Τι το άλλο;», ο περιπτεράς ίσως σήμερα να πήρε απάντηση για το παρατσούκλι του κυρ Μπάμπη. Δεν θα το μάθουμε όμως… Κλείνω το παράθυρο.