του Τάσου Βιζικίδη
Χλωμό φως δραπετεύει από τις ρωγμές της νύχτας, λαμπτήρες ανάβουν στα διαμερίσματα. Φως στην είσοδο της απέναντι πολυκατοικίας. Κάποιος μπαίνει, αναγνωρίζω τον Φαίδωνα από τον ιδιόμορφο βηματισμό του.
Στη γειτονιά είχαμε να το λέμε για το πόσο καλό παιδί είναι, πόσο φιλότιμο. Όποιος, όποτε, όπου χρειαζόταν βοήθεια, ήξερε που θα τη βρει… Ο Φαίδων δεν δυσανασχέτησε ποτέ, δεν κρύφτηκε ποτέ, ούτε καν πίσω από το κοντό του ποδάρι…
Φαίνεται τον ακολουθούσε η ευχή της μάνας του «Να γίνεις χρήσιμος άνθρωπος, παιδί μου, μόνο αυτό…» Δεν την ενδιέφερε τίποτα άλλο παρά μόνο η διαγωγή του. Στο σχολείο το πρώτο που ρωτούσε δεν ήταν οι βαθμοί αλλά η διαγωγή του: «Είναι καλό παιδί, δάσκαλε;»…
Τέτοια ώρα, πέρσι, ολόκληρο το Μάρτιο, ο Φαίδων γυρνούσε από το νοσοκομείο όπου πρόσεχε τον πατέρα φίλου του μέχρι εκείνος να τελειώσει τη βραδινή του βάρδια. Αυτός ήταν που μόνος του, στα ρεπό του, έβαψε το σπίτι της Παρέσας, της γριάς γειτόνισσας που ζει με μια σύνταξη χηρείας.
Να μην πω για τα δανεικά που έχει δώσει κι έμειναν αγύριστα, μια μικρή περιουσία… Όμως, τελευταία, σαν να χάθηκε από τη γειτονιά, τον ψάχνουμε και δεν τον βρίσκουμε. Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις προσπαθούμε να θυμηθούμε αν κάποιος έκανε κάτι που τον στεναχώρησε, αν ειπώθηκε κάτι που τον πείραξε.
Μα όσο το συζητάμε τόσο σιγουρευόμαστε ότι δεν έχει να κάνει με μας… Χάθηκε και απ’ το καφενείο, το τραπέζι του πίσω από την τζαμαρία μένει άδειο καιρό τώρα… Εδώ που τα λέμε μια ζωή μόνος του ήταν εκεί, δεύτερη καρέκλα δεν είδα ποτέ να τραβιέται προς το μέρος του.
Έβλεπα τον κόσμο να μπαινοβγαίνει, να περνάει από δίπλα του χαιρετώντας τον, έβλεπα τις παρέες να γίνονται μία, αλλά ο Φαίδωνας ακάλεστος. Ο μόνος που πλησίαζε στο τραπέζι του ο καφετζής, μη φανταστείς πως πιάνανε ψιλή κουβέντα, κάτι έλεγε ο Φαίδωνας και κάτι ο καφετζής, που μετά από λίγο έφερνε τον καφέ ή ένα ούζο ξεροσφύρι, μέχρι εκεί…
Η τελευταία φορά που είδα τον Φαίδωνα στο καφενείο ήταν, νομίζω, όταν έκανε επανεμφάνιση ο Νικήτας, το λαμόγιο της περιοχής, και οι γείτονες κάνανε ουρά για να μπούνε στο καφενείο, να τον δουν, να του πουν, να ρωτήσουν, να μάθουν «πού χάθηκε τόσο καιρό»…
Αν και αρκετούς απ’ αυτούς τούς είχε «δαγκάσει» στο παρελθόν, η παρουσία του τα διέγραψε όλα, ενθουσιασμός, χαλασμός: «Καλώς το δάσκαλο…», «Μας έλειψες…», «Με γειά το καινούριο όχημα, τα σπάει…», «Ετοιμάζεις κάτι; Θα μας βάλεις στο κόλπο;»…
Καβγάς έγινε για το ποιος θα κεράσει τον καφέ τού Νικήτα, που είναι μούτρο, «μανούλα» στις λοβιτούρες, στις κομπίνες, στο να χειρίζεται ανθρώπους. Το αντίθετο, δηλαδή, του Φαίδωνα που δεν ξαναφάνηκε από τότε. Ίσως τον εξόρισε η ευχή της μάνας του…
Κλείνω το παράθυρο…