Dark Mode Light Mode

Από το παράθυρό μου: Η άνοιξη που σταμάτησε στις σκάλες, του Τάσου Βιζικίδη

Κάποιος είναι θυμωμένος, τον ακούω εδώ και ώρα…

Δεν καταλαβαίνω τι λέει, πλησιάζω στο παράθυρο. Μπα, ο νεαρός γείτονας, που έχει καιρό να φανεί. Νομίζω από μια ανάλογη μέρα… Τώρα, όπως και τότε, σηκώνει τον τόπο στο πόδι. Τι να ‘γινε; Τον βλέπω στο κεφαλόσκαλο, χειρονομεί, βρίζει, κάτι λέει για σκαλάκια δεσμοφύλακες, για το μυαλό του που πάει να στρίψει, την υπομονή του που στέρεψε…

Οι γείτονες στα μπαλκόνια παίρνουν το μέρος του, κάποιοι δεν αντέχουν τραβιούνται μέσα. Ο νεαρός φαίνεται αποφασισμένος να κατέβει τις σκάλες έστω και κουτρουβαλώντας. Οι γονείς του μπαίνουν μπροστά, προσπαθούν να τον συνεφέρουν. «Μην κάνεις σαν τρελός…», «Μας βλέπει ο κόσμος…» , «Πού θα βγεις μόνος εκεί έξω;…»

Μάταια προσπαθούν να τον ηρεμήσουν. Ο πατέρας κάνει προσπάθεια να τον κατεβάσει, όμως, γρήγορα το μετανιώνει. Με την ψυχή στο στόμα κρατάει κόντρα το αμαξίδιο στο πρώτο σκαλοπάτι. Κοιτάει δεξιά-αριστερά μήπως βρεθεί κάποιος να βοηθήσει. Μόνο η παραμορφωμένη απ’ την αρθρίτιδα μάνα…

Αγκομαχώντας και λαχανιάζοντας πατέρας και μάνα τελικά τα καταφέρνουν, τραβάνε το αμαξίδιο πίσω στο κεφαλόσκαλο, στην ασφάλεια… Πριν κλείσει η πόρτα ακούω τον νεαρό «Μια βόλτα ρε γαμώτο, μια βόλτα να με κάψει ο Μάρτης…»

Κλείνω το παράθυρο.

Προηγούμενο άρθρο

Από τον Πλαταμώνα έως την Καβάλα: Πώς κινείται το real estate στις παραθαλάσσιες τουριστικές περιοχές της Μακεδονίας

Επόμενο άρθρο

Θεατρικά επακόλουθα: Γράφει η Αθηνά Βολτέα