του Τάσου Βιζικίδη
Μηχανή αυτοκινήτου «πέφτει» στο ρελαντί, γαλάζιο φως τρυπώνει από το παράθυρό μου, συρόμενη πόρτα ανοίγει με θόρυβο. Γυναικεία φωνή αναστατώνει τη γειτονιά, ένα αγωνιώδες «Εδώ, εδώ…» φτάνει στ’ αυτιά μου.
Σκύβω να δω τι γίνεται, η γυναίκα του κυρ Θάνου στέκεται στο κεφαλόσκαλο, κουνάει τα χέρια της δείχνει το σπίτι της. Το πλήρωμα του ασθενοφόρου κατευθύνεται προς το μέρος της. Οι φωνές της έχουν ήδη φέρει τους γείτονες στα παράθυρα.
Λίγη ώρα μετά βγάζουν τον κυρ Θάνο με την καρέκλα μεταφοράς, διπλωμένο στα δυο. Τα βογκητά του τρυπάνε τ’ αυτιά μας. Νομίζω όλοι κάνουμε τις ίδιες σκέψεις: «Το φουκαρά, μόλις χθες βγήκε στη σύνταξη…», «Ας μην έχει κάτι σοβαρό, να προλάβει να χαρεί τη βάρκα του…»
Μια βάρκα τρία μέτρα που, κατά έναν περίεργο τρόπο, περνάει από συνταξιούχο σε συνταξιούχο της γειτονιάς ή τέλος πάντων σε όσους είναι κοντά στο να βγουν. Ήταν η σειρά του κυρ Θάνου… Όλη η γειτονιά γνωρίζει τι πέρασε μέχρι να την αποκτήσει.
Οι φωνές της συζύγου αναστάτωναν τα απογεύματά μας, «Γέρος άνθρωπος μέσα στο καρυδότσουφλο…», «Μα τι σε έπιασε και θέλεις να πνιγείς…», «Δεν θα προλάβεις να χαρείς τη σύνταξη…» Από δίπλα παιδιά και εγγόνια συνηγορούσαν, «Μπαμπά, άσε κατά μέρος τα πείσματα…», «Παππού δεν θέλω να πάθεις κάτι…» Ανυποχώρητος ο κυρ- Θάνος, πάτησε πόδι και δεν το σήκωσε μέχρι να καμφθούν οι αντιστάσεις…
Στο κάτω κάτω δικαιούνταν να εκπληρώσει μια επιθυμία του… Γνωστή σε όλους η αγάπη του για περιπετειώδη ταξίδια. Από τα εφηβικά του χρόνια δέσποζε στο δωμάτιό του παγκόσμιος χάρτης όπου, όποτε καλούσε τους φίλους για καφέ, δεν παρέλειπε να τους δείχνει τα μέρη που θα πήγαινε.
Όταν μάλιστα έπιασε μόνιμη δουλειά, ξεθάρρεψε, τα κύκλωσε κιόλας. Έλεγε γελώντας, «Σε τέσσερα καλοκαίρια σκαρφαλώνω στο Μάτσου Πίτσου…», «Του χρόνου στη Γη του Πυρός…»… Μάλιστα σε κόκκινο κύκλο ξεχώριζε η Καραϊβική, αυτή η κρουαζιέρα θα ήταν δώρο στον εαυτό του για όταν έβγαινε στη σύνταξη.
Ο χρόνος κυλούσε, στο εφηβικό του δωμάτιο μπήκε η κούνια του παιδιού, αραίωσαν και οι επισκέψεις των φίλων… Κάπου κάπου δραπέτευαν από τη σκέψη του τα νεανικά απωθημένα, ξεσηκωνόταν, ρωτούσε, έψαχνε τρόπο να βρεθεί σ΄ έναν από τους κύκλους του, έστω έναν, έστω λίγο…
Γρήγορα ερχόταν στα συγκαλά του, ήταν βλέπεις και εκείνο το δάνειο στη μέση… Πριν καιρό του δόθηκε η ευκαιρία να βρεθεί σε ένα από τα μέρη που κάποτε κύκλωσε, όμως αυτός τη χάρισε γαμήλιο δώρο στην κόρη του.
Δικαιολογήθηκε τότε, «Δεν βαριέσαι αδελφέ, τι εγώ τι το παιδί μου…», «Πες πως πήγα…» Μερικοί γείτονες υποστηρίζουν πως από τότε πήρε την κάτω βόλτα, από κοτσονάτος ηλικιωμένος άρχισε να μεταμορφώνεται σε κακοβαλμένο γέροντα…
Όμως αυτοί που τον γνωρίζουν καλύτερα λένε πως η κατρακύλα ξεκίνησε τότε που ετοίμαζε τα χαρτιά της σύνταξης. Οι κουβέντες του εκείνο το διάστημα είχαν να κάνουν με αριθμητική, κυρίως αφαιρέσεις… «Γεννηθείς το ΄59 μείον από ‘24…», «Να φτάσω 75 βαριά 85, βγάλε τα χρόνια που έχω…» Του φάνηκε μικρό το υπόλοιπο;… Αγόρασε χρόνο για λάθος εποχή;…
Το σίγουρο είναι ότι μόλις απόκτησε τη βάρκα έπεσε με τα μούτρα πάνω της. Ξημεροβραδιαζόταν στο καρνάγιο, ξύνοντας, ασταρώνοντας, βάφοντας… Γυρνούσε σπίτι φανερά κατάκοπος, οι γείτονες που είχαν περισσότερα θάρρητα του ‘λεγαν: «Φτάνει, ξεκουράσου, θα πάθεις καμιά ζημιά…», «Η θάλασσα δεν φεύγει…», «Και αύριο μέρα είναι…» Αυτός κουνούσε το κεφάλι συγκαταβατικά αλλά με τρόπο που έδειχνε πως από το ένα αυτί τού έμπαιναν οι παραινέσεις και από το άλλο τού έβγαιναν… Όταν ήρθε η μέρα για τα «βαφτίσια» στήθηκε γλέντι τρικούβερτο, καλεσμένοι όλοι οι παλιόφιλοι.
Η καθέλκυση έγινε με κάθε επισημότητα, καραφάκι κατοστάρι «έσπασε» στο όνομα της βάρκας, «Καραϊβική» Από τότε, πού τον έβρισκες πού τον έχανες, ξανοιγμένο στο στόμα του κολπίσκου αποκομμένο από όλους κι από όλα…
Αν και μας λαχτάρησε τη μέρα που θέλησε να βγει πιο μακριά από το συνηθισμένο. Ευτυχώς που είδαν το καπνογόνο από τα σπίτια και ειδοποίησαν το Λιμενικό να τον μαζέψει… Μα και αυτός πού νόμιζε πως θα φτάσει με τα κουπιά;
Το ασθενοφόρο έφυγε…
Κλείνω το παράθυρο.