Τρίξιμο πόρτας, σύρσιμο επίπλων, γδούποι… Θόρυβοι στο απέναντι σπίτι. Περίεργο, ξέρω πως βρίσκεται σε λήθαργο…
Σκύβω στο παράθυρο να δω τι συμβαίνει. Βλέπω κάποιο φως στο ισόγειο που χάνεται ξαφνικά. Σχεδόν αμέσως το ξαναβλέπω να πλησιάζει στην μπαλκονόπορτα και να χάνεται ξανά. Το υπόλευκο κίτρινο δεν τα βγάζει πέρα με το φως της μέρας…
Απ’ τις σκιές ξεπροβάλει ο Έβαν ‒Ευάγγελος το βαφτιστικό του‒ καθηγητής στην αλλοδαπή. Κάτι ακουμπάει στο τοιχίο που χωρίζει το δρόμο απ’ το μπαλκόνι αυλή. Στέκεται εκεί, το βλέμμα του πότε δεξιά προς την αλάνα, πότε αριστερά προς τη θάλασσα.
Κάποια στιγμή ανοίγει τα χέρια, παίρνει βαθιά ανάσα. Σαν να θέλει να χωρέσει στα πνευμόνια τον αέρα όλης της γειτονιάς. Φορτηγό κάνει την εμφάνισή του, παρκάρει μπροστά του. Ο Έβαν Προσπαθεί να συνεννοηθεί με τον οδηγό, τα σπαστά ελληνικά του τον δυσκολεύουν.
Με τα πολλά, φορτηγατζής και βοηθοί μπαίνουν στο σπίτι κι αρχίζουν το άδειασμα. Πολυθρόνες, γραφεία, κρεβάτια, κουζινικά, χαρτικά, εφημερίδες ‒πολλές, όλα ένας αχταρμάς στην καρότσα του φορτηγού. Ο Έβαν κάθε λίγο σταματάει τους εργάτες.
«Εμένα γιάγια gift…» τους λέει δείχνοντας το ποδήλατο. «This μαμά cloth…», «This μπαμπά books…». «This…, this…, this…». Δεν έχει σταματήσει να μιλάει, προσπαθεί να πει την ιστορία για το κάθε αντικείμενο πριν αυτό γίνει σκουπίδι…
‒«Σταμάτα άνθρωπε μου, άσε μας να κάνουμε τη δουλειά μας», «Τώρα σε πήρε ο πόνος;»… Όμως, αυτός συνεχίζει απτόητος, τώρα σκέτα εγγλέζικα… Πιάνω λέξεις, grandfather, young, home…
Τελείωσαν.
Ο Έβαν κρεμάει στο τοιχίο πινακίδα «πωλείται».
Κλειδώνει, φεύγει…
Το φορτηγό έχει φύγει από ώρα…
Κλείνω το παράθυρο.