Dark Mode Light Mode

Από το παράθυρό μου: Το ταξίδι (του Τάσου Βιζικίδη)

Βρυχηθμός κινητήρα με φέρνει στο παράθυρο. Ο μεσήλικας γείτονας απέναντι μαρσάρει τη μηχανή του. Ο ήχος της, ξερός, άγριος, απειλητικός. Κάποια στιγμή αφήνει το γκάζι, η μηχανή καθισμένη στην ασφάλεια του σταντ γουργουρίζει…

Ο γείτονας στήνει αυτί προσεκτικά, τη φέρνει γύρω δυο-τρεις φορές. Χειρονομεί, σκύβει, της μιλάει, στα αυτιά μου σκόρπιες λέξεις, «κορίτσι μου», «μωρό μου»… Με απαλές κινήσεις της ξεσκονίζει τη σέλα, το χέρι του μένει λίγο παραπάνω στις καμπύλες του ντεπόζιτου, κατεβαίνει στα νικελωμένα της πιρούνια, τα τρίβει απαλά με τρόπο ασυνήθιστο, τρυφερό, σκύβει, κοιτάζει ελέγχει, τσεκάρει τα υγρά της…

Εμφανίζεται η γυναίκα του. Παρακολουθεί την ιεροτελεστία με τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος… Στα χείλη της ‒περισσότερο μαντεύω παρά βλέπω‒ μειδίαμα. Εγκαρτέρησης, ανακούφισης, ζήλιας… Ποιος ξέρει;

Εκείνος τελειώνει με τα προκαταρκτικά. Φοράει το κράνος, ζορίζεται να χωρέσει στο δερμάτινο τζάκετ με το σήμα της αδελφότητας. Καβαλάει τη μηχανή, μαρσάρει, έτοιμος να καταπιεί χιλιόμετρα. Πριν βγει στο δρόμο παρέα εφήβων που περνάει απ’ το στενό, σταματάει, τον χαζεύει, κάτι του φωνάζουν, δεν δίνει σημασία. Ένα κλακ στις ταχύτητες κι εξαφανίζεται…

Λίγη ώρα μετά ο θόρυβος της μηχανής ξανά στ’ αυτιά μου. Το ταξίδι τελείωσε και για φέτος… Ο ταξιδιώτης κρύβει το κορίτσι του απ’ τα αδιάκριτα βλέμματα. Ανάβει τσιγάρο… χαμογελάει.
Κλείνω το παράθυρο.

Προηγούμενο άρθρο

Α.Ε.Π.Ο. στο δρόμο της πεσμένης γέφυρας!

Επόμενο άρθρο

Πέτυχε ο 2ος διαγωνισμός γλυπτικής στην άμμο της Καλαμίτσας (φωτογραφίες)