Ήχος από μεγάλο συρραπτικό, κάποιος κάτι καρφώνει στο στύλο. Να πάρει, ο ήχος αυτός δεν είναι για καλό… Σκύβω να δω, ένας τύπος ξεμακραίνει στο χέρι κρατάει ένα πάκο χαρτιά. Στον ξύλινο στύλο φιγουράρει μαυρόασπρο χαρτί που πριν δεν υπήρχε…
Προσπαθώ να διακρίνω περί τίνος πρόκειται. Περαστικός πετάει βιαστικά τα σκουπίδια του, το καπάκι του κάδου κρύβει το χαρτί… Μα κι ο «ντελάλης»… στο στύλο που ακουμπάει ο κάδος απορριμάτων πήγε και το μοστράρισε… Λες και το έκανε επίτηδες.
Όμως, που να ξέρει ο άνθρωπος πως εξελίσσεται καθημερινό σίριαλ γύρω απ’ τα σκουπίδια, «Βρε Κούλα είναι γεμάτος ο κάδος…», «Καλέ Χαρίκλεια μια σακούλα είναι, χωράει…». «Μαρή, δεν κλείνει το καπάκι…», «Αμάν πια, αύριο περνάει η σκουπιδιάρα…».
Η Χαρίκλεια βλέπεις έχει τον κάδο κάτω από τη μύτη της, το καλοκαίρι δεν βγήκε στο μπαλκόνι από τη βρόμα και τη μύγα. Θυμάμαι τη Ρούλα του τρίτου ορόφου, μια φορά που αφού πέταξε τα σκουπίδια της, κοντοστάθηκε, γύρισε πίσω, πήρε τη σακούλα, την άνοιξε, έβγαλε από μέσα ένα ψάρι.
Άρχισε το κάλεσμα, «Ψι, ψι, ψι…», το κουνούσε δεξιά αριστερά μπας και το μυρίσουν οι γάτες, αυτές όμως ούτε που πλησίασαν κι έμεινε το ψάρι έξω από τον κάδο να το καμαρώνουμε… Σαν άλλο Τείχος ο κάδος κρατάει τη γειτονιά χωρισμένη στα δυο, σ’ αυτούς που μένουν μακριά του και δεν μυρίζουν, δεν βλέπουν, και σ’ αυτούς που τον έχουν δίπλα τους.
Όπως η Χαρίκλεια που ένα βράδυ άκουσε κάτι σαν κλάμα να έρχεται από εκεί. Δεν έδωσε σημασία αρχικά, ίσως κάποιο γατί… Όμως, κάτι μέσα της την έκανε να κατέβει, να δει και να βρει σε χάρτινη κούτα ένα φασκιωμένο βρέφος, με ένα κομμάτι χαρτί καρφιτσωμένο στις φασκιές, «Δεν έχω να το ταΐσω, όνομα Ελπίδα…».
Κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό η γριά, «Αν είναι δυνατόν, ένα μωρό στα σκουπίδια…» Ξεσηκώθηκε η γειτονιά, ζωήρεψε ο κόσμος, τα απογεύματα απόκτησαν ενδιαφέρον, «Να δεις, η κόρη του Αριστείδη το έκανε…», «Ναι καλέ, ζωηρή από μικρή…».
«Θυμάμαι είχε πάρει και κιλά…» Μετά από καιρό μάθαμε πως η μητέρα ήταν από άλλη γειτονιά. Είχε κακοποιηθεί από συγγενικό της πρόσωπο, το βράδυ που άφησε το μωρό ήταν μαζί της και ο πατέρας της.
Κάποιες φορές ο κάδος μετατρέπεται σε δοκιμαστήριο, μικρομέγαλα παιδιά, με το μαλλί τζίβα από την απλυσιά, ξυπόλητα, ψάχνουν να βρουν το μέγεθός τους σε μπλούζες, παντελόνια, παπούτσια…
Μια τέτοια μέρα ο κυρ Στέλιος έγινε έξω φρενών, «Να βράσω τον πολιτισμό μας…», «Που είναι ρε η ανθρωπιά;…», «Πέθανε, της κάναμε και τα σαράντα…» απάντησε κάποιος που τον έκανε χάζι από το μπαλκόνι.
Ο κυρ Στέλιος δεν είναι σαν τους άλλους. Αυτός ήταν που είδε αμαξίδιο ακουμπισμένο στον κάδο και γύρισε πόρτα πόρτα, διαμέρισμα διαμέρισμα να βρει ποιος το άφησε… Δεν μάθαμε τι έγινε, μόνο μετά από καιρό το είδα στην είσοδο της απέναντι πολυκατοικίας και πάνω του νεαρό με αθλητικά ρούχα, μάλλον του μπάσκετ…
Νομίζω πως το μεγάλο σοκ του κυρ Στέλιου ήταν τότε που είδε τόμους εγκυκλοπαίδειας δεμένους με σπάγκο δίπλα στον κάδο. Παραδίπλα και το έπιπλο της βιβλιοθήκης, μάλλον οι εγκυκλοπαίδειες δεν ταίριαζαν στο χρώμα της καινούριας…
Αν και οι εργάτες καθαριότητας είχαν πει να μην πετάμε βιβλία στα σκουπίδια, η βαρέλα δεν μπορεί να τα αλέσει… Στάθηκε από πάνω τους κάμποσα λεπτά, κάτι μονολογούσε κουνώντας το κεφάλι του. Δεν άκουσα τι, όμως, από κείνη τη μέρα έκοψε την καλημέρα σε όλους. Φαίνεται ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι…
Κρότος με φέρνει στο τώρα, έπεσε το καπάκι, έκλεισε ο κάδος. Δυο μεσήλικες που περνάνε από εκεί δίπλα, τρομάζουν, γυρίζουν το κεφάλι βλέπουν το χαρτί στο στύλο. Ο ένας πλησιάζει, αρχίζει να διαβάζει,.
«Ο θάνατος του εμποράκου, λέει Μήτσο…», «Σώπαινε βρε Κλεάνθη, συγχωρέθηκε ο μπακάλης;…», « Αυτό γράφει, κρίμα τον άνθρωπο…» Απομακρύνονται από τα σκουπίδια και λοξοδρομώντας μπαίνουν στο ανθοπωλείο της γειτονιάς… Κλείνω το παράθυρο.