Dark Mode Light Mode

Από το πάθος στην κάθαρση: Γράφει η Σωτηρία Κοτίδου

Και ιδού νέος ευειδής και ωραίος, αποστράπτων επί του λίθου του τάφου καθήμενος ηρωτά αυτούς «Τίνα ζητείτε;». «Ιησούν τον Ναζωραίον, τον πρό τριών ημερών ταρέντα».

«Ηγέρθη εκ του τάφου, ανέστη εκ νεκρών πατήσας τον θάνατον τω ιδίω αν του θανάτω. Ανέστη εκ νεκρών χαρισάμενος ζωήν τους εν τους μνήμασιν. Ανέστη Χρισός και χαίρουσιν οι άγγελοι, πεπτώκασιν δαίμονες, ουδείς έτι νεκρός εν τους μνήμασιν».

Επληρώθη ούτω ο αρχαίος λόγος «ούτος συντρίψει σου την πτέρνα και εσύ πατήσεις αυτού την κεφαλήν». Ο Άδης ενικήθη, ετρώθη την καρδίαν, ζωή ατελεύτητος βασιλεύσει… Ήταν λοιπόν αλήθεια, δεν ήταν πλάνη, όχι ήταν αλήθεια όσα με σεμνότητα και αγωνία τους είπε, όταν Τον ρωτούσαν ποιος είναι και τι επιδιώκει.

Ήταν όντως ο υιός του ανθρώπου, ο υιός του Θεού που σε τρεις ημέρες γκρέμιζε τον ναό του Σολομώντα και έχτισε ένα καινούριο με το σώμα του, που μέσα από τον πόνο της εκούσιας θυσίας εξαγνίστηκε σαν ύλη, θεώθηκε, όπως ήταν και πριν την σάρκωση του.

Η εσχάτη πλάνη δεν ήταν η ομολογία του Χριστού ότι θα αναστηθεί, μα των Φαρισσαίων που διαψεύστηκαν για στερνή φορά μπροστά στα έκπληκτα μάτια του λαού τους που έζησε το θαύμα της ανάστασης, πίστεψε και εγκατέλειψε τους δόλιους ποιμένες του.

Σ’ αυτό το σημείο, που με τόσο ελαφρά τη καρδία συζητήθηκε ως σήμερα, δεν ξέρω αν έχουμε το δικαίωμα να ρίξουμε τον λίθο του αναθέματος στους «άνομους γραμματείς και φαρισαίους» για την αδυναμία τους ή την άρνησή τους να δεχτούν τον Χριστό σαν σωτήρα Θεό. Πώς θα μπορούσαν να αντιληφθούν κάτι τέτοιο;

Η εκτυφλωτική λάμψη της ακολασίας που τους παρείχε η εξουσία τους δεν τους άφηνε περιθώρια, δεν μπορούσαν και ούτε ήθελαν να δεχτούν ένα σωτήρα κριτή και δικαστή στις ανομίες τους. Περίμεναν όμως ένα συνεργάτη συνένοχο βασιλέα, όπως εξάλλου ήταν και οι ίδιοι προς τους Ρωμαίους.

Δεν βρήκαν όμως αυτό που προσδοκούσαν και γι’ αυτό τον αρνήθηκαν, τον απέρριψαν και προσπάθησαν να πείσουν και τον λαό να κάνει το ίδιο. Σιωπηλά και ανομολόγητα ένοιωθαν πως είναι κολασμένοι και στο πρόσωπό του έβλεπαν την ίδια την συνείδησή τους να τους μαστιγώνει.

Τις αμαρτίες τους δεν μπορούσαν να τις παραδεχτούν κι αν κάποτε το κατόρθωναν δεν ήθελαν να τις απαρνηθούν. Ήταν γι’ αυτούς νόημα ζωής και υπαρκτή αισθητά μακαριότητα, ενώ η υποσχόμενη ουράνια βασιλεία ήταν μακροπρόθεσμη και αβέβαιη, καθώς όλο την πρόσμεναν κι όλο αργούσε να έρθει.

Δεν ήταν πια ούτε σαν μία σπίθα φωτιάς στον ορίζοντα, οπότε έπαψαν και να την σκέπτονται, σίγουροι πως τους την εξασφάλιζε η περιστασιακή ελεημοσύνη προς τους φτωχούς και η ρυπαρή νηστεία τους. Έτσι φίμωσαν την εξωψυχική τους συνείδηση, απέδωσαν όλοι τους τα κρίματα στον ακριμάτιστο και τον παρέδωσαν για να σταυρωθεί.

Μα δεν απομακρύνθηκαν από τον σταυρό του μαρτυρίου∙ περιφέρονταν εκεί και ενέπαιζαν, ενέπτυαν, εράπιζαν και εκολάφιζαν Αυτόν, γιατί η ψυχή τους χωρίς να τους το φανερώνει, σιωπηλά, ήθελε αυτή να βρίσκεται στο σταυρό και μέσα από αυτό το «πάθος» να καθαρθεί και να λυτρωθεί.

Οικειοποιήθηκαν την αγιότητά του και του αντιμεταχώρησαν τον βόρβαρό τους. Απέβαλαν τα καρφιά της αμαρτίας τους και καθήλωσαν στον σταυρό το άμωμο θύμα τους, ενώ με το αίμα του αποπλύθηκαν και καθάρθηκαν. Έτσι αλλοπαθητικά ζήτησαν την λύτρωσή τους.

Η κολυμβήθρα του Σιλωάμ πήρε σάρκα και οστά και προσφέρθηκε, δωρίστηκε σε όλους πια τους ανθρώπους, μαύρους, λευκούς, ερυθρούς και κίτρινους, σαν βρώση και πόση πνευματική, σαν λουτρό σωτηρίας και αθανασίας.

Και βέβαια σαν λάσπη και θνητοί δεν καταλάβαιναν ποια ύφαλη δύναμη κατεύθυνε τις πράξεις τους! Εκείνος που διαβάζει τα πάντα, δεν τους καταλόγισε αμαρτία, μα δυστυχία και τους συγχώρησε. Δεν τους κατακεραύνωσε όταν διαμερίσαντο τα ιμάτιά του και επί τον ιματισμόν του έβαλον κλήρον, γιατί πίσω από την φαινομενική ασέβεια έβλεπε την εναγώνια προσπάθειά τους να κοινωνήσουν την αγιοσύνη και την καλοσύνη του.

Αναζητούσαν σωτήρα∙ η αγωνία τους έγινε αργή, πρόκληση∙ «ει αληθώς υιός Θεού εἶ, σπεύσον, κατάβηθι εκ του σταυρού και σώσον σε αυτόν και ημάς». Δεν είναι ύβρις, είναι επιθανάτια έκκληση! Ήθελαν να είναι ο Θεός τους, μα όπως αυτοί τον φαντάστηκαν, όπως…, όπως…, δυστυχία!

Αυτοί τον χρειαζόταν μέσα στην ψυχική και εθνική τους κατάπτωση! Μόνο ένα στιβαρό χέρι με σκήπτρο και κορώνα νομίζουν πως θα μπορούσε να αναστηλώσει τον καταπτοημένο Ισραήλ. Ζητούσαν σημάδια θειότητας, σημάδια εξουσίας και δεν τα έβλεπαν.

Η πίκρα της διάψευσης έγινε κακία, έγινε εκδίκηση, όταν άκουσαν ότι είναι εκ του άλλου κόσμου η εξουσία του. Και τότε έθηκαν επί την κεφαλήν αυτού ακάνθινον στέφανον, του έδωσαν ίνα άρη τον σταυρόν Αυτού και οδήγησαν τον νυμφίο της Εκκλησίας εις τον κρανίου τόπο, ένθα μετά ανόμων ελογίσθη και ταφήν κατεδέξατο ο των αγγέλων βασιλεύς.

Ο πόνος έγινε κραυγή «σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. Το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών». Στο χάος της άγνοιάς τους ωστόσο διαισθανόταν ότι μέσα από αυτήν την σταύρωση θα έρθει η σωτηρία τους και στην μέθη αυτής της χαράς πανηγύριζαν.

Ο ατίμητος έγινε τίμημα και λύτρο για να τους ανοιχτεί ή κλειστεί πύλη του παραδείσου. Ευδαίμονες πια μέσα στην βλασφημία και την τραγικότητά τους, αφού έκρυψαν στον τάφο τα κρίματά τους χαίρονταν χαρά μεγάλη. Μα δεν κράτησε πολύ η ευτυχία!

Το καταπέτασμα του ναού της ψυχής τους στα δύο χώρισε και τα μάτια τους δεν έβλεπαν πια τις ακτίνες του ήλιου! Σκοτάδι τους τύλιξε και τα πόδια τους έχασαν την ισορροπία πάνω στην πλάτη της γης.

Σεισμός και καταποντισμός συντάραξε τα θεμέλια της ύπαρξής τους, που άνοιξε τα μνημεία της και ξεπετάχτηκαν από μέσα οι ψυχές των προγόνων επιπλήττοντάς τους για την πράξη τους: «άμυαλοι σταυρώσατε τον υποσχόμενο βασιλιά σας!…». Δεν υπήρχε περιθώριο για επανόρθωση…

Ο νυμφίος ήρθε μα αυτοί δεν είχαν στολή γάμου κι αν είχαν ήταν ρυπαρή, οι λαμπάδες τους έσβησαν, αποκοιμήθηκαν στο σκοτάδι της αμέλειας και έμειναν έξω από τον νυμφώνα… Φίμωσαν την ψυχή τους που κραύγαζε για να τους κρατά σε εγρήγορση και έπαψαν να ακούνε τα μηνύματά της.

Πλανήθηκαν στα ξέφωτα και τις πλατιές λεωφόρους του κόσμου τούτου, στην στιλπνότητα την απατηλή του χαλκού και έχασαν τον σεμνό νυμφίο… Αυτή ήταν η εσχάτη πλάνη λοιπόν! Έχασαν την ευκαιρία να σώσουν την ψυχή τους, να χαρούν, να αγγίξουν τον σωτήρα τους.

Αυτό είναι το δράμα τους, η αιώνια η ατέρμονη σύγκρουση ανάμεσα στην λογική και την ψυχή τους. Δυστυχώς που χρησιμοποιήθηκαν ίνα δοξασθεί ο υιός του ανθρώπου και επέσυραν τον λίθο και το ανάθεμα όλων γενεών, δυστυχείς που μετέθεσαν και την πλάνη τους στον αλάθητο, στον πιο ωραίο ανάμεσα σε όλους τους θνητούς…

Συμπάθεια, έλεος και φόβος ας κατέχει τις ψυχές μας για το κοινό μέλλον και την αόρατη τύχη των ανθρώπων… Σε τέτοια θέματα φοβάμαι πως η άκρατη λογική είναι εξοβελισμένη κι ας την έχουμε θεοποιήσει. Η ψυχή μας, επειδή νομίζω γειτνιάζει με το ένστικτο, μας κατευθύνει πιο σωστά χωρίς τεθλασμένες και παλινδρομήσεις εις οδούς σωτηρίας…

Κατερίνη

Κοτίδου Σωτηρία

Προηγούμενο άρθρο

Αγία Εβδομάδα των Παθών: Ποίημα του Χριστόδουλου Βαλτατζή

Επόμενο άρθρο

«Προ εξ ημερών του Πάσχα» στον ανακαινισμένο Ιερό Ναό της Παναγίας Θάσου (φωτογραφίες)