Lanfranco Caminiti για το χαμόγελο των ματιών σου
Ο Corrado μου είπε – πρόσεχε την πλάτη μου, αν μας στοχεύσουν, προειδοποίησε με. Να μας στοχεύσουν, αυτοί πάντα μας στόχευαν. Η αυλή της φυλακής ήταν ένας λάκκος, και από πάνω υπήρχε ένα είδος διάδρομου όπου οι φρουροί μας έλεγχαν συνέχεια πηγαίνοντας μπρος πίσω. Ωστόσο, κάθε τόσο σταματούσαν να μιλήσουν μεταξύ τους – ποιος ξέρει τι διάολο έλεγαν ο ένας στον άλλο στη διάλεκτο της Σαρδηνίας. Έτσι, είπα στον Corrado – Εντάξει. Και αυτός άρχισε να ξύνει έναν τοίχο της αυλής. Με τα νύχια. Μετά από λίγο, ήρθε και μου είπε: Υπάρχει νιτρικό κάλιο. Πρέπει να αλληθώρισα, γιατί πρόσθεσε αμέσως μετά: το αλάτι σκάει. Corrado -του λέω- μα πόσους τόνους σοβά του τοίχου της φυλακής πρέπει να ξύσουμε για να πάρουμε δέκα γραμμάρια νιτρικό κάλιο; Έμεινε άναυδος: Λες;
Ωστόσο, ο Corrado σκεφτόταν αυτό: πώς να φύγει. Λίγο καιρό αργότερα, στο Πάλμι γράψαμε (νομίζω ήταν και ο Gianfranco Faina και άλλοι που δεν θυμάμαι) το πρώτο έγγραφο που έσπαζε την «ενότητα» των πολιτικών κρατουμένων στις ειδικές φυλακές – το ονόμασα «προοίμιο, πρόλογο», γιατί ήταν ο τίτλος ενός εγγράφου του Forlani, και έχω αυτές τις ειρωνείες εδώ. Ζητήσαμε να θεωρούμαστε «αιχμάλωτοι πολέμου»: θέλαμε μια ειδική συνθήκη που να αναγνωρίζει την ιδιότητά μας. Είναι άλλο πράγμα από αυτό των Ερυθρών Ταξιαρχιών, τελείως διαφορετικό. Και λέγαμε ότι οι αιχμάλωτοι πολέμου είχαν μόνο ένα καθήκον: να δραπετεύσουν. Πέρα από τους αγώνες των «επιτροπών» που έλεγαν οι Br.
Ο Corrado στη συνέχεια το δοκίμασε πραγματικά στο SanVittore. Θα σας τα πω εδώ. Γεια σου φίλε μου. Και αν τύχει να σχεδιάσεις μια απόδραση από εκεί ψηλά, φέρε μαζί σου τα καλά παιδιά.
Την άνοιξη του 1980, ο Vallanzasca μεταφέρθηκε στο Μιλάνο για τη δίκη σχετικά με την απαγωγή της Emanuela Trapani. Το εκμεταλλεύεται -το κλινικό κέντρο San Vittore θεωρείται αξιόπιστο και καλών προδιαγραφών- για να ζητήσει και να εξασφαλίσει μια χειρουργική επέμβαση, που σχετίζεται με μια νέκρωση του αριστερού γλουτού. Γενικά η επέμβαση θα πάει καλά. Λίγο νωρίτερα, είχε διορθώσει ένα συρίγγιο στο ισχίο. Με λίγα λόγια, φροντίζει το ταλαιπωρημένο σώμα. Αλλά μεταξύ δικών και επέμβασης θα παραμείνει στη San Vittore τουλάχιστον τρεις μήνες. Και σε εκείνο το σημείο μπορεί κάλλιστα να αφοσιωθεί στην εμμονή του, την απόδραση. Στο Μιλάνο νιώθει σαν στο σπίτι του, όλη του η ζωή ως ληστής γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί, έχει πολλές επαφές και συνενοχές. Είναι το κατάλληλο μέρος για να προσπαθήσει να οργανώσει την απόδραση, να προσπαθήσει. Δεν είναι ότι έχει συγκεκριμένο σχέδιο στο μυαλό του. Το κύριο σημείο είναι πώς να μπουν μέσα τα όπλα. Τα υπόλοιπα θα έρθουν από μόνα τους. Ο Vallanzasca δεν είναι άνθρωπος για να χαθεί στις λεπτομέρειες.
H San Vittore εκείνες τις μέρες είναι πραγματικά γεμάτη. Δεν υπάρχει μόνο ολόκληρη η συμμορία του Vallanzasca για τη δίκη, αλλά υπάρχουν και αυτοί στα αριστερά, όπως ο Corrado Alunni και ο Paolo Klun, και εκείνοι στα δεξιά, όπως ο Concutelli. Και μετά οι boss, οι Turatello, οι Medda, οι Mirabella, όλος ο μιλανέζικος υπόκοσμος σε εξαιρετική φόρμα, για αυτή ή την άλλη δίκη. Ο συναγερμός είναι υψηλός και οι έρευνες συνεχείς. Σε ελέγχους υποβάλλονται και οι φύλακες. Εν τω μεταξύ, ο Vallanzasca βρήκε τον τρόπο να φέρει μέσα τα όπλα: είναι ένας δεσμοφύλακας που θα κάνει τη δουλειά. Αλλά αυτό του λέει ότι τώρα δεν είναι πραγματικά η ώρα. Πρέπει να περιμένουν, να εκτονωθεί η ένταση, να φύγουν οι μαφιόζοι, να υπάρξει περισσότερη ρουτίνα. Ο Vallanzasca περιμένει. Λέει στους πιο έμπιστους του να φύγουν ήρεμα, ότι στο μεταξύ αυτός θα φέρει μέσα τα όπλα. Όταν επιστρέψουν, όλα θα είναι έτοιμα. Αυτοί φεύγουν. Ο Vallanzasca παραμένει, αναρρώνει.
Όταν ο Antonio Colia, το δεξί του χέρι, επιστρέφει για τη συνέχιση της δίκης Τράπανι και τον βάζουν στο κελί μαζί του, το σχέδιο έχει ξεκινήσει για τα καλά, έχει μπει ήδη ένα όπλο και έχει κρυφτεί στον τοίχο. Ενώ οι δυο τους, το βράδυ, δειπνούν, ο φύλακας περνάει και παραδίδει τα όπλα, έτσι, βγάζοντάς τα από τις τσέπες του. Οι έλεγχοι πρέπει πραγματικά να έχουν χαλαρώσει. Τώρα υπάρχουν τρία όπλα και δεν θα υπάρξουν άλλα. Η διαδικασία οδεύει προς το τέλος της. Είναι η κατάλληλη στιγμή.
Την καθορισμένη ημέρα, ο Vallanzasca περιορίστηκε στο να ενημερώσει τους άλλους κρατούμενους της ακτίνας να πάνε κάτω στον προαυλισμό με παπούτσια του τένις, ότι θα έπρεπε να γίνει φασαρία για κάποια διαμαρτυρία λόγω της κακομεταχείρισης της αλληλογραφίας τους. Ήταν περιττό να μιλήσει για την απόπειρα απόδρασης, αυτό που είχε σημασία ήταν να τους βγάλει έξω. Μόνο πολύ λίγοι γνώριζαν πώς είχαν πραγματικά τα πράγματα: αυτός, ο Colia, ο Antonio Rossi, ο Domenico Giglio και ο Corrado Alunni. Και ο Daniele Lattanzio. Ο Lattanzio είχε μια ειδικότητα: έφτανε πάντα σε μια φυλακή τη στιγμή που ετοιμαζόταν μια απόδραση. Και αυτή τη φορά συμβαίνει το ίδιο. Από τα τρία όπλα, το ένα θα πάει ακριβώς σε αυτόν.
Είναι ώρα για περπάτημα. Οι φρουροί ανοίγουν τα κελιά. ο Vallanzasca και ο Colia, με τη δικαιολογία ότι βγαίνει ο καφές, ζητούν να κατέβουν αργότερα, ακόμα κι αν το κελί τους είναι το πρώτο. Καθώς κατεβαίνουν ένας ένας προς τον προαυλισμό, ειδοποιούνται οι κρατούμενοι.
Ο καφές έχει ανέβει. Ο Vallanzasca ζητά να βγει. Φέρει μαζί του το φλιτζάνι του καφέ. Κουβαλά και το κανόνι, κρυμμένο ανάμεσα στις μπάλες του. Πηγαίνει προς τον λοχία και του ζητάει να κατέβει κάτω στην αυλή μιας και πρέπει να μιλήσουν για το πρόβλημα του ταχυδρομείου. Ξέρει πώς να τον χειριστεί, τον προκαλεί. Του ζητάει να ανοίξει και στον Colia και να κατέβουν μαζί. Δεν φοβάσαι, έτσι δεν είναι; Αυτός δαγκώνει το δόλωμα.
Όλοι μαζί, ο λοχίας και ο Vallanzasca μπροστά, και ο Colia πίσω με τους φρουρούς στη μέση, ξεκινούν προς το ισόγειο. Είναι μερικά σκαλάκια. Αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή.
Ο Vallanzasca και ο Colia βγάζουν τα όπλα τους, παίρνουν τους φρουρούς ως ομήρους, ανοίγουν τις πύλες προς τους περιπάτους όπου βρίσκονται όλοι οι άλλοι τρόφιμοι. Βγαίνουν μαχαίρια, οι άλλοι οπλίζονται όπως μπορούν, με λοστούς και αντικείμενα που βρίσκουν. Οι τρόφιμοι στον προαυλισμό θα κρατήσουν υπό έλεγχο τους φρουρούς, γδύνουν κάποιους για να φορέσουν τις στολές τους, ο Vallanzasca και ο Colia θα πάνε μπροστά. Με τον λοχία, που απειλούν ολέθρια γιατί είναι έτοιμοι για όλα, θα πρέπει να τους ανοίξουν τις πύλες στην πόρτα της οδού Filangieri, η έξοδος, η ελευθερία. Ο λοχίας καταλαβαίνει την υπόδειξη, θα κάνει αυτό που του ζητήθηκε να κάνει.
Η τριάδα ξεκινά. Οι πύλες ανοίγουν η μία πίσω από την άλλη και κάθε φορά κρατείται όμηρος ένας ακόμη φρουρός. Κι άλλο μπροστά, αφήνοντας πίσω την πόρτα ανοιχτή για όσους έρχονται. Το βασικό εμπόδιο παραμένει, η διπλή πύλη στην είσοδο, όπου πάντα επικρατεί μια μεγάλη σύγχυση λόγω προσέλευσης και εξόδου φρουρών και δικηγόρων. Ο αστυνομικός βάρδιας όμως δεν διστάζει, τους αφήνει να περάσουν χωρίς ούτε καν να το σκεφτεί. Τώρα υπάρχει μόνο το τελευταίο εμπόδιο, ο φρουρός στην είσοδο.
Τον αρπάζει από πίσω και τον τραβάει μέσα. Είναι ήδη άοπλος από μόνος του. Άφησε το όπλο στο σπίτι, ζυγίζει πάρα πολύ και τον ενοχλεί. Ο Vallanzasca βγάζει το κεφάλι του έξω από την πόρτα.
Υπάρχουν δύο αυτοκίνητα των καραμπινιέρων, είναι η συνοδεία ενός δικαστή που έφτασε για ανακρίσεις. Ένας από τους πράκτορες είναι ακόμα πίσω από το τιμόνι του ενός αυτοκινήτου, οι άλλοι τρεις έχουν βγει και συζητούν μεταξύ τους: πρέπει να περιμένουν να φτάσουν οι άλλοι σύντροφοι διαφυγής, με ένα μόνο όπλο δεν μπορεί να τους αντιμετωπίσει.
ο Vallanzasca βγαίνει από τη φυλακή, διασχίζει το δρόμο, στέκεται περίπου είκοσι μέτρα από τα αυτοκίνητα των καραμπινιέρων. Έχει όλο το σκηνικό υπό έλεγχο. Περιμένει. Οι άλλοι έχουν ήδη φτάσει στην είσοδο αλλά καθυστερούν: παίρνουν όποιον μπαίνει, συνεχίζουν να μαζεύουν ομήρους. Η κατάσταση γίνεται αφόρητη. Ο Vallanzasca διασχίζει ξανά το δρόμο, καλώντας τους να βγουν έξω. Χρειάζονται όπλα ενίσχυσης. Στήνεται ξανά πίσω και περιμένει.
Ξαφνικά ακούει έναν πυροβολισμό. Προέρχεται από μέσα. Ένας από τους καραμπινιέρους έξω σηκώνει το κεφάλι. Είναι αναποφάσιστος, ίσως άκουσε μόνο θόρυβο από την κυκλοφορία. Τρεις ακόμη βολές. Η τηγανιά είναι έτοιμη. Τώρα τα πράγματα γίνονται σκληρά.
Οι καραμπινιέροι καταλαβαίνουν τι συμβαίνει, αρχίζουν να εκκενώνουν το δρόμο, ακόμα και τον Vallanzasca ο οποίος, με το κομψό σακάκι και το κασκόλ στο λαιμό, παρερμηνεύεται ως περαστικός, τον διατάζουν να μετακινηθεί από εκεί, γιατί υπάρχει κίνδυνος.
ο Vallanzasca ξανασμίγει με τους άντρες του, παίρνει έναν όμηρο και προσπαθεί να καλύψει τη διαφυγή του. Αυτός είναι αδέξιος, φοβισμένος, τρομοκρατημένος, σκοντάφτει, πέφτει. Ξεκινά το τέλος του κόσμου. Πυροβολισμοί από όλες τις πλευρές. Ο Vallanzasca το σκάει. Οι δεκαέξι κρατούμενοι είναι τώρα όλοι έξω, τρέχουν τρελά εδώ κι εκεί. Κάποιος χτυπιέται, πέφτει. Ακούγεται ο ήχος των σειρήνων, ο συναγερμός χτύπησε αμέσως, σύντομα η φυλακή θα είναι όλη περικυκλωμένη και θα γίνει κόλαση.
Γυρίζει τη γωνία, αντιλαμβάνεται ότι από την άλλη πλευρά, δίχως κάλυψη -πυροβολούν από τον περιβάλλοντα τοίχο- υπάρχει ο Alunni, του φωνάζει να περάσει από εδώ. Αυτός προσπαθεί, χάνει χρόνο ανάμεσα σε δύο σταθμευμένα αυτοκίνητα, τον βρίσκουν στο στομάχι. Σωριάζεται χάμω.
Έφτασα που μόλις είχε πέσει. Έσκυψα από πάνω του και τον έπιασα από το μπράτσο. «Σήκω, Corrado, πάμε, μπορούμε να το κάνουμε». Έσφιγγε την κοιλιά του με τα χέρια, χτυπιόνταν, γιατί ελάχιστες πληγές είναι τόσο επώδυνες όσο αυτές στο στομάχι. Η φωνή του σκίστηκε: «Πήγαινε, δεν μπορώ να το κάνω. Τρέξε μακριά και καλή τύχη, δίνε του». Σηκώθηκα «Εντάξει, καλή τύχη και σε σένα. Τα λέμε». Αλλά ίσως δεν τελείωσα καν την πρόταση. Δεν ξέρω ποιο από τα τρία πρώτα αντιλήφθηκα, αν τον καραμπινιέρο που δεν ήταν πάνω από έξι μέτρα μακριά μου να στρέφει το όπλο σε μένα κρατώντας το με τα δύο χέρια, το απότομο χτύπημα του όπλου ή το τρομακτικό πλήγμα. Έπεσα πάνω στον τοίχο, αλλά έμεινα όρθιος. Είχα ένα κεφάλι που ήταν καρουζέλ. Όλα στριφογύριζαν γύρω μου τρελά. Όμως, τρεκλίζοντας, είχα ακόμα τη δύναμη να περπατήσω μερικά μέτρα. Είχα την αίσθηση ότι το τρενάκι του λούναπαρκ στο οποίο ένιωθα ότι είχε μετατραπεί ο δρόμος ισοπεδώνονταν. Μπόρεσα και να τρέξω. Επαναλάμβανα μέσα μου: «Έλα Ρενάτο, τα καταφέρνεις… πρέπει να τα καταφέρεις».
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος machina deriveapprodi αέναη κίνηση