Κάποτε οι δρόμοι με πήγαιναν σε προορισμούς, τώρα με βγάζουν σε αδιέξοδα. Κάποτε διάλεγα ταξίδια, τώρα κάνω μικρές διαδρομές. Κάποτε έβγαινα εκτός δρόμου, τώρα κινούμαι σε ράγες…
Αφετηρία και τερματισμός το υπνοδωμάτιό μου, δρομολόγια μόνο για τα απαραίτητα: κουζίνα, τουαλέτα, κάποιες φορές μια παράκαμψη στο σαλόνι… Χρόνια έχω να πλησιάσω στην εξώπορτα. Το δωμάτιο μου μια μήτρα, το καλώδιο του υπολογιστή ομφάλιος λώρος που με τρέφει με εικόνες από τον έξω κόσμο.
Συντροφιά μου οι οθόνες, έχω αδυναμία στην πιο μικρή, μοιραζόμαστε το ίδιο προσκεφάλι, δεν την αποχωρίζομαι ποτέ. Όμως σήμερα στα μισά μιας διαδρομής κάτι πρωτόγνωρο συμβαίνει, αισθάνομαι πως κάτι ξύπνησε, κάτι κινείται μέσα μου, κάτι άγριο, πρωτόγονο.
Νιώθω νύχια να με ξεσκίζουν, αυτό το «κάτι» προσπαθεί να βγει έξω, αφόρητοι πόνοι στο στήθος… Το «κάτι» τα καταφέρνει, βγήκε, είναι ελεύθερο, μου επιτίθεται, καρφώνει τα δόντια του στο χέρι μου, με κουνάει πέρα- δώθε σαν πάνινη κούκλα, με ρίχνει κάτω, τα σαγόνια του γραπώνουν το πόδι μου, με σέρνει ως την εξώπορτα, σαν λυσσασμένο με πετάει πάνω της, ματώνω, με παρατάει…
Αλαφιασμένος τρέχω να κλειστώ στο δωμάτιο, να σωθώ… Δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται, τι είναι αυτό, από που ήρθε, γιατί μου επιτίθεται. Αν και κάποιες φορές είχα την εντύπωση πως ένα ζευγάρι μάτια ήταν καρφωμένα έντονα επάνω μου.
Δεν είχα δώσει σημασία τότε, έτσι κι αλλιώς δεν είχα χρόνο να κυνηγάω φαντάσματα… Είμαι πολυάσχολος, ζω έντονα, παλεύω σκληρά κάθε μέρα για like, η τέλεια selfie θέλει πολύ κόπο. Σκοπός μου να αποκτήσω τη δική μου αυλή, να έχω αμέτρητους ακόλουθους, να γίνω βασιλιάς των social media…
Ας λένε κάποιοι πως αυτό είναι ψέμα, ψευδαίσθηση, βασίλειο αόρατο σαν τα ρούχα του βασιλιά… Όσοι γνωρίζουν όπως εγώ, καταλαβαίνουν…
Η πόρτα του δωματίου κλειστή, θόρυβος μεγάλος έρχεται από έξω. Το «κάτι» μόνο του στον κόσμο μου, δεν θα έχει καλό τέλος αυτή η ιστορία. Γυρίζω το πόμολο, η πόρτα ανοίγει. Αντικρίζω χάος.
Το ράφι με τα αρχεία διαλυμένο, δισκέτες τσακισμένες, σκόρπιες στο πάτωμα, όλη μου η ζωή πεταμένη κάτω. Η γωνία του γραφείου μασημένη, απ΄ το πληκτρολόγιο λείπουν γράμματα, στην οθόνη βαθιές νυχιές, χαρτιά αιωρούνται ακόμα. Μια δυσάρεστη οσμή φτάνει στα ρουθούνια μου, υγρές στάμπες στους τοίχους.
Πλησιάζω στο γραφείο μήπως και σώσω κάτι, το μόνο που προλαβαίνω να δω είναι μάτια που γυαλίζουν. Με ρίχνει κάτω, αντιστέκομαι, παλεύω.
Με σέρνει πάλι ως την εξώπορτα, προσπαθώ να κρατηθώ απ΄ όπου μπορώ. Αγωνιώ, παρακαλάω να τελειώσει εδώ το μαρτύριο. Όμως ούτε παρακάλια, ούτε κλάματα πιάνουν τώρα…, το «κάτι» δεν καταλαβαίνει από τέτοια.
Είναι αποφασισμένο να αποδράσει. Λασκάρει το πόμολο, πέφτει και η τελευταία γραμμή άμυνας. Με μια κίνηση με πετάει έξω στην αυλή. Πέφτω μπρούμυτα, ανατριχιάζω σύγκορμος καθώς αγγίζω χώμα μετά από τόσο καιρό, το χορτάρι καταλαβαίνει, μου ψιθυρίζει καλώς ήλθες.
Η φλαμουριά γέρνει τα κλαδιά της με χαιρετάει με το όνομά μου, με γνώρισε. Το στήθος μου πάλλεται από την ανάσα της γης, μπήγω τα νύχια μου μέσα της, καταλαβαίνω…
Γυρνάω προς τον ήλιο, το γλυκό μούδιασμα στο πρόσωπο γίνεται κάψιμο, νιώθω. Κλείνω τα μάτια τον αφήνω να μπει στα πιο ανήλιαγα μέρη μέσα μου, να εξαφανίσει τις σκιές που με ακολουθούν… Μια άγρια, πρωτόγνωρη χαρά με κατακλύζει.
Ξεχωρίζω ήχους, αποθηκεύω, θρόισμα φύλλων, μελωδία κοτσυφιού, βόμβο εντόμων. Χρώματα και ήχοι γίνονται ένα, σαν μια γιορτή να στήθηκε για μένα. Τώρα βλέπω, βλέπω με τα μάτια που κάποτε ήταν καρφωμένα πάνω μου… Έγινα «κάτι»… Ούτε που ξέρω πόση ώρα είμαι έξω και ούτε που με νοιάζει.
Άγνωστοι περνάνε από μπροστά μου, με μια ματιά καταλαβαίνω ποιος έχει «κάτι» μέσα του, τούς καλησπερίζω, μου ανταποδίδουν χαμογελώντας με νόημα…
Μυρίζω τον αέρα, συλλαμβάνω μια οσμή, αναστατώνομαι. Την ακολουθώ, όλες μου οι αισθήσεις σε υπερδιέγερση… Ακούω την πόρτα να κλείνει με κρότο πίσω μου.
Η μικρή οθόνη αναβοσβήνει, ζητάει να την κρατήσω ζωντανή, να τη λυπηθώ… Γρυλίζω, ο ομφάλιος λώρος στα δόντια μου, τον κόβω…
Το δωμάτιο με τις οθόνες φαντάζει τώρα πολύ μακριά…