Κείμενο του Αργύρη Μπακιρτζή


Η πρώτη συναυλία μας δόθηκε στη Μεγάλη Λέσχη της Καβάλας στις 30/41981. Στο κοινό διέκρινα έναν προφανώς Σκανδιναβό, με τον οποίο σε λίγο καιρό αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Ήταν ο υπεύθυνος του Σουηδικού Σπιτιού της Καβάλας Thomas Thomel.

Ο Θωμάς, όπως τον φωνάζουμε, μπορούσε να συνεννοηθεί άνετα στα ελληνικά κι αυτό οφειλόταν στους δεσμούς που απ’ τα είκοσί του είχε αναπτύξει με την Ελλάδα. Μετά από σπουδές ενός εξαμήνου στη Θεολογία, ο Θωμάς, γιος προτεστάντη παπά, προσχώρησε σ’ ένα κοινόβιο ρακοσυλλεκτών, με την καθοδήγηση του αβά Πιέρ, που, όπως μου είπε, το κίνημά του με την επωνυμία «Προς Εμμαούς» είναι αρκετά γνωστό στην Ευρώπη.

Φοιτητές και διάφορα περιθωριακά άτομα, αλκοολικοί, πρώην φυλακισμένοι και άλλοι, συγκέντρωναν ρούχα, έπιπλα, διάφορα αντικείμενα, τα οποία πουλούσαν, εξασφαλίζοντας τη λιτή διαβίωσή τους, αλλά και στέλνοντας υλικό και οικονομική ενίσχυση σε δοκιμαζόμενες ομάδες ανθρώπων, κυρίως στην Αφρική.

Ο αβάς Πιέρ είχε γνωριμία με τον πρωτοπρεσβύτερο τότε στην Ελευσίνα πατέρα Πηρουνάκη, που ζήτησε απ’ τον αβά να του συστήσει κάποιον νέο ως σύνδεσμό του με την Ευρώπη. Ο αβάς ειδοποίησε τον Θωμά, ο οποίος, ταξιδεύοντας με ωτοστόπ, γεμάτος αφέλεια και αθωότητα, όπως συμπέρανα απ’ τις περιπέτειες του ταξιδιού του που μου περιέγραψε, έφθασε στην Ηγουμενίτσα κι από κει στα Γιάννενα. Την άλλη μέρα πάλι ωτοστόπ.

Σ’ ένα χωριό έξω απ’ τα Γιάννενα, τον φώναξαν κάποιοι εργάτες να πάρει κολατσιό μαζί τους, στη σκιά μιας ελιάς. Η πρώτη του, ουσιαστικά, επαφή με την Ελλάδα. Στη συνέχεια του ταξιδιού του, τον πήραν μαζί τους, με μια πολυτελή κούρσα, παιδιά μάλλον «καλών» οικογενειών και τον άφησαν σ’ ένα νεοκλασσικό σπίτι στην Αχαρνών, λέγοντάς του ότι του κάνουν ένα αποχαιρετιστήριο δώρο.

Τον οδήγησαν στο εσωτερικό του σπιτιού που ήταν οίκος ανοχής, στον οποίο ο παρθένος ακόμη Θωμάς αρνήθηκε ευγενικά να παραμείνει και συνέχισε για τον τελικό του προορισμό στην Ελευσίνα.

Ο πατήρ Πηρουνάκης διηύθυνε μια παιδική κατασκήνωση και επιφόρτισε έναν ομαδάρχη της να απασχολήσει τον Σουηδό φιλοξενούμενό τους. Ήταν ο Κώστας Καστανάς, ο μετέπειτα διακεκριμένος ηθοποιός του θεάτρου μας, εικοσιδύο ετών τότε, με τον οποίο ο Θωμάς διατηρεί μέχρι σήμερα στενή φιλία.

Επιστρέφοντας στη Σουηδία υπηρέτησε εναλλακτική θητεία ως πυροσβέστης, αποκτώντας εμπειρία ζωής στους -40 βαθμούς, στην πόλη Kiruna, στο βόρειο άκρο της χώρας. Τον άλλο χρόνο ξαναήρθε στην Ελλάδα και δούλεψε για ένα χρόνο με τον παπά Γιώργη Δημητριάδη που τον γνώριζε απ’ την πρώτη του επίσκεψη στη χώρα μας και είχε σχέση με μια σουηδική εκκλησιαστική οργάνωση.

Η ομάδα των ρακοσυλλεκτών του αβά Πιέρ βοήθησε οικονομικά κι ο Θωμάς σχεδίασε και κατασκεύασε σε μερικούς μήνες με τα χέρια του ένα χοιροστάσιο για την ενίσχυση ενός παιδικού σταθμού στο Πέραμα. Με τη χούντα, ο παπάς, μετά από ένα κήρυγμά του φυλακίστηκε για ένα διάστημα και το χοιροστάσιο έκλεισε.

Ο Θωμάς το 1963 είχε συμμετάσχει στη μεγάλη πορεία μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη. Τότε θεωρεί πως αφυπνίστηκε πολιτικά και απέκτησε αντιιμπεριαλιστική συνείδηση, συμμετέχοντας στις διαμαρτυρίες κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και αλλούˑ μέχρι τότε έπαιρνε μέρος μόνο στις εκδηλώσεις του Κινήματος Ειρήνης.

Επιστρέφοντας στη Σουηδία, το ’66, του τηλεφώνησαν απ’ τη ΧΕΝ-ΧΑΝ, επειδή ήξερε ελληνικά, να εργαστεί σ’ ένα κέντρο για την υποστήριξη ελλήνων μεταναστών στη Σουηδία, στη Vaexjoe, μια πόλη 300χλμ. νότια της Στοκχόλμης.

Μόλις εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία, ο Θωμάς συμμετείχε στον σχηματισμό Επιτροπής Αλληλεγγύης προς τη δοκιμαζόμενη χώρα μας. Στο τοπικό ραδιόφωνο είχε κάθε βδομάδα πρόγραμμα ενημέρωσης στα ελληνικά, απ’ το οποία αναμεταδόθηκε και η κασέτα που είχε στείλει ο Μίκης το 1968 απ’ τη Ζάτουνα και μια κόπια της είχε φθάσει στα χέρια του.

Με την Επιτροπή Αλληλεγγύης, εκτός απ’ τη διοργάνωση εκδηλώσεων και τη συμμετοχή σε διαδηλώσεις για την Ελλάδα, συγκέντρωσαν 25.000 υπογραφές, τις οποίες ο Θωμάς παρέδωσε στον Σουηδό Υπουργό Εξωτερικών στο Παρίσι, για την αποβολή της Ελλάδας απ’ το Συμβούλιο της Ευρώπης, απ’ το οποίο τελικά αποχώρησε αυτόβουλα.

Έγραφε ένα ενημερωτικό φυλλάδιο και ήταν απ’ τους ελάχιστους Σουηδούς που γνώριζαν ελληνικά και απασχολούνταν σε καθημερινή βάση με ελληνικά θέματα. Γνώρισε τον Μίκη, τον Πάγκαλο και πολλούς άλλους Έλληνες που είχαν πάρει τον δρόμο της αυτοεξορίας.

Σπούδασε κοινωνιολογία κι έκανε μια έρευνα για τους Έλληνες μετανάστες στην κωμόπολη Lissebo, που σχεδόν όλοι προέρχονταν απ’ την περιοχή του Κιλκίς, η οποία δημοσιεύτηκε το 1974 σε κοινωνιολογικό περιοδικό της Σουηδίας. Η έρευνα συνεχίστηκε μετά από 25 χρόνια σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Vaexjoe και κυκλοφόρησε σε βιβλίο απ’ τις εκδόσεις «Arkiv».

Στην Ελλάδα μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε το 2020 απ’ τις εκδόσεις «Θεμέλιο». Στη συνέχεια σπούδασε βιβλιοθηκονομία κι εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Μάλμοε.

Μετά την πτώση της χούντας ερχόταν στην Ελλάδα για διακοπές, όμως θέλοντας να ζήσει και να γνωρίσει περισσότερο τη χώρα μας, πήρε άδεια άνευ αποδοχών για να δουλέψει το διδακτορικό του κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ήρθε σ’ επαφή με το Σουηδικό Ινστιτούτο, στο οποίο είχε παραχωρηθεί απ’ το ’76 το Σουηδικό Σπίτι της Καβάλας.

Κτισμένο στην περιοχή της Δεξαμενής το 1934 απ’ το Σουηδικό Μονοπώλιο Καπνού για τη φιλοξενία των υπαλλήλων του, σε μια βραχώδη περιοχή έξω απ’ την πόλη, όπου σε λίγα χρόνια άρχισαν να κτίζουν τις κατοικίες τους ευκατάστατοι αστοί, μετατράπηκε, μετά την παραχώρησή του, σε Κέντρο φιλοξενίας Σουηδών καλλιτεχνών κι επιστημόνων για διακοπές εργασίας.

Από τη μέρα των εγκαινίων του Σουηδικού το 1936 (αρχείο Σουηδικού)

Το Σουηδικό Ινστιτούτο πρότεινε στον Θωμά να αναλάβει τη διεύθυνση του Σπιτιού για δυο χρόνια, θέση την οποία αποδέχθηκε μ’ ευχαρίστηση και στην οποία παρέμεινε ακόμη εικοσιτέσσερα μέχρι τη συνταξιοδότησή του.

Επιδόθηκε με ζήλο στα καθήκοντά του κι εκτός απ’ την υποδοχή και τη φιλοξενία των Σουηδών επισκεπτών, δημιούργησε τις προϋποθέσεις που όχι μόνο έσωσαν απ’ την κατεδάφιση ένα πολύ σημαντικό κτήριο για την πόλη αλλά και για την Ιστορία της αρχιτεκτονικής, διατηρώντας παράλληλα και τη μοναδική του επίπλωση, αλλά συγχρόνως το κατέστησαν έναν πόλο πολιτισμού με διεθνή ακτινοβολία.

Διοργάνωσε καλλιτεχνικές συναντήσεις, φιλοξενώντας Έλληνες και Σουηδούς γλύπτες και άλλους καλλιτέχνες, συνέδρια, σεμινάρια και συναντήσεις μεταφραστών -θυμάμαι τη γνωριμία με τον Σπύρο Τσακνιά στη συνάντηση Ελλήνων και Σουηδών μεταφραστών και λογοτεχνών-, συνάντηση για τον Καβάφη και τον μεγάλο Σουηδό ποιητή Gunnar Ekelöf, που συνδιοργάνωσαν οι Εταιρείες Ελλήνων και Σουηδών λογοτεχνών.

Συμμετείχαν ο Παύλος Ζάννας, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουρκ, ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, η Λυδία Στεφάνου και άλλοι, καθώς και άλλες εκδηλώσεις που με διακριτικό τρόπο τίμησαν την πόλη που τους φιλοξενούσε κι εμπλούτισαν τη ζωή της, χωρίς όμως δυστυχώς να γνωστοποιηθούν και ν’ αξιοποιηθούν όπως θα τους έπρεπε.

Το κτήριο, που η αρχιτεκτονική του ακολουθεί τις αρχές της Σχολής του Bauxaus, σχεδιάστηκε απ’ τον γαλλοσπουδαγμένο Κωνσταντινουπολίτη αρχιτέκτονα Παναή Μανουηλίδη μετά από πρόταση του πατριώτη του καπνέμπορα της Καβάλας Πετρίδη, συνεργάτη και βασικού προμηθευτή του Σουηδικού Μονοπωλίου με καπνά τύπου μπασμά, που η ζήτησή τους ήταν ιδιαίτερα αυξημένη κατά τη δεκαετία του ’30.

Η Λίλα Θεοδωρίδου-Σωτηρίου, στο βιβλίο της «Παναής Μανουηλίδης, Μοντερνισμός χωρίς ρητορεία» (συμμετοχή σε συλλογικό τόμο των εκδόσεων Gutemberg) γράφει:

«To Σουηδικό σπίτι στην Καβάλα, παρέμεινε μέχρι σήμερα χωρίς αλλοιώσεις λόγω της συλλογικότητας που διέκρινε το ιδιοκτησιακό του καθεστώς. Μια ομάδα υψηλόβαθμων υπαλλήλων που δρούσαν στα πλαίσια μιας κρατικής οντότητας δεν μπορούσε παρά να διατηρήσει χαμηλό το προφίλ στο κτίριο διαμονής της.

Εδώ δεν υπάρχει επίδειξη πλούτου και εξουσίας όπως συνέβαινε στα άλλα κτίρια γραφείων καπνεμπόρων της Καβάλας, αλλά λιτή και νεωτερική έκφραση: επιθυμία γα μοντερνισμό όχι μόνο στη μορφολογία του κτιρίου αλλά και στην εσωτερική άνεση, διάθεση συνύπαρξης των ενοίκων και όχι διαχωρισμού και απομόνωσης.

Την ίδια εποχή στη Σουηδία (1935) ο μοντερνιστής Σουηδός αρχιτέκτονας Swen Markelius πειραματιζόταν μ’ έναν τύπο κατοικίας γνωστό ως Collective House. Eπομένως, το Σουηδικό Σπίτι δεν πρέπει να ιδωθεί μόνο ως ένα εξαιρετικά διατηρημένο δείγμα μοντέρνας αρχιτεκτονικής αλλά και ως ένα σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα τυπολογικό δείγμα: ένα Collective House στην επαρχιακή αλλά ακμάζουσα μεσοπολεμική Καβάλα».

Αισθάνομαι ιδιαίτερα ευτυχής που γνώρισα τον Θωμά και κοντά του παρακολούθησα κι έζησα τις δραστηριότητες του Σουηδικού Σπιτιού. Ο Θωμάς, μετά τη συνταξιοδότησή του του, αφού έμεινε για λίγο στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε μόνιμα σ’ ένα διαμέρισμα μιας μικρής πολυκατοικίας δίπλα στο Σουηδικό Σπίτι, προσφέροντας σ’ αυτό τη βοήθεια και την εμπειρία του.

Οι φιλοξενούμενοι αρχίζουν να φθάνουν στο Σπίτι, το αποκαλούμενο απ’ τους Καβαλιώτες «Σουηδικό», τον Μάρτιο κι εναλλάσσονται μ’ άλλους μέχρι τον Νοέμβριο.

Επειδή το κτήριο έμενε άδειο κι ο Θωμάς μόνος, σκεφτήκαμε, αυτούς τους κενούς από κόσμο μήνες, να εγκατασταθώ σ’ ένα δωμάτιο του σπιτιού κι αυτό το κάναμε και το επαναλάβαμε πολλούς χειμώνες. Μετέφερα μερικά ρούχα και βιβλία απ’ το σπίτι μου, μαγειρεύαμε και τρώγαμε παρέα, κι όποτε ο Θωμάς έλειπε στην Αθήνα ή στη Σουηδία αναλάμβανα φύλακας.

Εννοείται πως η οικονομία που έκανα δεν ήταν ευκαταφρόνητη. Γλύτωνα τα έξοδα της θέρμανσης, της ΔΕΗ, του νερού και μοιραζόμασταν τα έξοδα της σίτισης. Η συμβίωση με τον Θωμά, για μένα, είμαι σίγουρος και γι’ αυτόν, ήταν εύκολη και ευχάριστη.

Μπορούσαμε να περάσουμε ολόκληρη βδομάδα χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα, εκτός από λίγες την ώρα του φαγητού, παρότι μοιραζόμασταν για ώρες τους κοινόχρηστους χώρους. Αυτό το θεωρώ απαραίτητη προϋπόθεση για μια κοινή συμβίωση.

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που η παρουσία τους και μόνο σε υποχρεώνει να ασχολείσαι και να μιλάς μαζί τους. Αυτοί είναι πολύ κουραστικοί και τους αποφεύγω όσο μπορώ. Απ’ το Σουηδικό πέρασαν πολλά διακεκριμένα μέλη της επιστημονικής και της καλλιτεχνικής Κοινότητας της χώρας και ανάμεσά τους αρκετά μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας.

Ξενάγησα στο Αρχαιολογικό Μουσείο τον ηλικιωμένο, τυφλό, πολύ γνωστό ποιητή Lennart Dahl, έχοντας πάρει την άδεια να του επιτραπεί να αγγίζει τα αγάλματα. Ένα καλοκαίρι έκανα καθημερινή παρέα με τον Χένινγκ Μάνκελ, τον πιο διάσημο συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων της Σουηδίας, στον οποίο αναφέρομαι στο κεφάλαιο «Γνωριμία με την αστυνομική λογοτεχνία».

Έχω μια ωραία φωτογραφία με εικοσιπέντε κατάξανθους Σουηδούς και Σουηδέζες, σε δυο σειρές, κι εγώ στην άκρη, μόνος μελαχρινός. Φωτογραφία για εξώφυλλο δίσκου.

Δυο χρόνια μετά την άφιξη του Θωμά στην Καβάλα, φωνές μέσ’ απ’ το Σουηδικό Ινστιτούτο της Αθήνας κι απ’ το Υπουργείο, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν, υποστήριξαν την άποψη ότι το κτήριο έπρεπε να κατεδαφιστεί και το οικόπεδο να πουληθεί, εφ’ όσον δεν είχε έσοδα κι έτσι θα ενισχυόταν σημαντικά το ανασκαφικό έργο του Ινστιτούτου στην Ελλάδα.

Κάποιοι υποστήριξαν ότι θα μπορούσε να κατατμηθεί το οικόπεδο και να πουληθεί ένα μεγάλο τμήμα του. Πολύ γρήγορα εμφανίστηκαν εργολάβοι που ενδιαφέρονταν για την αγορά του οικοπέδου, προκειμένου να προχωρήσουν στην οικοδόμηση πολυκατοικιών.

Ο Θωμάς αμέσως αντέδρασε και απευθύνθηκε αφ’ ενός στον «Σύλλογο φίλων του Σπιτιού της Καβάλας» στη Στοκχόλμη, που είχε μέλη ανθρώπους που είχαν φιλοξενηθεί εκεί και των οποίων η φωνή δεν ήταν αμελητέα στη Σουηδία, και αφ’ ετέρου σ’ εμένα, ζητώντας τη βοήθειά μου στο πρόβλημα που είχε ανακύψει.

Έτσι προχωρήσαμε στην πιο απλή κίνηση που μπορεί να γίνει για τη σωτηρία ενός ιστορικού μνημείου. Καλέσαμε την Ευαγγελία Καμπούρη, προϊσταμένη της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων και στενή φίλη μου, να επισκεφθεί το κτήριο, το οποίο μετά από πρότασή της κηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο, χωρίς τη δυνατότητα κατάτμησης του οικοπέδου του.

Βέβαια, αν ήταν ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου ή κάποιου συμπατριώτη μας, οι ενδιαφερόμενοι θα μηχανεύονταν ένα σωρό τρόπους και θα είχαν αμολήσει θεούς και δαίμονες προκειμένου να πετύχουν τους σκοπούς τους. Με τους Σουηδούς όμως δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο.

Η κήρυξη του μνημείου απ’ την Ελληνική Πολιτεία θεωρήθηκε δεδομένη και κάθε συζήτηση σταμάτησε. Έτσι το Σουηδικό γλύτωσε την κατεδάφιση.

O Θωμάς (αριστερά) με τον πατριάρχη της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας Χένινγκ Μάνκελ, πριν από 40 περίπου χρόνια, σε ταβέρνα της Καβάλας

Ο Χένινγκ Μάνκελ ήρθε στο Σουηδικό το καλοκαίρι του ’82, έμεινε μέχρι τον Οκτώβριο και ξανά τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του ΄83. Ήταν τότε ένας πολύ όμορφος, από τους λιγοστούς μη ξανθούς Σουηδούς, 35χρονος.

Δυο μήνες αφότου έφυγε, μας έστειλε ένα αντίτυπο ενός βιβλίου, όχι αστυνομικού, που συνέγραψε κατά την παραμονή του στην Καβάλα, του θεατρικού του έργου Apelsinträdet (Η πορτοκαλιά). Αστυνομικά άρχισε να γράφει όταν, όπως λέει ο ίδιος σε συνέντευξή του στον Ανταίο Χρυσοστομίδη και τη Μικέλα Χαρτουλάρη, «το 1989 γύρισα από την Αφρική, έχοντας μείνει εκεί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

Επιστρέφοντας στη Σουηδία, είδα ότι τα προβλήματα και η ξενοφοβία είχαν αυξηθεί στη χώρα, πράγμα που θεωρώ πολύ κακό. Μια και θεωρώ την ξενοφοβία ως ένα είδος εγκληματικής χειρονομίας, αποφάσισα να χρησιμοποιήσω αστυνομική πλοκή».

O Θωμάς σήμερα στο σπίτι μου στο Καζαβήτι Θάσου

Κατά καιρούς μαθαίναμε απ’ τον Θωμά νέα του, διευθυντής του Θεάτρου Kronobergsteatern της Σουηδίας, καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Avenida στη Μοζαμβίκη, δημιουργός δικού του εκδοτικού οίκου, ότι συμμετείχε στη διεθνή ναυτική αποστολή για την άρση του αποκλεισμού της Λωρίδας της Γάζας, ότι συνελήφθη από τους Ισραηλινούς και απελάθηκε στη Σουηδία, παιδί, παντρειά με την κόρη του Μπέρκμαν και φυσικά ότι εξελισσόταν σε έναν πολυδιαβασμένο παγκόσμια συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας, με πωλήσεις που ξεπερνούν τις πολλές δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα.