Συνέντευξη στην «Αυγή» και στον Κώστα Παπαντωνίου
Βρίσκομαι στην παιδική ηλικία. Καθισμένος στην πίσω θέση του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου. Τα τραγούδια των Χειμερινών Κολυμβητών παίζουν από κασετόφωνο κι εγώ βλέπω απέξω ένα συννεφιασμένο ουρανό.
Πρόκειται για συνθήκη που θυμίζει φωλιά σε φυλλοβόλο δέντρο. Κουρνιάζουν οι αισθήσεις σ’ ένα καταφύγιο μικρό, εκτεθειμένο από παντού, αλλά την ίδια στιγμή ικανό να κρατήσει ένα σημείο απάγκιο. Η φωνή από τα πέρατα, δεν ακούγεται πλέον απ’ τα… ηχεία του Toyota.
Αλλά απ’ την άλλη άκρη της γραμμής του τηλεφώνου. Ο Αργύρης Μπακιρτζής μιλά ενώ δεν τραγουδά και δεν λέει κάποιο χωρατό επί σκηνής. Επικοινωνεί στο πλαίσιο μιας συνεννόησης κι έτσι γίνεται ορατή μια άλλη πλευρά του, πιο καθημερινή.
Οι ερωτήσεις αποστέλλονται. Κι οι απαντήσεις, σε ταχύτητα που δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί παλιότερα ότι μπορεί να διανυθεί η απόσταση Καβάλας-Αθήνας, είναι στο email μου, μια Δευτέρα απόγευμα.
Ερ: Υπάρχουν αναμνήσεις στις οποίες εσείς καταφεύγετε και θα θέλατε να μοιραστείτε; Υπάρχουν σε αυτές σχέσεις με τη μουσική, ένα τραγούδι στο βάθος;
Απ: Απ’ την πρώτη παιδική ηλικία δεν θυμάμαι τίποτα, μπορώ να σας πω όμως για τα γυμνασιακά μου χρόνια: oι καντάδες που άρεζαν στον πατέρα μου και δεν είναι τυχαίο ότι λίγα χρόνια αργότερα το τραγούδι που άκουσα από ένα γραμμόφωνο κατηφορίζοντας στην οδό Τοσίτσα στα Παλιατζίδικα της Θεσσαλονίκης, μια καντάδα του Μάρκου Βαμβακάρη, το «Χαράματα η ώρα τρεις», ήταν αυτό που με μάγεψε και μου άνοιξε τους μπερντέδες για τον κόσμο του ρεμπέτικου και για μια Ελλάδα που δεν είχα φανταστεί ότι υπήρχε. Απ’ τα πρώτα γυμνασιακά χρόνια θυμάμαι την έλξη που μου ασκούσαν τα δημοτικά τραγούδια της Μακεδονίας με τους μοναδικούς ερμηνευτές Τσίτρα, Καραβάρα, Καραθανάση, Σαμαρά, Παπαγεωργίου, Κουφογιάνκο και άλλους, που παρουσίαζε τακτικά το Α΄πρόγραμμα της ραδιοφωνίας και ηχογραφούσα μανιωδώς, και ακόμη τα τραγούδια του Μίκη. Τις ερμηνείες του «Επιτάφιου»της Νάνας Μούσχουρη τις απορρίψαμε αμέσως και απ’ τη Μαίρη Λίντα μεταπηδήσαμε γρήγορα σ’ αυτές του Μπιθικώτση.
Με το Γιώργο Κατσαρό στη Σταδίου
Ερ: Κάτι που μου άρεσε παλιότερα ήταν ότι ακούγαμε άλμπουμ, άρα δουλειές ολοκληρωμένες. Τώρα υπάρχει ένας κατακερματισμός στο άκουσμα. Ακούς ένα τραγούδι απ’ τον έναν δίσκο και σε παραπέμπει το Youtube σ’ ένα άλλο κομμάτι από κάποιον άλλο, με την πάντοτε ενοχλητική μεσολάβηση των διαφημίσεων. Στο σπίτι δεν υπάρχει συχνά πικάπ ή στερεοφωνικό. Οι αφηγήσεις όσων έχουν να πουν τα τραγούδια ως μέρη ενός συνόλου, δεν έχουν συνέχεια, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι χάνουν την αυτόνομη αξία τους. Η διαδικασία όμως ν’ ακούσεις μουσική είναι διαφορετική. Δυσκολεύει αυτή η συνθήκη την επαφή με τον ακροατή; Αν αποφασίζατε να κυκλοφορήσετε νέο υλικό, θα άλλαζε η οπτική για τη διαδικασία με την οποία θα βγάζατε τραγούδια;
Απ: Δεν θα άλλαζε γιατί μ’ αρέσει πολύ να φτιάχνω τα εξώφυλλα και τα ένθετα των δίσκων μας που χωρίς αυτά θα τους θεωρούσα ακρωτηριασμένους. Είμαι σίγουρος μάλιστα ότι ενδιαφέρουν αρκετούς απ’ τους ακροατές μας και ωθούν περιστασιακούς ακροατές του ραδιοφώνου και των συναυλιών μας, να αναζητήσουν τους δίσκους μας.
Να ανακαλύψουν τις φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα, τα σκίτσα του Κύριλλου Σαρρή και τους πίνακες του Γιάννη Κόττη και του μπάρμπα Κώτσου Βηδενμάγιερ, να εκτιμήσουν τον τρόπο που εκτίθενται οι στίχοι και στήνονται οι πληροφορίες, όχι απ’ τον γραφίστα κάποιας εταιρίας αλλά απ’ τους μουσικούς που δημιούργησαν τον δίσκο, να δουν φωτογραφίες του συγκροτήματος με σπουδαίους μουσικούς, όπως οι αλησμόνητοι Γιώργος Κατσαρός, Τάσος Βαλκάνης ο πρεσβύτερος της Μπάντας της Φλώρινας, και Σταύρος Καραμανιώλας, να διαβάσουν σπουδαία κείμενα, όπως αυτό του Βαγγέλη Παπαζαχαρίου στη «Μαστοράντζα του Ερντεμπίλ», να νιώσουν τη σχέση των τραγουδιών μεταξύ τους ανάλογα με τη θέση τους στο άλμπουμ που αποτελεί έναν ολόκληρο κόσμο γι’ αυτόν που μπορεί να τον αντιληφθεί ή υποπτευθεί, να πάρουν μια ιδέα για το τι κάνει αυτούς τους μουσικούς να διατηρούν άσβηστη τη φλόγα της συνδημιουργίας επί 45 κοντά χρόνια.
Πιστεύω ότι μεγάλο μέρος της επιτυχίας του δίσκου μας «Οι δακοκτόνοι» στην Ιαπωνία, που κόσμησε πάμπολλες βιτρίνες δισκοπωλείων (πληροφορία της κόρης του αδελφού του γνωστού μου καθηγητή στα ΤΕΙ Καβάλας Στέφανου Μυτακίδη, που έκανε μεταπτυχιακό στο Τόκιο) και στην Κορέα, όπου μια μέρα σε ένα σάιτ της Σεούλ ήμασταν τέταρτοι σε ακροαματικότητα όταν οι Rolling Stones την ίδια μέρα ήταν έβδομοι, όπως πληροφορήθηκα από νεαρούς φίλους (την εξήγηση αυτού του παράδοξου τη δίνω στις συναυλίες μας), οφείλεται στο εκπληκτικό, κατά ομολογία πάρα πολλών, εξώφυλλο του δίσκου με τη φωτογραφία μας στα λασπόλουτρα των Φιλίππων.
Εδώ αξίζει να σημειώσω ότι η ταινία του Σταύρου Τσιώλη «Ακατανίκητοι εραστές», με αρνητικό, όπως λέω χιουμοριστικά στις συναυλίες, αρνητικό ρεκόρ εισιτηρίων, ογδόντα δύο ή, σύμφωνα με πρόσφατες πληροφορίες, ογδόντα τρία, παιζόταν με επιτυχία, πιστέψτε με, έξι μήνες στο Τόκιο.
Εκτός από όσα αναφέρετε για τον τρόπο που κυκλοφορούν τα τραγούδια μέσω διαφόρων πλατφορμών, με τα οποία συμφωνώ, πολλά σκοτεινά συμβαίνουν στους δαιδάλους του διαδικτύου. Αρχίζω με ένα συγκλονιστικό παράδειγμα: το τραγούδι του φίλου Δημήτρη Ζερβουδάκη «Τα ανείπωτα» έχει σαράντα εκατομμύρια views κι αυτός δεν έχει εισπράξει τίποτα, ούτε ξέρει ποιος το έχει ανεβάσει, ούτε μπορεί να βρει κάποιον να ρωτήσει στις πλατφόρμες που το αναμεταδίδουν.
Κι ανακατεύεται με τον Σύλλογο μουσικών, δεν μπορώ να πω πως δεν είναι ξύπνιος. Κάποιοι όμως εισπράττουν και οι πλατφόρμες πληρώνουν, κάποιοι τον κλέβουν. Εμείς τώρα. Έχουμε 40.000 ακροατές μηνιαίως στο Spotify. Στις άλλες πλατφόρμες δεν ξέρω.
Κυκλοφορούν οι δίσκοι μας και σε LP από Εταιρεία με την οποία δεν έχουμε καμιά σχέση και δεν γνωρίζω από ποιόν πήρε την άδεια. Υποθέτω απ’ τους ιδιοκτήτες του ρεπερτορίου της πρώην LYRA. Στο Youtube για παράδειγμα αναφέρονταν δυο εκατομμύρια views για ένα τραγούδι μας, ο αριθμός όμως διεγράφη και ξανανέβηκε το τραγούδι αρχίζοντας απ’ το μηδέν η αρίθμησή των views.
Ποιοι τα ανεβάζουν, ποιοι τα κατεβάζουν. Να μην υποπτευθώ κομπίνα και κλοπή; Σε ποιον να απευθυνθώ; Περιμένουμε σχετικούς με το θέμα δικηγόρους να μας συμβουλεύσουν για τις αγωγές που έχουμε ετοιμάσει, όμως πνίγονται και μας έχουν στο περίμενε. Περιμένουμε.
Τα χρόνια, οι δεκαετίες περνούν, σε λίγο θα πεθάνουμε, οι μάγκες εξακολουθούν να εισπράττουν και θα εξακολουθούν. Δεν υπάρχει αμφιβολία, έχουν κρατικές καλύψεις και μετά τους φταιν οι καλλιτέχνες. Και το καλύτερο: απ’ την Εταιρεία LYRA, απ’ την οποία παίρναμε κάθε εξάμηνο εκκαθάριση και τα μοιραζόμασταν, έχουμε να πάρουμε ευρώ απ’ το 2010.
Κάποιοι εισπράττουν. Μας είπαν πως πρέπει να ‘ναι πάνω από 200.000, τα κλεμμένα. Πώς θα ενημερωθούμε και πότε; Τα δικαστήρια αργούν, ίσως τα παιδιά μας, πιο ξύπνια σ’ αυτό το χάος των καιρών, το ξεκαθαρίσουν. Και δεν είναι μόνο τα λεφτά. Η ηθική βλάβη, η προσβολή της προσωπικότητας;
Πληρώνονται; Πληρώνονται βέβαια, αδρά, να τους πάρει και να τους σηκώσει. Να μην πιάσω τώρα το θέμα των μάνατζερ που κι αυτό άπτεται αυτών που προαναφέραμε. Μόνο ένα παράδειγμα: μας κάλεσαν σ’ ένα καλοκαιρινό φεστιβάλ κι όταν τους ρώτησα «πώς κι έτσι» μου είπαν ότι είχε πεθάνει ο πατέρας της καλλιτέχνιδας που θα εμφανιζόταν και ο Δ. Μυστακίδης τους συνέστησε να πάρουν εμάς.
Είπαν πως είναι πολύ εναλλακτικό φεστιβάλ και πως τους αρέσουμε πολύ. Όταν όμως τους ρώτησα γιατί δεν μας έχουν καλέσει ποτέ, μου απάντησαν ότι το πρόγραμμα το κανονίζει ο μάνατζερ από Αθήνα. Μάθημα εναλλακτικότητας. Δεν πήγαμε.
Φωτογραφία του Τάκη Τλούπα πριν από σαράντα χρόνια
Ερ: Με δημιουργική σας αφετηρία τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 και συνέχεια την κυκλοφορία δίσκων σχεδόν σε κάθε μία απ’ αυτές που ακολούθησαν, τι εντοπίζετε να συνδέει τα ερεθίσματα που σας κινητοποιούν να γράψετε και τι έχει αλλάξει; Για παράδειγμα το ’81 είναι μια παρουσία «στη γέφυρα, μες τους καπνούς τους άσπρους, των τρένων που φεύγουν κι αυτών που ξεφυσάν», το ‘91 μια βόλτα με το αστικό «ψες το βράδυ», το 2007 «μια καφετερία που την είχε μια κομψή κυρία». (Εδώ οφείλουμε να βάλουμε κι έναν αστερίσκο βεβαίως, διότι αρκετά τραγούδια σας γράφονται σε αρκετά διαφορετικό χρόνο απ’ την κυκλοφορία του άλμπουμ, για παράδειγμα το «Ποδόσφαιρο στα χρόνια της Χούντας»). Το 2005 πάλι, ο δίσκος καταπιάνεται με «μια εποχή θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και εθνικιστικής έξαρσης», «τα συμβάντα που μαρτυρούν τις κοινωνικές και οικονομικές αιτίες που κρύβονται πίσω από τις θρησκευτικές και εθνικιστικές αντιπαραθέσεις», ανιχνεύοντας όμως την ίδια στιγμή ό,τι ενώνει τους λαούς και όχι ό,τι τους χωρίζει, με το όρος Αραράτ να τραγουδάει για τον Ασίκη που περνά «χωριό του ο έρωτας και τραγουδάει πως η αγάπη δεν έχει πατρίδα!»
Απ: Οι στίχοι που αναφέρετε «μες τους καπνούς τους άσπρους» του τραγουδιού «Στον Επτάλοφο» γράφτηκαν όταν ήμουν μαθητής Β’ Γυμνασίου το 1961, το «Ψες το βράδυ» και «Ο καφές» είναι του Σταύρου Καραμανιώλα, ενώ ο δίσκος του 2005 «Η μαστοράντζα του Ερντεμπίλ» αποτελείται από ιστορικά τραγούδια του Βαγγέλη Παπαζαχαρίου στα οποία τσίμπησα αμέσως μόλις τα άκουσα και σιγά σιγά τα επεξεργαστήκαμε και τα συμπεριλάβαμε στο ρεπερτόριό μας μέχρις ότου τα γράψαμε σε δίσκο σε χρόνο ρεκόρ, τρία-τέσσερα τετράωρα στο στούντιο.
Στα πρώτα τραγούδια κυρίαρχη είναι: α) η δημιουργική πνοή της απόρριψης του έρωτα, με παρένθετα ποικίλα σχόλια, πολιτικά, κοινωνικά, γλωσσολογικά κ.ά., που είχαν σχέση με την καθημερινότητά μας﮲ σαν παράδειγμα αναφέρω το θέμα της αλόγιστης χρήσης του νερού για καθημερινό μπάνιο που οδηγεί στην τεράστια αύξηση της κατανάλωσης του πολύτιμου αγαθού αλλά και στην επιδείνωση της κρίσης της σχέσης των δυο φύλων λόγω της απουσίας οσμών στην προσέγγισή τους, όλα πάντα μεταξύ αστείου και σοβαρού αφού δεν επιδιώκουμε να παραστήσουμε τους κήρυκες της αλήθειας, β) η μοναξιά και η πίεση των χρόνων της στρατιωτικής θητείας («Στον Παγασητικό», «Ο δρόμος», «Κάθε βράδυ στο Καφέ αμάν») και γ) η επίδραση διαβασμάτων όπως του βιβλίου του Μπουλγκάκωφ «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα» («Ρωμυλία») ή ποιημάτων του Εμπειρίκου («Πολύπαθο πουλί της Σαντορίνης»).
Σημειώνω τη μελοποίηση διαφόρων αγαπημένων ποιημάτων, παρότι είμαι πολύ επιφυλακτικός στη μελοποίηση της ποίησης που συχνά οφείλεται στην αδυναμία εξεύρεσης στίχων και όχι στην αγάπη στους επιλεγμένους στίχους.
Περνώντας οι δεκαετίες η ορμή του έρωτα καταλαγιάζει, η κοινωνική επαναστατικότητα δίνει τη θέση της σε άλλους κοινωνικούς και πολιτικούς προβληματισμούς και συμβιβασμούς, και φθάνουμε στα τελευταία χρόνια, όπου το από απόσταση κοίταγμα της ζωής που περνά (Άνοιξη-Φθινόπωρο από το «Αγάπης αγώνας άγονος» του Σαίξπηρ) καταλήγουμε σε τραγούδια για το παιδικό μπάσκετ, το πλήθος των ασθενειών που μας κατακλύζουν πραγματικά ή φαντασιακά (τις ψυχικές αρρώστιες δεν τις βάζω / γιατ’ είναι δύσκολο πολύ να εντοπιστούν / κι ενώ μας φέρνουν σ’ εξαθλίωση μεγάλη / κάνουμε σα να μη μας αφορούν) και για κυρίαρχα φαινόμενα της εποχής μας, όπως το Facebook και το Youtube (The social dilemma,Netflix), που νομίζουμε ότι τα χρησιμοποιούμε ενώ αμείλικτα μας χρησιμοποιούν και μας εγκλωβίζουν (Φεησμπούκ, που ηχογραφήθηκε απ’ τον καθένα μας χώρια στο σπίτι του λόγω εγκλεισμού, εικονογραφήθηκε μοναδικά απ’ τον Γιώργο Ακοκκαλίδη και κυκλοφόρησε στο Youtube﮲ αξίζει να δείτε την απεικόνιση του αρχετυπικού οπαδού του ΠΑΣΟΚ όπως τον απεικόνισε ο ΑΚΟΚ στην εικονογράφηση των στίχων «Πώς τα κατάφερε λοιπόν το Φεησμπούκ / τη νεολαία τόσο εύκολα να πείσει / να καταφέρει αριστερούς, κεντρώους, δεξιούς κι αναρχικούς / σε ομοιόμορφο μοντέλο να τυλίξει;).
Αυτά που ανέφερα είναι ανεξάρτητα απ’ το ότι στον τελευταίο δίσκο υπάρχουν τραγούδια που γράφτηκαν πριν τριάντα εννιά και τριάντα οκτώ χρόνια(«23 κόκκινα φώτα», «Στους πέντε ανέμους», «Πανσέληνος στους Φιλίππους», «Κάθε βράδυ στο Καφέ αμάν»).
Ερ: Σε συνέντευξή σας στο παρελθόν, έχετε αναφέρει ότι η σύνθεση αποτελεί προϊόν ενός ξεσπάσματος για να αντέξεις αυτό που σε πιέζει. Τι σας προκαλεί δυσφορία σήμερα; «Από ποια χτυπήματα του κόσμου δεν μπορεί να ξαποστάσει η καρδιά σας ολημερίς;»
Απ: Εν μέρει απάντησα με την προηγούμενη απάντησή μου. Όμως η δυσφορία που προκαλεί η κατάντια της πατρίδας μας είναι βαριά. Μια κυβέρνηση που βαρύνεται με τόσα σκάνδαλα και για μας τους Θεσσαλονικείς με την καταστροφή της Βασιλικής οδού (από αυτοαποκαλούμενους πατριώτες) μια Αντιπολίτευση αποκομμένη απ’ τους ψηφοφόρους της που απομονώνει τα καλύτερα στελέχη της και επιτυχημένους πρώην Υπουργούς, κυρίως απ’ τον Ακαδημαϊκό χώρο, που μοιάζει να μη την ενδιαφέρει να κυβερνήσει αλλά να κρατήσουν τα ανώτερα στελέχη της τις θέσεις τους, μια κοινωνία που αποδέχεται την καταστροφή της Βασιλικής οδού στη Θεσσαλονίκη, που πολεμάει τόσο φανατικά τη Συμφωνία των Πρεσπών μόνο όσο για να πέσει η προηγούμενη Κυβέρνηση και παραβλέπει ότι στον εναέριο χώρο της γείτονος συμβάλλει η ελληνική αεροπορία. Ακόμη, δυσφορία για τόσα πράγματα. Η κυριαρχία του κονφορμισμού, πού πάει ο κόσμος, η προσφυγιά και η εγκληματική της αντιμετώπιση, οι πόλεμοι που μαίνονται με την κλιματική καταστροφή παρούσα, τόσα πράγματα, δεν έχουν τελειωμό και δεν θέλω να μεμψιμοιρώ. Μήπως εγώ κι όλοι μας δεν έχουμε μερίδιο ευθύνης;
Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε
Ερ: Στη μουσική σας καθρεφτίζεται ένα συλλογικό αποτέλεσμα, από τη μουσική ως τα φωνητικά, που βγάζει ζεστασιά. Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση σας με τα υπόλοιπα μέλη της κομπανίας;
Απ: Εξαιρετική, αφού δεν βλεπόμαστε καθημερινά όπως τα παντρεμένα ζευγάρια, καλλιεργούμε τη νοσταλγία μέχρι να ξαναϊδωθούμε αφού δεν παίζουμε και συχνά. Βέβαια, «με εξαιρέσεις τσιριγμάτων, βιαιοτήτων», όπως μαρτυρεί και ένας στίχος του τραγουδιού Φεησμπούκ που προανέφερα.
Ερ: Μπορεί η απάντηση στις κρίσεις των καιρών να είναι η παρέα; Να σαν κι αυτές που βλέπουμε να δημιουργούν σήμερα με φόντο τις καταλήψεις στο Τσίλλερ, στο Ρεξ, στο ΚΘΒΕ…
Απ: Φαντάζομαι πως ναι, όμως δεν έχω προσωπική εμπειρία αφού ζω στην επαρχία. Βέβαια, πάντα θυμάμαι τη λεζάντα μιας φωτογραφίας με ρεμπέτες στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «Ρεμπέτικα»: «προς στιγμήν φίλοι» (που όμως κι αυτό δεν είναι λίγο), αφού για αρκετούς ισχύει το «τη μια μ’ εσάς, την άλλη με τους άλλους», και ο κονφορμισμός και το γλείψιμο της εξουσίας δεν λείπουν.
Με τον Σταύρο Τσιώλη και τον οπερατέρ τους Βασίλη Καψούρο
Ερ: Ένα ακόμη δίστιχο, μοιράζεται σοφά: «ξες τα νιάτα φεύγουν γοργά και παν χωρίς ποτέ σταματημό». Κοιτάτε ποτέ τον χρόνο κατάματα. Τον αισθάνεστε απειλητικό; Υπάρχει τρόπος να συμφιλιωθούμε με το παρόν που γίνεται την επόμενη στιγμή παρελθόν;
Απ: Ο χρόνος είναι οπωσδήποτε αδυσώπητος και κάθε μέρα λες και ξημερώνει με κάτι να σε παραμονεύει. Η ξενοιασιά πάει κι έρχεται. Ευτυχώς έχω τόσα σχέδια στα σπάργανα, τόσες δουλειές, γραψίματα, δίσκοι, μουσικές, κόψιμο ξύλων, συντήρηση κουφωμάτων, τακτοποίηση βιβλίων και αρχείων που ήλπιζα να καταφέρω με τον εγκλεισμό αλλά φυσικά δεν κατάφερα, που τρέχουν, τόσα διαβάσματα με τα οποία μάλλον έχει χαθεί το παιχνίδι αφού όλο κι άλλα συσσωρεύονται. Έναν σπουδαίο φίλο που ετοιμάζει μια μνημειώδη έκδοση και όχι μόνο, παρότι έχει πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας, ο χρόνος φαίνεται να έχει ξεχάσει, γιατί έχει να κάνει κι αυτό τον καίει. Τον χρόνο, ό,τι και να πούμε, μόνο να τον ξεγελάσουμε μπορούμε. Δέστε ποιοί γλυτώνουν και τί λέει ο Υπηρέτης στον Ιππότη στο τέλος της «7ης Σφραγίδας». Κατά τον γιακί μάγο Δον Χουάν, δάσκαλο του ανθρωπολόγου Κάρλος Καστανέντα, ο άνθρωπος έχει τέσσερις εχθρούς: τον Φόβο, τη Δύναμη, την Κατανόηση και τον Θάνατο. Τους τρεις μπορεί να τους αντιμετωπίσει, τον Θάνατο να τον ξεγελάσει για λίγο.
Ερ: Είστε άνθρωπος που έχετε μάθει ως αρχιτέκτονας να προστατεύετε αυτό που χτίζεται. Εκκλησίες, τζαμιά, κάστρα, την παλιά πόλη της Ξάνθης. Από τις πολιτικές που βλέπουμε να εφαρμόζονται δίπλα μας, ακόμη και σ’ επίπεδο καθημερινότητας, τι θεωρείτε ότι θίγεται περισσότερο και τι νιώθετε την ανάγκη να διαφυλαχθεί;
Απ: Εδώ από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω; Ελλάς Ελλήνων καταστροφέων της πατρίδας μας, πρόθυμων να βολευτούν με όποιον είναι στα πράγματα, ακόμη και τον πιο στυγνό εχθρό ﮲ πολλά τα ιστορικά παραδείγματα. Έγραψα για έναν γνωστό, σε μια σειρά από δίστιχα για φίλους και γνωστούς: «Πάλι πώς θα τα οικονομήσεις ονειρεύεσαι. Καλός χριστιανός κι η Ελλάδα, Ελλάδα».
Μουσεία, Εγνατία, ανασκαφές στο έλεος του καιρού, ανιστόρητες αναστηλώσεις από μη ειδικούς, καταπατώντας και τις αναστηλωτικές αρχές που θεσπίστηκαν για πρώτη φορά με την Carta del restauro που συνέταξε ο Boito και υιοθέτησε το συνέδριο των Ιταλών μηχανικών στη Ρώμη το 1883, ιστορικές περιοχές, κηρυγμένα κτίρια αφημένα στην τύχη, που οι ιδιοκτήτες τους τα υπονομεύουν και οι εργολάβοι παραμονεύουν, απ’ όλα έχει ο μπαξές.
Είπα πολλά αρχίζοντας, μπούχτισα και σιγά σιγά ξεφούσκωσα. Γεια.
πηγή: avgi.gr