Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Από νωρίς το πρωί προλάβαμε κι ανεβήκαμε στο βουνό. Αριστερά και δεξιά κι ολόγυρα τα πεύκα και τα έλατα, καθώς ο ήλιος ερωτοτροπούσε μαζί τους, απαύγαζαν όλα τα ζωηρά χρώματα της κλίμακας του πράσινου και δένονταν συνάμα με το καταγάλανο του ανέφελου ουρανού. Ποιος θα το πίστευε ότι το απόγευμα ο συγκεκριμένος περίπατος θα ήταν ολόλευκος… Το Περτούλι ήταν όμορφο και γι΄ αυτές τις χρωματικές εναλλαγές του.
Τα δύο τζάκια του Πανεπιστημιακού ξενώνα μπουμπουνίζανε, καθώς τα κούτσουρα αγκαλιάζονταν σφιχτά από πολύχρωμες γλώσσες φωτιάς. Απομεσήμερο και μετά την πολύωρη γαστριμαργική επίθεση των συνδαιτυμόνων στις λιχουδιές και τα κοψίδια με την ανάλογη έως δυσανάλογη κατανάλωση ποτών, οι άλλοι αποσύρθηκαν για απογευματινή κατάκλιση. Μεγάλη παρέα, γεμάτη κέφι και ανεμελιά, δεκαεννιά γουστόζοι άνθρωποι που τα πήγαιναν καλά και με το πνεύμα και με το οινόπνευμα. Η πρωινή περιήγηση στο δάσος ήταν θαυμάσια από κάθε άποψη, μα, ιδιαίτερα μετά το φαγητό, τους βγήκε όλη η κούραση και ανέβηκαν αργά προς τα υπερώα.
Στο σαλονάκι έμειναν οι δυο τους, ο Άρης με το Χρήστο και είχαν μιαν ενδιαφέρουσα συζήτηση για την τέχνη της φωτογραφίας και τις τεχνικές της. Του έδειξε ο Άρης μία ολόκληρη σειρά από θαυμάσιες φωτογραφίες. Όλες αναφέρονταν στη χλωρίδα της Ελλάδας. Όμορφα δέντρα με απλωμένες φυλλωσιές γεμάτες ζωντάνια, άλλα μοναχικά σε κάμπους ή πλαγιές και άλλα ξερά, κουφάρια με παράξενα σχήματα. Η φωτογραφία όμως που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν αυτή που έδειχνε ένα κατακίτρινο λουλουδάκι που είχε τιναχτεί απαιτητικό έξω απ΄ τον χιόνινο σωρό, διψώντας για ήλιο και οξυγόνο.
Μια άλλη θεματική ενότητα ήταν οι καταρράχτες της Ελλάδας, μικροί ή μεγαλύτεροι. Ο Χρήστος ούτε που τους ήξερε, παρά το ότι κάποιοι από αυτούς βρίσκονταν στα βουνά της περιοχής του. Αλλά ο Άρης ήταν κοσμογυρισμένος, είχε ανέβει σε όλα τα βουνά της χώρας και όχι μόνο. Και οργανωμένος μέχρι κεραίας, από ένα κρυμμένο σπίρτο μέχρι ένα φλασκί γεμάτο με καλό ρακί χωρίς γλυκάνισο αλλά με κρόκο, κουβαλούσε πάντα μαζί του τη φωτογραφική μηχανή είτε σε εκδρομές του Ορειβατικού Συλλόγου, είτε σε δικές του μοναχικές ατέλειωτες πεζοπορίες, όχι μόνο στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και στα νησιά, όπως για παράδειγμα στο Υψάριο της Θάσου και στο Σάος της Σαμοθράκης, στο λεγόμενο Φεγγάρι, το ψηλότερο βουνό του Αιγαίου.
Κι αφού είπανε κι άλλα, ο Χρήστος πρότεινε να κάνουν και μια κασκαρίκα στο Βασίλη και στο Στράτο, να στήσουν δηλαδή μία μηχανή. Ο Άρης ήταν άσχετος με τράπουλα, δεν ήξερε να παίζει ούτε ξερή. Ο Χρήστος τον δασκάλεψε και του είπε πως θα ΄ναι πολύ εύκολο. Αυτός θα στήσει όπως πρέπει τα χαρτιά, θα τα μοιράσει κι ο Άρης θα πει «πάσο», στη συνέχεια «κι άλλο πάσο» και στο τέλος «δε φτουράς, Χρηστάρα!». Αυτά και μόνο.
Ακούστηκαν τριγμοί από πάνω. Είχαν αρχίσει να ξυπνούν τα αρκαντάσια. Πρώτες κατέβηκαν η Λίτσα με τη Στέλλα και ακολούθησαν ο Στράτος κι ο Βασίλης. «Άντε, ρε Άρη, όλο μιλάς! Θα το τελειώσουμε επιτέλους εκείνο το παιχνίδι;». Είχε γράψει σε μιαν εφημερίδα ένα κατεβατό από αριθμούς, για να γίνει το πράγμα πιο πειστικό. Όλα έγιναν όπως τα είχε προβλέψει. «Μπα, τι βλέπω; Κι ο Άρης έμαθε μπιλότ;». «Άσε, ρε Βασίλη, με τάραξε ο μπαχλαμάς με τις πενηντάρες και τις κατοστάρες… Και να σκεφτείς ότι πριν λίγη ώρα άρχισε να μαθαίνει. Μάλλον μας δούλευε ότι τάχαμου δεν ξέρει από χαρτιά… Αυτός έχει εξελιχθεί, έγινε μέγας μπουρλοτιέρης!».
Μοίρασε ο Χρήστος από τρία κι άλλα τρία. «Πάσο», είπε ο Άρης. «Κι εγώ πάσο!». «Κι άλλο πάσο», επανέλαβε ο Άρης. «Θα τα πάρω καρό και θα σε τσακίσω, ρε μάγκα, επιτέλους!». Μοίρασε από τρία και δεν περίμενε. Κατέβασε όλα τα χαρτιά του στο τραπέζι: τέσσερα δεκάρια, τέσσερα εννιάρια κι ένα καρό οχτάρι. «Εκατό τα δεκάρια, εκατόν 270!» Ο Βασίλης, όπως ο Χρήστος το είχε προβλέψει, επενέβη δυναμικά: «Δε μπορείς να βγάλεις ενννιάρια, δεκάρια και να μετρήσει και η Τρίτη 8, 9, 10!». Πριν προλάβει κάτι άλλο να ειπωθεί, ο Άρης απολογήθηκε: «Δε φτουράς, Χρηστάρα!» Κι αμέσως έριξε στο τραπέζι 4 βαλέδες και 4 άσους, τελειώνοντας την παρτίδα με νίκη.
Όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό, μόνο ο Χρήστος το πειραχτήρι, τάχα αγανακτισμένος πέταξε τα χαρτιά επιδεικτικά στο τραπέζι με μια κίνηση επιτηδευμένης απελπισίας. Ο Βασίλης με το Στράτο έμοιαζαν εμβρόντητοι. Εκείνην τη στιγμή ο Χρήστος πρότεινε να παίξουν δυάδες, ώστε ν΄ αντιμετωπίσουν κι αυτοί τον ηρωϊκό μπουρλοτιέρη, τον Άρη, απ΄ το Πισωδέρι της Φλώρινας. Ο Στράτος όμως το έκοψε άμεσα: «Εγώ δεν παίζω μ΄ αυτόν τον τυχεράκια…». Ώσπου οι άλλοι πάτησαν τα γέλια. Όλα ήταν φτιαχτά, η τράπουλα στημένη κι ο Άρης ανίδεος από μπουρλότο. Αυτός ήξερε μόνο από ορειβασίες, πεύκα, έλατα, καταρράχτες, τσίπουρα, φωτογραφίες και 134 τρόπους για να μαγειρεύει κανείς τη σαρδέλα. Αυτοί όμως πίστευαν μόνο αυτό που είδαν τα μάτια τους. Άκου βαλέδες και άσους ταυτόχρονα! Αυτό δεν είχε ξαναγίνει στα χρονικά του μπιλότ. Ο μπουρλοτιέρης Άρης τους είχε στείλει όλους καπότο!