Eίναι καιρός τώρα που αισθανόμαστε ένα μπαΐλντισμα αδιεξόδου, ψυχολογικού, οικονομικού, εσχάτως και εθνικού. Για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας το διαδίκτυο, πέρα από εργαλείο δουλειάς, ήταν ένα ελεύθερο και (ασφαλές;) εκτονωτήρι. Τα περισσότερα νέα πλέον έρχονται μέσα από το ίντερνετ, όσο ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που είναι πραγματικά παρακολουθηματικοί του τι συμβαίνει γύρω τους.
Μία από τις ειδήσεις, όμως, αγγίζει σχεδόν όλους όσοι γράφουν και ποστάρουν: Η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών των ΗΠΑ (FCC) έβαλε τέλος στην «ουδετερότητα του Διαδικτύου» με τη δικαιολογία ότι εμποδίζει τις επενδύσεις και την καινοτομίας (σσς), διαμορφώνοντας ένα «ίντερνετ δύο ταχυτήτων» στη χώρα αλλά και μοιραία σε όλο τον κόσμο.
Eως τώρα, οι πάροχοι ήταν αναγκασμένοι να αντιμετωπίζουν όλα τα δεδομένα στο Διαδίκτυο με τον ίδιο τρόπο και να μην προβαίνουν σε διακρίσεις ή να χρεώνουν διαφορετικά ανάλογα με τον χρήστη, το περιεχόμενο, τον ιστότοπο ή την εφαρμογή. Σύμφωνα με τη διάταξη που ίσχυε, δεν μπορούσαν εσκεμμένα να εμποδιστούν ιστοσελίδες, να επιβληθούν χαμηλότερες ταχύτητες ή να χρεώνεται το διαδικτυακό περιεχόμενο.
Βάσει της νέας απόφασης, οι πάροχοι ίντερνετ θα έχουν το δικαίωμα να ενισχύουν τη ταχύτητα των ιστότοπων (που μπορούν να πληρώσουν)» και να αφήσουν σε όλες τις άλλες μια πιο αργή σύνδεση. Με άλλα λόγια: καταργείται η ισότιμη πρόσβαση σε όλους και δωρεάν. Όσοι πληρώνουν λίγα, θα έχουν πρόσβαση στη φθηνή πληροφορία και με αργό ίντερνετ. Όσοι πληρώνουν πολλά, θα μπορούν να μπαίνουν σε όσες σελίδες θέλουν και γρήγορα. Όσοι δε, θέλουν να στήσουν ηλεκτρονικό κατάστημα, θα χρειαστεί να προνοήσουν για εξτρά φράγκα, αν θέλει η σελίδα τους να σταθεί, να συνυπάρχει δίπλα σε κοτζάμ Amazon.
Με τη νέα απόφαση «αποκαθιστούμε την ελευθερία του Διαδικτύου» και «βοηθάμε τους καταναλωτές και την ανταγωνιστικότητα», τόνισε ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών των ΗΠΑ Αζίτ Πάι που είχε διοριστεί από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.
Η FCC «δίνει τα κλειδιά του Διαδικτύου σε μια χούφτα εταιρειών»,επεσήμανε η Μίνιον Κλάιμπερν μέλος της Επιτροπής που καταψήφισε την απόφαση, ενώ ο σκηνοθέτης Ντέιμον Ντέιβις είπε πως η απόφαση «θα επηρεάσει του φτωχούς, τους περιθωριοποιημένους, που δεν θα μπορούν πλέον να έχουν πρόσβαση στην επικοινωνία, τις πληροφορίες»,
Οι μεγάλες επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών των ΗΠΑ επιθυμούν πάντως να δουν το τέλος «της ουδετερότητας του Διαδικτύου», καθώς είναι και οι ίδιες δημιουργοί περιεχομένου και άρα βρίσκονται σε ανταγωνισμό με τεχνολογικές εταιρείες όπως η Netflix και η Apple, ώσπου το μεγάλο ψάρι να φάει το μεγαλύτερο.
Διαδικτυακή ελευθερία, είπατε; Διόδια παντού και το χέρι στην τσέπη. Αν νομίζουμε ότι χωρίς να πληρώνουμε μπορεί να υπάρξει κάτι καλύτερο, είμαστε μπροστά στην αντίληψη πως θέλουμε και τα τραβάμε!