«Όποιος δεν γνωρίζει την Ιστορία, είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει στη χειρότερή της μορφή»…
Η ηττημένη Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή υπέγραψε τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Μία Διεθνής Συνθήκη που καθόρισε τότε όχι μόνο τα σύνορα της σημερινής Τουρκίας αλλά και τον καθορισμό των μειονοτήτων. Της μεν στη Θράκη ως θρησκευτικής και της δε ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη ως ελληνικής εθνικής μειονότητας. Όλοι σήμερα αντιλαμβάνονται τη σημαίνουσα βαρύτητα αυτής της διαφοροποίησης.
Η Συνθήκη της Λωζάννης 100 χρόνια τώρα είναι η δικλείδα ασφαλείας της σταθερότητας και της ασφάλειας στην περιοχή μας. Και όσο και αν γκρινιάζει ο Τούρκος πρόεδρος για αλλαγή, τροποποίηση ή αναθεώρηση αυτή δεν αλλάζει.
Είναι από την ώρα της υπογραφής της –όχι μόνο από την Ελλάδα και την Τουρκία αλλά και από δεκάδες άλλες χώρες- Διεθνές Δίκαιο. Και αλλάζει μόνο με μία νέα Διεθνή Συνθήκη.
Και πρόσφατα έχει πλέον καταστεί και κοινοτικό, ευρωπαϊκό κεκτημένο μετά την αποδοχή από τη συντριπτική πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τροπολογίας που κατέθεσα ως πρόεδρος της Μικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής ΕΕ-Τουρκίας, μία Επιτροπής που απαρτίζεται από 80 Ευρωπαίους και Τούρκους βουλευτές μαζί με τον πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του ΕΚ Έλμαρ Μπροκ. Μία τροπολογία που καταδικάζει απερίφραστα τις ενέργειες του Τούρκου προέδρου και δηλώνει κατηγορηματικά ότι η Συνθήκη της Λωζάννης δεν αλλάζει.
Γιατί κάνω αυτή την εισαγωγή και αυτή την ιστορική αναδρομή;
Η σημερινή κυβέρνηση του ακραίου λαϊκισμού δεν γνωρίζει ούτε Ιστορία –ή μάλλον συνειδητά τη διαστρεβλώνει- και βλάπτει σοβαρά τα εθνικά μας συμφέροντα. Ερχόμενη σε πλήρη αντίθεση με τις εθνικές ευαισθησίες της συντριπτική πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
Έβαλε την υπογραφή της εκεί που κάθε άλλη ελληνική κυβέρνηση δεν είχε δεχθεί καν να διαπραγματευτεί. Εκχώρησε στα Σκόπια, το ψευτοδημιούργημα της 3ης Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1932 και του Τίτο το 1945 –με προφανή στόχο την κάθοδό τους στο Αιγαίο-, ταυτότητα, εθνότητα και γλώσσα.
Την περασμένη εβδομάδα η ελληνική Βουλή κύρωσε τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η ιδιόμορφη κοινοβουλευτική πλειοψηφία έδωσε τη θετική της ψήφο σε μία εθνικά επιζήμια συμφωνία και την κατέστησε δυστυχώς Διεθνές Δίκαιο. Ψήφισε μία συμφωνία που αλλάζει μόνο με μία άλλη Διεθνή Συμφωνία.
Και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών με μία απλή επιστολή από την πλευρά των Σκοπίων θα αναγνωρίσει την ύπαρξη «Μακεδόνων» που ομιλούν τη «μακεδονική» γλώσσα.
Όλα αυτά ασφαλώς θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν ο «τέως» κυβερνητικός εταίρος είχε υπερψηφίσει την πρόταση δυσπιστίας της Νέας Δημοκρατίας αντί με τη στάση του να χαρίσει απλόχερα το στυλό της υπογραφής της συμφωνίας στους Τσίπρα-Κοτζιά τον περασμένο Ιούνιο. Η Ιστορία, ο αμείλικτος κριτής όλων μας, θα του χρεώσει αυτή την υπογραφή. Σας παραφράζω τον Κικέρωνα: «Αν κάποιος γνωρίζει ένα έγκλημα και μπορεί να το αποτρέψει είναι το ίδιο ένοχος με αυτόν που το διαπράττει»…
Αλλά δεν μπορώ να μην σχολιάσω, επίσης, την παρέμβαση του πρώην υπουργού Εξωτερικών με το υπερπληθωρικό και όχι μόνο «εγώ» που κουνώντας μας το δάχτυλο χρησιμοποιούσε επιχειρήματα για να μας πείσει για την «τεράστια επιτυχία του» που δεν έχουν τολμήσει καν να εκστομίσουν οι ίδιοι οι Σκοπιανοί 28 χρόνια τώρα. Την απάντηση για τα περί «μακεδονικής» εθνότητας και ταυτότητας που δήθεν δεν εκχώρησε στους Σκοπιανούς, του την έχει δώσει από τις 29 Αυγούστου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο υπουργός Εξωτερικών των Σκοπίων Νικόλα Ντιμιτρόφ που σε ερώτησή μου απάντησε: «Είμαι Μακεδόνας και μιλάω τη μακεδονική γλώσσα».
Και δεν μπορώ, επίσης, να μην αναφερθώ στη σπουδή που επέδειξε η κυβέρνηση για να «επιλύσει» το Σκοπιανό. Χωρίς καμία εξουσιοδότηση. Προχώρησε σε μυστικές διαπραγματεύσεις για ένα πολύ σημαντικό εθνικό μας θέμα χωρίς να ενημερώσει κανένα. Χωρίς να ζητήσει τη συναίνεση της αντιπολίτευσης. Κάτι πρωτοφανές στα μεταπολιτευτικά χρόνια που στα εθνικά θέματα υπήρχε πάντα ενημέρωση και συναίνεση και ήταν πάντα εκτός αντιπολιτευτικής ατζέντας. Και το χειρότερο. Προχώρησε σε μυστικές διαπραγματεύσεις βάζοντας τη χώρα μας στη θέση του επισπεύδοντος. Όταν το πρόβλημα το έχει η άλλη πλευρά. Με το σαθρό επιχείρημα ότι τα Σκόπια έχουν αναγνωριστεί από 140 χώρες με το συνταγματικό τους όνομα.
Να ξεκαθαρίσουμε και πάλι κάτι. Η Ελλάδα ως πλήρες μέλος και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ κρατούσε και κρατάει το κλειδί της εισόδου του γειτονικού κρατιδίου στους Διεθνείς Οργανισμούς. Και μόνο η δική της υπογραφή θα μπορούσε να επιτρέψει την είσοδο των Σκοπίων.
Όλοι δυστυχώς θυμόμαστε το λαϊκισμό της εποχής του «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο».
Και όλοι ασφαλώς σήμερα «ομνύουμε» στον πολιτικό οραματισμό του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Που σήμερα περισσότερο παρά ποτέ δικαιώνεται γιατί πάντα πίστευε ότι τα πολιτικά οφέλη από την είσοδό μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα είναι σαφώς μεγαλύτερα από τα οικονομικά.
Η κυβέρνηση Τσίπρα απεμπόλησε και αυτό το πολύ ισχυρό χαρτί. Και προχώρησε σε μία θνησιγενή συμφωνία που αντί να επιλύει προβλήματα δημιουργεί πολύ περισσότερα και πολύ πιο σημαντικά. Ακόμη και στην οικονομική δραστηριότητα της Μακεδονίας. Με τις ονομασίες προέλευσης, τα εμπορικά σήματα κ.λπ. Που θα τεθούν υπό την αίρεση κάποιας επιτροπής μέσα στην επόμενη τριετία όπως ορίζει η κατάπτυστη Συμφωνία των Πρεσπών. Μία κατάπτυστη συμφωνία που τη Μακεδονία μας την αναφέρει –το μεταφέρω αυτολεξεί- «το βόρειο τμήμα του πρώτου μέρους».