Πολλά τα κρούσματα της νεανικής (και όχι μόνο) βίας τον τελευταίο καιρό.
Πολλά τα θύματα, πολλοί οι θύτες και πάμπολλοι οι παρατηρητές. Οι συζητήσεις πολλές, οι εκπομπές που θίγουν το σημαντικό αυτό κοινωνικό ζήτημα, επίσης. Ευαισθητοποιήθηκε επιπρόσθετα η εκπαιδευτική κοινότητα καθιερώνοντας διαδραστική ενότητα για τη βία και τον σχολικό εκφοβισμό στα σχολεία.
Ενημερώσεις, δράσεις, παρουσιάσεις προσπαθούν να συνδράμουν στην αντιμετώπισή του. Το αποτέλεσμα όμως όλων αυτών των δράσεων πενιχρό. Η αναζήτηση της αναποτελεσματικότητας αυτών των θεραπειών φαντάζει από τη μια απλή και οφθαλμοφανής, μα από την άλλη αποδεικνύεται ομιχλώδης και ασαφής.
Οι κυρίαρχοι άξονες επιρροής αυτού του φαινομένου είναι, ήταν και θα είναι διαχρονικά η ηλικία, δηλαδή η εφηβεία, το περιβάλλον (οικογενειακό, σχολικό, κοινωνικό) και φυσικά με ιδιαίτερη βαρύτητα οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.
Οι συνθήκες εκείνες που δυνητικά περιθωριοποιούν, αδικούν, προκαλούν θυμό, αδιέξοδα, ανασφάλεια, τυφλές αντιδράσεις και μίσος. Συνθήκες ικανές για να τροχοδρομήσουν καταστάσεις βίας.
Θα τολμήσω όμως να ιχνηλατήσω τις φάσεις εκείνες της καθημερινότητάς μας που δυσκολεύουν την θεραπεία φαινομένων βίας, και στις οποίες συμμετέχουμε και εμείς οι ίδιοι, με έναν όχι και τόσο συνειδητό και ξεκάθαρο τρόπο.
Όλοι γνωρίζουμε πως η νεανική βία και παραβατικότητα δεν είναι κάτι νέο. Διαπιστώνουμε όμως μια αισθητή αύξησή της, συνεχώς κλιμακούμενη. Ο όρος Bullying (εκφοβισμός) μπήκε για τα καλά στη ζωή μας εσχάτως, είτε κατέχουμε την αγγλική γλώσσα είτε όχι.
Ακολουθήθηκε ένα brainstorming του όρου αυτού από όλα τα ΜΜΕ και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Ένας καταιγισμός εικόνων, εξομολογήσεων, μαρτυριών, εμπειριών και αναλύσεων που σκοπό είχε να θορυβήσει και να ευαισθητοποιήσει το κοινό.
Μόνο που δεν έφεραν και αυτές οι ενέργειες τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ίσως… γιατί η διάχυτη υπερβολή και η υπερέκθεση του όρου Bullying να μην άφησε περιθώρια σε ατομική εμβάθυνση, ώριμη κατάδυση και διεισδυτική ματιά για μια πληρέστερη εικόνα του φαινομένου αυτού.
Συνήθως αντιδρούμε στα περιστατικά αυτά αποσπασματικά. Όπως,….. με μια στιγμιαία στενοχώρια, αναστεναγμούς μικρής διάρκειας, ερωτήματα όπως «που πάει η κοινωνία», «σε τι κοινωνία μεγαλώνουν τα παιδιά μας», «δεν κάνει τίποτε το σχολείο, το Υπουργείο, οι Υπεύθυνοι»…. Ή κάποιες άλλες φορές με απάθεια και αναλγησία, καταγράφοντας μηχανικά το συμβάν στο κινητό μας.
Η αναποτελεσματικότητα των δράσεων κατά της βίας και του εκφοβισμού καταδεικνύεται επίσης και από την πεποίθηση που έχουμε εμείς οι ίδιοι πως αυτό το θέμα ουσιαστικά δεν μας ακουμπά. Πως συμβαίνει κάπου μακριά, παραδίπλα, το πολύ δίπλα.
Αλλά όχι και στην δική μας οικογένεια. Και αν τύχει και μας χτυπήσει την πόρτα, πεποίθησή μας θα είναι πως θα βρισκόμαστε, αποκλειστικά και μόνο, από τη μεριά των θυμάτων. Όχι των θυτών.
Οι δε παρατηρητές, οι θεατές δηλαδή των εκφοβιστικών πράξεων στερούνται εκκωφαντικά της πρέπουσας προσοχής μας. Θεωρούμε πως η παρουσία τους σε περιστατικά βίας είναι άνευ ιδιαίτερης σημασίας.
Όμως … υπάρχουν παιδιά θεατές που αισθάνονται θυμό, ντροπή και ενοχή λόγω της μη παρέμβασής τους. Ή άλλα που συμπράττουν με τους εκφοβιστές φοβούμενοι ότι ίσως είναι τα επόμενα θύματα. Μα που και αυτά τα παιδιά βιώνουν το αίσθημα ντροπής και ενοχής.
Υπάρχουν και κάποια άλλα που ενισχύουν τον δράστη γελώντας και παροτρύνοντάς τον επειδή τον θαυμάζουν. Αυτό το ακροατήριο θα αποτελέσει ενδεχομένως αργότερα τους μελλοντικούς εκφοβιστές.
Η απλή παρατήρηση εν κατακλείδι δεν είναι και τόσο αθώα. Έχει τα αγκάθια της. Γιατί
- Προκαλεί εξοικείωση με καταστάσεις που προξενούν πόνο σωματικό ή ψυχικό
- Διδάσκει την πίστη πως το δίκαιο είναι του δυνατού
- Ενισχύει το φόβο για τον δυνατό
- Προκαλεί συναισθήματα φόβου στην ιδέα της συναναστροφής μας με τα θύματα, γιατί θεωρούμε ότι θα θυματοποιηθούμε και εμείς οι ίδιοι.
Υπάρχουν βέβαια και τα παιδιά που παρεμβαίνουν για να υπερασπιστούν άμεσα ή έμμεσα το θύμα. Κάποιες φορές τα αποτρέπουμε λέγοντάς τα: «Τι θέλεις και μπλέκεις, μπελά στο κεφάλι σου θέλεις;…». Λογικό είναι να ρίχνουμε περισσότερο βάρος στη σωματική ακεραιότητα και την φαινομενική ηρεμία των παιδιών μας, αφού η ψυχική διάσταση δεν είναι άμεσα ορατή.
Όμως αν η αξία του σεβασμού και του αυτοσεβασμού έμπαινε από νωρίς στη ζωή των παιδιών; Αν έβλεπαν ενήλικες να είναι συνεπείς λόγων και έργων; Αν η ενσυναίσθηση γινόταν όπλο άμυνας;
Αν δρούσαν σαν υπερασπιστές με τρόπο θεμιτό και ασφαλή; Ίσως τότε να έμπαινε ένα θετικό λιθαράκι όχι μόνο στην συναισθηματική θωράκισή τους, αλλά και στην αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου.
Εμείς οι ενήλικες είμαστε σαν τους μαθητευόμενους μάγους στον γονεϊκό μας ρόλο. Μόνο όμως επανεκπαιδεύοντας συνεχώς τον εαυτό μας μπορούμε να διαπαιδαγωγήσουμε.
Επαναξιολογώντας παγιωμένες στάσεις μας χωρίς να απολαμβάνουμε τη γαλήνη του εφησυχασμού. Για να παρουσιάσουμε τελικά στα παιδιά μας την εκδοχή εκείνη του εαυτού μας που πρωταγωνιστεί ο σεβασμός στην ανθρώπινη αξία και η προσφορά σε όσους έχουν ανάγκη.
Αθηνά Βολτέα