Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Σκύβω για να μπω στο υπόγειο. Είναι χαμηλή η πόρτα. Πόσες και πόσες φορές δεν χτύπησα το κεφάλι μου. Σαν τον πατέρα μου. Γεμάτο χτυπήματα και κοκκινίλες ήταν το κεφάλι του, που, φέγγιζαν ανάμεσα στο κατάλευκο κοντοκουρεμένο αρύ σγουρό μαλλί του. Τους βλέπω όλους καθισμένους ένα γύρο να μπουρλιάζουν. Τον καπνό. Περνούν τα φύλλα του καπνού σε μεγάλες σιδερένιες γυαλιστερές πλατιές βελόνες. Έχει δροσιά το καλοκαίρι στο υπόγειο. Τους βλέπω όλους. Και τα καρπούζια βλέπω. Θά ‘ναι ίσαμε καμιά δεκαριά. Μεγάλα. Στρόγγυλα βαθυπράσινα ριγωτά και αμερικάνικα χρώματος λαχανί. Ριγωτά κι αυτά. Θυμάμαι μια φορά, που ένα, ήταν δεκαεπτά κιλά. Πιο βαρύ κι από μένα. Τσιλιμπίθρας ήμουνα εγώ. Περνούσε με το τρακτέρ ο Λάκης. Τίγκα η καρότσα με καρπούζια. Αγόραζε ο πατέρας μου συνήθως καμιά δεκαπενταριά, κι άμα τά ‘βρισκε φθηνότερα και παραπάνω. Κάθε μέρα τρώγαμε καρπούζι. Ντομάτα και καρπούζι. Πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό. Με άσπρο κατσικίσιο τυρί που έφτιαχνε η μάνα μου, τα τρώγαμε. Κρέμονταν η τσαντίλα από το δέντρο, στάλαζε μέσα στο μπακιρένιο ταψί το τυρόγαλα, και μόλις σταματούσαν οι σταλαγματιές, την κατέβαζε από το δέντρο. Φρέσκο τυρί. Έπαιρνε το σχήμα της τσαντίλας και το διάτρητο σχέδιο της, το τυρί. Άλλοτε το αλάτιζε για να κρατηθεί κάνα δυο τρεις μέρες μέσα στο φανάρι, μα τις περισσότερες φορές το τρώγαμε έτσι. Ούτε που προλάβαινε να κατέβει από το δέντρο. Με μια φέτα καρπούζι φυσαρμόνικα στο ένα χέρι και ένα κομμάτι τυρί στο άλλο, καθόμασταν έξω στον χωμάτινο ανηφορικό δρόμο, στο χαντάκι, στο πεζούλι. Φτύναμε τα κουκούτσια, μαζεύονταν οι μύγες. Στο πρόγραμμα κι αυτές.
Σε μια γωνιά στο υπόγειο τα βάζαμε τα καρπούζια. Για να κρατιούνται δροσερά. Όταν ένα πήγαινε για “σφάξιμο”, ώρα πιο πριν, το έβαζε ο πατέρας μου στη γούρνα της βρύσης αφού τάπωνε πρώτα την τρύπα της, για να γεμίσει με το παγωμένο Παγγαιορείτικο νερό, κι άνοιγε λίγο τη βρύση πάνω ακριβώς από το καρπούζι. Χτυπούσε το νερό πάνω του και πετάγονταν ολοτρίγυρα στις πλάκες. Μαζεύονταν οι μέλισσες. Ιδρωμένες, κατακουρασμένες, διψασμένες από την ολοήμερη βιοπάλη τους κι αυτές σαν τους γονείς μου, τους συγγενείς και όλο τους αγρότες κατοίκους του χωριού μου. Ήταν κι αυτές στο πρόγραμμα. Καμιάφορα η διεκδίκηση προτεραιότητας για ξεδίψασμα άφηνε το αποτύπωμά της σε κάποιο μέρος του σώματός μου με το κεντρί της μέλισσας και τη ρίζα του να κρέμεται. Τα αποτελέσματα ήταν, ο αναγκαστικός από τη φύση θάνατος της μέλισσας και ο πόνος, το πρήξιμο, και η φαγούρα η δικιά μου. Τουμπάνιασε μια φορά το μάτι μου.
Τους βλέπω όλους ολοτρίγυρα να μπουρλιάζουν στις βελόνες με τις τρύπες πίσω, τα καπνόφυλλα. Βελόνιασμα, άδειασμα των φύλλων στη σπαγκοκλωνή, ύστερα δέσιμο ο σπάγκος με τα φύλλα, στις καπνόβεργες, και κρέμασμα αυτές στα σαρένια. Να στεγνώσει, να ξεραθεί ο καπνός. Φθινόπωρο, χειμώνα, το παστάλιασμα. Όλη τη χρονιά είχε ο καπνός δουλειά. Στο ραδιόφωνο το “Το σπίτι των ανέμων” με τον Λαμπίρη και τη Τζοβάνα. Άκρα του τάφου σιωπή. Την πιο ακατάλληλη στιγμή μπήκα μέσα και τους απέσπασα την προσοχή, Παίρνω το σκεπάρνι πάνω από το παλιοτράπεζο με τα εργαλεία του πατέρα μου και με ήσυχο βηματισμό προχωρώ προς την έξοδο. Κάνω να βγω έξω από το υπόγειο, σκύβω στη χαμηλή πόρτα μα όχι όσο έπρεπε και χτυπώ το κεφάλι μου. Άλλη μια φορά. Βγαίνω έξω στο φως, στον ήλιο τρίβοντας το χτυπημένο μέρος με το χέρι μου. Τους βλέπω όλους έξω, Τους παππούδες μου, τις γιαγιάδες μου, τους θειούς μου και τις θειές μου, τους γείτονες. Όλους τους βλέπω… .
Δεν υπάρχουν όμως… και δεν ζουν… είναι οι νεκροί μου…
Ή μήπως κάνω λάθος…
Μήπως είναι εδώ;
Μήπως ζουν;
Εσαεί παρόντες!
Σεπτέμβριος με βροχή!