Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024
Η εθνική ένωση αξιωματούχων της αστυνομίας έκρινε απαραίτητο να στείλει ανοιχτή επιστολή στην ακαδημαϊκό Donatella di Cesare, καθηγήτρια θεωρητικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης La Sapienza, μετά τη διαμάχη που πυροδότησε το συλλυπητήριο tweet της για τον θάνατο της πρώην επικεφαλής των Ερυθρών Ταξιαρχιών Barbara Balzerani, η οποία πέθανε την Κυριακή 3 Μαρτίου 2024.
Στο σύντομο μήνυμά της, η καθηγήτρια Di Cesare έγραψε: «Η επανάστασή σου ήταν και δική μου. Τα διαφορετικά μονοπάτια δεν διαγράφουν τις ιδέες. Με μελαγχολία ένα αντίο στη συντρόφισσα Σελήνη».
του Paolo Presichetti, από Insorgenze
Επίθεση στο δικαίωμα του λόγου και της σκέψης
Η Anfp είναι μια συνδικαλιστική ένωση που δημιουργήθηκε για να προστατεύσει τα συμφέροντα των στελεχών διοίκησης της Κρατικής αστυνομίας. Στην ανοιχτή επιστολή, την οποία μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη εδώ (www.anfp.it/lettera-alla-prof-ssa-di-filosofia-teoretica) η καθηγήτρια επιπλήττεται ότι έδειξε έλλειψη σεβασμού προς τα θύματα και τις οικογένειες των θυμάτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της σφαγής της Μπολόνια που δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική ιστορία της Balzerani, αντίθετα έρχεται σε άμεση αντίθεση με την πορεία της, ξεχνώντας πολύ γρήγορα εκείνους τους αξιωματούχους της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών που εμπλέκονται στην εσφαλμένη κατεύθυνση της σφαγής οι οποίοι ως εκ τούτου καταδικάστηκαν, και στους οποίους – προφανώς – οι αστυνομικοί κάνουν εκπτώσεις. Η επιστολή θέτει υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα της Di Cesare στον λόγο και την ελευθερία της σκέψης, ακόμη και τείνοντας το δάχτυλο ενάντια στην pietas, στον οίκτο ενώπιον του θανάτου, κατηγορώντας την ότι δεν εκπλήρωσε τον θεσμικό της ρόλο, πως δεν σεβάστηκε το παιχνίδι των κανόνων: μια απόδειξη απιστίας που σύμφωνα με τα λόγια των αρχηγών της αστυνομίας φαίνεται να δείχνει νοσταλγία για ένα πανεπιστημιακό μοντέλο που έδιωχνε όσους αρνούνταν να ορκιστούν πίστη στο καθεστώς.
Το νέο υπουργείο της ηθικής
Αμέσως προκύπτει ένα ερώτημα: ποιος είναι ο ρόλος και κυρίως η θέση της αστυνομίας στο ιταλικό πολιτικό-θεσμικό σύστημα; Είναι στο χέρι τους να ρυθμίζουν τον δημόσιο διάλογο; Να καθιερώνει τι και πώς διδάσκεται στα Πανεπιστήμια, ποιος αξίζει ή όχι την έδρα; Αυτά δεν φαίνεται να είναι τα καθήκοντα που της αναθέτει το σύνταγμα, τα οποία θα πρέπει να σέβεται κατά γράμμα από θεσμική εντολή.
Είναι πραγματικά περίεργο να προσποιείται ότι υπενθυμίζει στην πολίτη De Cesare ότι δεν μπορεί να υπερβεί τον θεσμικό ρόλο της ως καθηγήτρια, ενώ μια τέτοια υπέρβαση επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό από τους αστυνομικούς με μια παρόμοια επιστολή.
Κατά τα άλλα η καθηγήτρια Di Cesare εξέφρασε τη σκέψη της σε ένα κοινωνικό δίκτυο όχι μέσα στη σχολή της. Μίλησε ως πολίτης, όχι ως καθηγήτρια μπροστά στους σπουδαστές της. Προσεκτική να μην μπερδέψει τα δύο μέρη.
Εάν αξιωματούχοι της αστυνομίας αισθάνονται ελεύθεροι να υπερβούν τα καθήκοντά τους, να τείνουν το δάχτυλο σε ένα πρόσωπο δημόσια, ασκώντας την κυριαρχία της σκέψης και του λόγου, το περιστατικό παίρνει την όψη ξεκάθαρου εκφοβισμού. Πρόσκληση σε σιωπή, με χειροπέδες στα χέρια.
Το φοιτητικό φυλλάδιο και το εσκεμμένα παρεξηγημένο αστέρι
Η επιστολή αμφισβητεί επίσης ένα φυλλάδιο αλληλεγγύης στην καθηγήτρια που ανάρτησαν ορισμένοι φοιτητές στους τοίχους της φιλοσοφικής σχολής της Villa Mirafiori, οι οποίοι αμέσως χαρακτηρίστηκαν ως «επικίνδυνοι αναρχικοί» (sic!) και φιλοταξιαρχίτες επειδή υπέγραψαν το κείμενο με το αστέρι των Br.
Όπως όλοι μπορούν να δουν από την εικόνα εδώ δίπλα, δεν πρόκειται για το ασύμμετρο αστέρι με τα δύο επιμήκη άκρα, αλλά ένα κανονικό αστέρι, ιστορικό σύμβολο της ιταλικής αριστεράς, έμβλημα το 1957 του λαϊκού δημοκρατικού Μετώπου με το ομοίωμα του προσώπου του Γκαριμπάλντι μέσα σε ένα αστέρι, μάλιστα.
Αστέρι παρόν στο σύμβολο πολλών ιστορικών κομμάτων της αριστεράς που μόνο η ζοφερή άγνοια της αστυνομίας μπορεί να ανιχνεύσει αμέσως στο σήμα της Ερυθράς Ταξιαρχίας. Αλλά αυτό είναι το κλίμα, η πιο στενόμυαλη άγνοια ανεβαίνει στο επίκεντρο.
Τι είπε η καθηγήτρια Di Cesare που ήταν τόσο σκανδαλώδες;
Ότι οι ερυθρές Ταξιαρχίες γεννήθηκαν σε εκείνο το χωνευτήρι της σκέψης, της εξέγερσης και της αγωνιστικότητας, της στράτευσης που το 1968-69 έδωσε ζωή έναν νέο πολιτικό χώρο που ζωογονούσε η επαναστατική αριστερά. Νέα αριστερά που αμφισβητούσε τις ιστορικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος ανταγωνιζόμενη σε αυτό το ίδιο το δικό του κοινωνικό έδαφος: τα εργοστάσια και τα προάστια των μεγάλων πόλεων.
ήδη η Rossana Rossanda, είπε κάτι παρόμοιο, το 1978, προκαλώντας σκάνδαλο αφού ενέταξε τις ερυθρές Ταξιαρχίες στο «οικογενειακό άλμπουμ» του ιστορικού κομμουνισμού. Λόγια που προκλήθηκαν από μια πολεμική επιθυμία όχι μόνο ενάντια στη θέση του ΚΚΙ, το οποίο, παρόλο που γνώριζε την πραγματική τους προέλευση, τις χαρακτήριζε ως «αυτοαποκαλούμενες», κατηγορώντας τες ως χειραγωγούμενες, ετεροκατευθυνόμενες, πράκτορες του Νατο κ.λπ., αλλά και με τις ίδιες τις Ετ, που θεωρούσε πολιτισμικό κατάλοιπο του παλιού κομμουνισμού της δεκαετίας του 1950, παρά μια από τις πολλές ψυχές της νέας αριστεράς. Πολιτικές βιογραφίες και κοινωνιολογικές έρευνες έδειξαν στη συνέχεια ότι έκανε λάθος, και κατά πολύ, παρόλο που αργότερα προσπάθησε να τις κατανοήσει και να τις περιγράψει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον.
Η πολιτική βία; Ένας πόρος από κοινού, που τον μοιράστηκαν πολλοί
Σε αυτόν τον νέο πολιτικό χώρο, η χρήση πολιτικής βίας θεωρήθηκε ένας θεμιτός πόρος. Για την επαναστατική βία, πρώτα από όλα, ο κόσμος «μίλησε πολύ». σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια από τον Deriveapprodi.
Ο αγώνας είναι οπλισμένος–La lotta è armata, ο Gabriele Donato εξηγεί πόσο πολύ μοιράστηκε και συζητήθηκε αυτή η επιλογή σε όλους τους σχηματισμούς της νέας αριστεράς, πόσο αυτός ο ορίζοντας συζητήθηκε, έγινε αντιληπτός ως αναπόφευκτος: κάποιοι το καθυστέρησαν αλλά δεν το απέκλεισαν και άμεσα όλοι εξοπλίστηκαν με ομάδες περιφρούρησης, παράνομα επίπεδα, πολλοί οπλίστηκαν, έκαναν «απαλλοτριώσεις», ληστείες για να χρηματοδοτηθούν, υπερασπίζονταν τις πορείες από τις αστυνομικές δυνάμεις και από φασιστικές επιθέσεις ενώ τριγύρω εναλλάσσονταν σφαγές και επιθέσεις από τη δεξιά και τις Μυστικές Υπηρεσίες, στις πλατείες, στα τρένα.
Οι σκιές ενός πραξικοπήματος αναδεύονταν και αλλού δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις ανατρέπονταν από στρατιωτικές δικτατορίες, τόσο ώστε να ωθηθεί το κύριο κόμμα της ιταλικής αντιπολίτευσης να πειστεί ότι δεν θα μπορούσε πλέον να ανέλθει στην κυβέρνηση, κάνοντας πλειοψηφία στις εκλογές, χωρίς προηγουμένως να συμμαχήσει με εκείνο το ίδιο κόμμα της κυβέρνησης από την αυγή της δημοκρατίας, πάντα αντίπαλο, δίνοντας ζωή σε μια κοινωνία χωρίς πλέον αντιπολίτευση, χωρίς διαλεκτικές, χωρίς συγκρούσεις, μετριάζοντας τους μισθούς και τις διεκδικήσεις και που οι ειδικοί ονόμασαν «consociativa, συνεννόησης-συγκοινωνιακή».
Μια δημοκρατία με περιορισμένη κυριαρχία, υπό την κυριαρχία των εξωτερικών περιορισμών της γεωπολιτικής. Έτσι φτάσαμε στο σημείο να πυροβολήσουμε και οι πρώτοι που το έκαναν, θυμίζουν οι ειδήσεις, δεν ήταν οι ερυθρές Ταξιαρχίες.
Οποιαδήποτε σοβαρή μελέτη για εκείνα τα χρόνια είναι βυθισμένη σε ένα τέτοιο κλίμα, αν και πολλοί επιζώντες ή πολλοί από αυτούς που ξέφυγαν, προχωρημένοι πλέον στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία, προτιμούν να ξεχνούν, προσπαθούν να μην τους αναγνωρίζουν, να λένε ψέματα και να κρύβονται φοβισμένα.
Τι θα είπε λοιπόν η καθηγήτρια Di Cesare που δεν ήταν αλήθεια; Που δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει πώς αυτό το αρχικό κοινό συναίσθημα χωρίστηκε στη συνέχεια σε διαφορετικούς δρόμους, σε ξεχωριστές πολιτικές και υπαρξιακές επιλογές;
Ο ηθικός στιγματισμός
Στα λόγια της Di Cesare, δεν υπάρχει ίχνος ηθικού στιγματισμού, αυτό είναι το ζητούμενο. Κατηγορείται για την έλλειψη αποδοκιμασίας, πως αρνείται τη damnatio, την καταδίκη. Το καθεστώς της αγανάκτησης είναι το μόνο δυνατό πενήντα χρόνια μετά τα γεγονότα: επιλεκτική αγανάκτηση, επιπλέον, αν είναι αλήθεια ότι κάποιος όπως ο Φράνκο Φρέντα-Franco Freda, που θεωρείται δικαστικά και ιστορικά υπεύθυνος για τη σφαγή στην Piazza Fontana, ζει ειρηνικά ό,τι έχει απομείνει από την ύπαρξή του αγνοημένος, ξεχασμένος, χωρίς κανείς να του θυμίζει αυτό που υπήρξε: ένας μαζικός δολοφόνος, ένας σφαγέας της ανθρωπότητας στην υπηρεσία και για λογαριασμό κάποιων μηχανισμών του ιταλικού Κράτους.
Όπως έγραψε ο Adriano Sofri, μπορείς να βγεις από τον ένοπλο αγώνα κάποια στιγμή, αλλά ποτέ δεν μπαίνεις κάπου αλλού. Αυτή η ιστορία κηρύχθηκε τελειωμένη από τους μαχητές των Ερυθρών Ταξιαρχιών, συμπεριλαμβανομένης της Balzerani, με μια πολιτική πράξη πριν από σχεδόν σαράντα χρόνια.
Αλλά δεν υπήρξε ποτέ ένα μετά. Οι άρχουσες τάξεις και οι υποστηρικτές τους των μέσων ενημέρωσης δεν το θέλησαν γιατί εξακολουθούν να χρειάζονται αυτές τις εικόνες ώστε να αντιπροσωπεύουν το κακό. Μια βολική εξαγωγή κάθε ενοχής και ευθύνης για όλους.
Για τη δεξιά που με αυτόν τον τρόπο μπορεί να ξασπρίσει τις πραξικοπηματικές και σφαγιαστικές καταβολές και τις συμπαιγνίες της. για την αριστερά που μπορεί έτσι να αποφεύγει τα δικά της πολιτικά λάθη και πολιτιστικές αποτυχίες παρηγορώντας τον εαυτό της με το άλλοθι της συνωμοσίας που πραγματοποιήθηκε από σκοτεινές δυνάμεις που την εμπόδισαν να έρθει στην εξουσία.
Με αυτόν τον τρόπο, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ενσάρκωσαν όλο το κακό του εικοστού αιώνα. Ένα παράδοξο αποτέλεσμα μπροστά στη φρίκη του σύντομου αιώνα, αλλά ακόμη περισσότερο του παρόντος: ένας ρωσο-ουκρανικός πόλεμος που σε δύο χρόνια, σύμφωνα με εκτιμήσεις των New York Times, προκάλεσε 200 χιλιάδες θανάτους και περίπου 300 χιλιάδες τραυματίες και οι πάνω από 30 χιλιάδες θάνατοι στη Γάζα.
Ένα θήραμα αντικατάστασης
Η Barbara Balzerani έφυγε σε σιωπή, με μια κίνηση τζούντο ξέφυγε από τη λαβή όσων χρειάζονταν το σώμα της για να την εκλέξουν ως σύγχρονη μάγισσα, όπως συνέβαινε κατά διαστήματα. Η κοινωνία τoυ «μίσους και της χολής», ορφανή του προσώπου και της κηδείας της που έλαβε χώρα με άκρα διακριτικότητα, μακριά από τα νοσηρά βλέμματα των ΜΜΕ, απογοητευμένη και αγανακτισμένη, έψαχνε λαχανιασμένη άλλο θήραμα να δαγκώσει. Βρήκε την Donatella Di Cesare στο δρόμο της, το μεταβατικό αντικείμενο της εκδικητικής οργής.
Η δεξιά στην κυβέρνηση σήμερα, το πιο στενό περιβάλλον της Μeloni, την κατηγορεί ότι πιάστηκε στα πράσα, ξεσκεπάστηκε, επειδή έσκισε το πέπλο με το οποίο προσπαθεί να καλύψει τις ιδέες της που έχουν τις ρίζες τους στον ρατσισμό της «εθνοτικής αντικατάστασης». Για αυτό πρέπει να πληρώσει.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος contropiano.org