Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Ο Κώστας Σμοκοβίτης είναι ένας συνειδητοποιημένος πολίτης. Ας προσέξουμε τα λόγια του σε μια συνέντευξη που έδωσε στη δημοσιογράφο Δέσποινα Καραγιαννοπούλου: «Είμαι αισιόδοξος άνθρωπος και πάντα τολμώ, όπως το καθαρόαιμο κριάρι. Όμως ομολογώ ότι τα τελευταία χρόνια τα όσα συμβαίνουν στη χώρα μου, σε συνδυασμό με τον ακήρυχτο πόλεμο που δέχεται, με έχουν κλονίσει. Λίγοι έχουν καταλάβει ότι ο πόλεμος αυτός προέρχεται από πολλές πλευρές και ο στόχος είναι να της καταστρέψουν όχι μόνο την οικονομία, αλλά και τον πολιτισμό, τη γλώσσα, τη δημοκρατία. Είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι τη χώρα μου ξέφραγο αμπέλι και πιστεύω ότι κάτι ανάλογο θεωρεί όλος ο ελληνικός λαός».
Είχε δύο μεράκια στη ζωή του, τα ηλεκτρονικά και το τραγούδι. Γι΄ αυτό και για τριάντα χρόνια δούλευε παράλληλα, στον Ο.Τ.Ε. το πρωί και το βράδυ στο τραγούδι. Η αλήθεια είναι ότι οι γονείς του «εκμεταλλεύθηκαν» κατά κάποιο τρόπο την αγάπη του και την έφεσή του προς τα ηλεκτρονικά και του έδειξαν το δρόμο προς την Ανωτέρα Σχολή Ηλεκτρονικών, η απαραίτητη από την οποία θα του εξασφάλιζε και μία μόνιμη και αρκετά αποδοτική εργασία, όπως πράγματι έγινε. Για αρκετά χρόνια μάλιστα ήταν διευθυντής στον Ο.Τ.Ε., κάτι που τον ικανοποιούσε αρκετά.
Το άλλο μισό του όμως έμενε αρχικά κενό. Στα τρία του χρόνια του δώρισαν μία μικρή φυσαρμόνικα. Οι αρμονικοί κι υποβλητικοί μακρόσυρτοι ήχοι της τον τρέλαναν τον μικρό. Ένιωθε Οδυσσέας λυτός και μαγεμένος από το λάγνο τραγούδι των Σειρήνων. Έμαθε γρήγορα να παίζει φυσαρμόνικα καθαρά εμπειρικά, χωρίς κάποιος να του διδάξει τις τεχνικές της. Η μητέρα του ήταν δασκάλα και διέθετε μία σπάνια φωνή. Πολλές φορές την έπιανε να τραγουδάει πάνω στις καθημερινές δουλειές του σπιτιού και δεν έβγαινε να παίξει με τα παιδιά στη γειτονιά, καθόταν με τις ώρες και την άκουγε γοητευμένος.
Μεγάλωσε στην επαρχία, στη Λαμία, κι από μικρό παιδί είχε την ευκαιρία να παρίσταται στα λαϊκά πανηγύρια και στις χαρές, όπου ο κόσμος συχνά ξεχνά τα καθημερινά προβλήματά του και ξέρει να γλεντάει σε ομαδικές μαζώξεις. Εκεί ο μικρός Κωστής, ανάμεσα στα μπίζια των παραδοσιακών οργάνων και καβάλα στις μουσικές και τα τραγούδια της δημοτικής παράδοσης, ολοένα και το έστρωνε το αφτί του.
Στα χρόνια του Γυμνασίου ανέβηκαν και οι προτιμήσεις του. Άκουγε τώρα από το ραδιόφωνο επιτυχίες του Ξαρχάκου, του Κουγιουμτζή και του Σπανού. Επηρεάστηκε απ΄ τα τραγούδια τους. Μαστόρια μέγιστα και οι τρεις στη σύνθεση. Τα μάθαινε όλα απέξω. Στις νεανικές παρέες άρχισε να τραγουδάει και η φωνή του άρεσε. Οι φίλοι του τον ζήλευαν για τη φωνή του και για τον ενθουσιασμό των κοριτσιών απέναντί του. Του άρεσε και του Κώστα να τραγουδάει αισθαντικά τραγούδια της εποχής. Οι γονείς του βέβαια αντιδρούσαν σθεναρά. Ιδίως η μητέρα του. Δεν ήθελε να μπλέξει το παιδί της με το τραγούδι και τη νύχτα, που θα τον ξεστράτιζαν από τους στόχους του. Αυτός όμως, όντας προσγειωμένος, θεωρούσε ότι τα μπορούσε και τα δύο.
Φοιτούσε ήδη στη σχολή, όταν στο πλαίσιο της Πανελλήνιας Έκθεσης Λαμίας διοργανώθηκε ένας διαγωνισμός τραγουδιού. Χωρίς ο ίδιος να το ξέρει, οι φίλοι του έδωσαν το όνομά του, από τη μια γιατί εκτιμούσαν τη φωνή του κι απ΄ την άλλη για να παρακάμψουν τη σεμνότητά του, η οποία υψωνόταν σωστό τείχος αποκλείοντας κάθε υποψία συμμετοχής του σε έναν τέτοιο διαγωνισμό απέναντι σε ευρύ κοινό.
Μαέστρος και υπεύθυνος του διαγωνισμού ήταν ο Χρήστος Μουραμπάς, γνωστός από τις μουσικές επενδύσεις του σε πάμπολλες ελληνικές ταινίες. Προς το τέλος ο παρουσιαστής Κώστας Βενετσάνος φώναξε το όνομά του, καλώντας τον στο πάλκο. Το επανέλαβε και μια και δυο ακόμη και τελικά τον τσίγκλησε: «Καλά, τόσο βεντέτα είναι αυτός ο Σμοκοβίτης , που δεν έρχεται να τραγουδήσει;».
Πείσμωσε κι ανέβηκε. Ερμήνευσε ένα τραγούδι του Λουκιανού Κελαηδόνη, το «Μη χτυπάς», που είχε τραγουδήσει υπέροχα ο Μανόλης Μητσιάς. «Ποτέ μη χτυπάς μια πόρτα κλειστή, μια πόρτα για σένα χαμένη! Ο δρόμος αυτός κι αν είναι στενός, δεν είναι για σένα στερνός…».
Έγινε πάταγος! Πήρε το πρώτο βραβείο. Βενετσάνος και Μουραμπάς του προτείνουν να συμμετάσχει σε μιαν ακρόαση στην Αθήνα για λογαριασμό της MINOS. Υπογράφει το πρώτο συμβόλαιο. Τον στέλνουν στο Μάνο Λοΐζο. Του τραγουδάει δοκιμαστικά τη «Γοργόνα». Ο Μάνος του δίνει μια μπομπίνα: «Πάρε αυτά τα τραγούδια. Να τα φυλάξεις καλύτερα κι απ΄ τα μάτια σου!». Τον εμπιστεύεται και τον πιστεύει. Ακούει τα τραγούδια από τη μπομπίνα και μαγεύεται. Λίγες μέρες αργότερα ο Μάνος τον καλεί στο στούντιο. Κάθεται στο πιάνο και του φωνάζει: «Έλα δίπλα μου, Κώστα και προσπάθησε να μάθεις γρήγορα ένα καινούριο τραγούδι που θα σου παίξω!». Μοίρασε παρτιτούρες στους μουσικούς.
Καθόταν δίπλα του και τον άκουγε και με τα μάτια και με τ΄ αφτιά. Του Μάνου η φωνή σε πήγαινε και σε ταξίδευε σε πολλές διαστάσεις. «(…) Το κόκκινο για τη ροδιά, το πράσινο για τα παιδιά, για της Μυρσίνης την ποδιά μια Παναγιά!». Το άκουσε ο Κώστας άλλες δυο φορές, έπειτα έφυγαν οι μουσικοί και τότε έγραψαν απευθείας τη φωνή. Με τη μια κυκλοφόρησε ο δίσκος το Δεκέμβρη του «73 και επίσημα το Γενάρη του «74. «Καλημέρα, ήλιε!». Το αστέρι του Σμοκοβίτη έλαμψε γερά.
Λίγο αργότερα ήρθε ο Μίκης απ΄ το Παρίσι. Ο Κώστας συμμετείχε στο δίσκο «Προδομένος Λαός – Μαντώ Μαυρογένους» σε στίχους Βαγγέλη Γκούφα, με τη Χαρούλα Αλεξίου, το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τους Μάνο Κατράκη και Αλίκη Βουγιουκλάκη, έργο που δισκογραφήθηκε. Συμμετείχε ακόμη και σ΄ ένα άλλο έργο του Μίκη, το οποίο δεν κυκλοφόρησε σε δίσκο. Ήταν το έργο «Αυτό το δέντρο δεν το λέγανε υπομονή», σε στίχους του Νότη Περγιάλη, που ανέβηκε στο θέατρο «Κάβα» από το θίασο Νίκου Χατζίσκου και Τιτίκας Νικηφοράκη.
Τη σεμνή και λαγαρή φωνή του Κώστα Σμοκοβίτη την εκτίμησε και ο Κώστας Κουγιουμτζής. Ήταν να ηχογραφήσουν ένα δίσκο μαζί με την Αιμιλία Κουγιουμτζή, αλλά τότε επενέβησαν δυναμικά κάποιες άλλες δυνάμεις της Εταιρείας, που ήθελαν να οικειοποιηθούν τα τραγούδια του Θεσσαλονικιού συνθέτη. Και όταν μπαίνουν τα βαριά διλήμματα – ή αυτός ή εγώ – τότε χοντραίνει το παιχνίδι κι επεμβαίνει η κεφαλή της Εταιρείας. Εκεί επάνω μπορεί το ένα αστέρι να «κρατιέται» ή ν΄ αρχίσει να τρεμοσβήνει…
Οι αξίες ωστόσο δε χάνονται και η ποιότητα πάντα είναι εκτιμήσιμη. Ο Μιχάλης Τερζής τον καλεί για μια καινούρια επιτυχία και αναγνώριση. «Κόκκινο μπλουζάκι και καφετί, πάνω σου μ΄ αρέσει το καθετί. Κίτρινη κορδέλα, τσαντάκι μπεζ, στην καρδιά μου έλα και μέσα μπες. Χελιδόνι , γεια σου, με τα χρώματά σου ήρθε ουράνιο τόξο, τους καημούς θα διώξω!».
Η μουσική του Μιχάλη θαυμάσια και η φωνή του Κώστα μεστή και ζεστή. Το θέμα είναι πόσο προβάλλεται μια όμορφη δουλειά μέσα στο πνιγηρό τσιμεντένιο δάσος παράταιρων κατά κανόνα ακουσμάτων που έχουν επιβληθεί στην εποχή μας μ΄ ένα στημένο σκηνικό που εμάς δεν μας αγγίζει. Και βέβαια θα μου πεις: «Ποιους εμάς;».
- Στη φωτογραφία ο Κώστας Σμοκοβίτης με τους Μάνο Λοΐζο, Χαρούλα Αλεξίου και Αλέκα Αλιμπέρτη που φωτογραφίζονται για τις ανάγκες του δίσκου “Καλημέρα ήλιε” του 1973.