Παρά τη λογοκρισία, πολλοί αναλυτές και πολιτικά υποκείμενα παίρνουν εδώ και καιρό θέση ενάντια στις τρέχουσες συγκρούσεις, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον «τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο». Δυστυχώς, δεν αναρωτιούνται συχνά γιατί αυτό το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα δημιουργεί αναπόφευκτα πολέμους και συγκρούσεις, καταλήγοντας να υποστηρίζουν έναν αφηρημένο και αναποτελεσματικό πασιφισμό.
Στο διεθνές πολιτικό και μιντιακό πανόραμα, εδώ και αρκετό καιρό, μαζί με τους προπαγανδιστές καθεστώτος, εμφανίζονται πολλά υποκείμενα που παίρνουν θέση ενάντια στον πόλεμο στην Ουκρανία, ενάντια στη γενοκτονία της Γάζα, ενάντια στην ανυπολόγιστη αύξηση των δαπανών για, ολοένα και πιο εξελιγμένα, όπλα.
Ενώ εκτιμούμε, αυτήν την πολιτική θέση, με κάποιες επιφυλάξεις, θα θέλαμε κάτι περισσότερο. Ειδικότερα, είναι επείγον να κατανοήσουμε γιατί, όλο και περισσότερο, τα διεθνή ζητήματα επιλύονται με τη βία, δαιμονοποιώντας τους αντιπάλους με την πιο απλοϊκή και γκροτέσκη μορφή, αλλόκοτη, και εργάζονται για να πείσουν τις μάζες, τώρα αδρανείς και σχεδόν παραιτημένες, για την αναγκαιότητα του πολέμου, ίσως όχι πλέον απευθείας-διευθυνόμενου από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά οδηγημένου από έναν «επιτέλους αυτόνομο» ευρωπαϊκό στρατό.
Για το σκοπό αυτό, η Εε θα πρέπει να εξοπλιστεί με δυνάμεις ταχείας επέμβασης, με τους καλύτερους οπλισμούς που διατίθεται στις αγορές, με εξαιρετικά προηγμένα εργαλεία πληροφορικής και τεχνολογίας, να καταφύγει σε τεχνητή νοημοσύνη και τεχνολογικά συστήματα τηλεκατευθυνόμενα. Και ο πόλεμος μάλλον θα καταστεί ακόμα πιο ανελέητος, γράφουν οι Alessandra Ciattini και Federico Giusti (πάρθηκε από http://www.futurasocieta.com.
Αυτές οι πτυχές τεκμηριώνονται από τα τελευταία στοιχεία που παρέχονται από το Sipri (Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης-Stockholm International Peace Research Institute), τα οποία πιστοποιούν μείωση των κοινωνικών δαπανών στις χώρες της Εε και, ταυτόχρονα, την ενίσχυση της έρευνας για πολεμικούς σκοπούς και των στρατιωτικών δαπανών συνολικά.
Παραθέτουμε επί λέξει ένα απόσπασμα παρμένο από την τελευταία έκθεση ultimo rapporto Sipri: “Τα ευρωπαϊκά Kράτη σχεδόν διπλασίασαν τις εισαγωγές τους πρωτευόντων όπλων (+94%) μεταξύ 2014-18 και 2019-23. Το 2019-2023, μεγαλύτεροι όγκοι όπλων διέρρευσαν προς την Ασία, την Ωκεανία και τη Μέση Ανατολή, όπου βρίσκονται εννέα από τους δέκα μεγαλύτερους εισαγωγείς όπλων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν τις εξαγωγές όπλων κατά 17% μεταξύ 2014-2018 και 2019-23, ενώ οι εξαγωγές όπλων της Ρωσίας μειώθηκαν στο μισό λόγω του πολέμου και των κυρώσεων… Το 55% των εισαγωγών όπλων από ευρωπαϊκά κράτη που προμήθευσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες το 2019-2023 αντιπροσωπεύουν μια ουσιαστική αύξηση σε σχέση με το 35% το 2014-2018.
Οι επόμενοι μεγαλύτεροι προμηθευτές στην περιοχή ήταν η Γερμανία και η Γαλλία, που αντιπροσώπευαν το 6,4% και το 4,6% των εισαγωγών, αντίστοιχα. Ωστόσο, σε παγκόσμιο επίπεδο ο όγκος των μεταφορών όπλων έχει μειωθεί ελαφρώς.”
Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο που υπάρχει στο τρέχον διεθνές σκηνικό αντιπροσωπεύεται από τα φαινόμενα ύφεσης που είναι έντονα εμφανή στις ευρωπαϊκές χώρες. Η Εε βρέθηκε στη θέση να χρειαστεί να ξαναγράψει το Pnrr (εθνικό Σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας) το φθινόπωρο του 2023 λόγω των αρνητικών επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία στην οικονομία της.
Μάλιστα, η επιδείνωση των διεθνών συγκρούσεων, μετά τη δύσκολη περίοδο της πανδημίας, γέννησε εντάσεις στην αγορά των πρώτων υλών και προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού. Και σίγουρα, σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους, λόγω και των μαζοχιστικών κυρώσεων στη Ρωσία από τις οποίες αντίθετα επωφελήθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Η εκ νέου σύνταξη του Pnrr ήταν συνέπεια της αύξησης του κόστους, των καθυστερήσεων που προκλήθηκαν από τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν, τα οποία επιβράδυναν την υλοποίηση των έργων-σχεδίων ή ακόμη και το ανέφικτο των στόχων.
Ως εκ τούτου, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επιφέρει ένα βαρύ πλήγμα στην οικονομία της γηραιάς ηπείρου, αναγκάζοντάς την να αναθεωρήσει τα εθνικά σχέδια σύμφωνα με μια νέα κοινοτική οδηγία που αποσκοπεί στην προώθηση του ενεργειακού εφοδιασμού, της ρομποτοποίησης, της ψηφιοποίησης, της πράσινης οικονομίας. στόχους που, σύμφωνα με ορισμένους, η ΕΕ θα δυσκολευόταν να επιδιώξει.
Η επιβράδυνση ή η στασιμότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας ήταν ήδη ορατά εδώ και αρκετό καιρό. σε ένα από τα έγγραφά της, η ευρωπαϊκή Τράπεζα αναφέρει ρητά την πιθανότητα ύφεσης το 2024, από την πλευρά της η ευρωπαϊκή Επιτροπή μείωσε τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη του Αεπ και πολλοί ειδικοί κάνουν λόγο για τεχνική ύφεση στη γηραιά ήπειρο και ειδικότερα στη Γερμανία.
Εμβληματικά, για παράδειγμα, είναι τα εξαμηνιαία αποτελέσματα της γερμανικής χημικής και φαρμακευτικής βιομηχανίας με μια πτώση παραγωγής 10,5% σε σχέση με το προηγούμενο έτος και 77% των παραγωγικών δυνατοτήτων που δεν έχουν πλήρως χρησιμοποιηθεί.
Σε αυτό προστίθεται η δημογραφική κρίση που προκαλείται από τη δραματική μείωση του ποσοστού γεννήσεων και τη συνακόλουθη αύξηση του ηλικιωμένου πληθυσμού που δεν είναι πλέον σε θέση να εργαστεί (θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δημογραφική κρίση ώθησε με την πάροδο των ετών και στην αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στις διάφορες χώρες της ΕΕ για τη μείωση των δημόσιων δαπανών).
Επιστρέφοντας στον πόλεμο στην Ουκρανία, αντί να τον αναλύσουμε ως συνέπεια του ρωσικού επεκτατισμού (οι πραγματικές αιτίες είναι πολύ διαφορετικές από τις φαινομενικές όπως έγραφε ένας ιστορικός της κλασικής Ελλάδας πριν από περισσότερα από 2000 χρόνια), είναι επείγον να θυμόμαστε ότι αυτός είναι προϊόν της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς την ανατολή και του αρχαίου σχεδίου των ΗΠΑ, από την μια, να αποτραπεί η συγκόλληση μεταξύ της ρωσικής και ευρωπαϊκής (κυρίως γερμανικής) οικονομίας, η οποία θα ήταν επωφελής και για τις δύο, και αφετέρου για την αποσύνθεση της Ρωσίας ώστε να σφετεριστεί τους εξαιρετικούς πόρους της.
Πολλοί αναλυτές θεωρούν την επιλογή των ευρωπαϊκών ελίτ να υιοθετήσουν τους στόχους της επιθετικής βορειοαμερικανικής χώρας ως μια πραγματική αυτοκτονία, αλλά αναρωτιόμαστε εάν οι αναλύσεις μπορούν να περιοριστούν σε αυτή την απλή παρατήρηση ή μάλλον να αναζητήσουμε πιο πειστικά επιχειρήματα.
Για να απαντηθεί αυτό το δύσκολο ερώτημα, δεν αρκεί μόνο η προσφυγή στη γεωπολιτική, αλλά μάλλον μια ταξική προοπτική. Υπό αυτή την έννοια, πρώτα απ’ όλα πιστεύουμε ότι είναι σκόπιμο να κάνουμε μια ακτινογραφία της άρχουσας τάξης μας, τόσο της οικονομικής, που δεν είναι πάντα ορατή, όσο και της πολιτικής που είναι μια απόρροια της πρώτης.
Σύμφωνα με τον Kees van der Pijl, διοικούμαστε από μια ατλαντιστική τάξη, που σχηματίστηκε μετά τον πόλεμο της απόσχισης στη Βόρεια Αμερική και αναδιαρθρώθηκε στα τέλη του εικοστού αιώνα, έχοντας επωφεληθεί από την »ιδιωτικοποίηση των νέων τεχνολογιών στους τομείς της άμυνας και των πληροφοριών-dell’intelligence», και έχοντας δημιουργήσει τα μεγάλα μονοπώλια πληροφορικής.
Σύμφωνα με τον ολλανδό μελετητή, «Οι τομείς της εθνικής ασφάλειας και των πληροφοριών, το διαδίκτυο και τα συναφή συμφέροντα και οι ετερογενείς όμιλοι (πολυ)μέσων μαζικής ενημέρωσης, [στους διαδεδομένους και κοινούς τομείς της τηλεόρασης, της διαφήμισης και της παραγωγής ταινιών], σχηματίζουν μαζί ένα τρίγωνο στο κέντρο του μπλοκ εξουσίας που οδηγεί τη «νέα κανονικότητα»» (La pandemia della paura. Progetto totalitario o Rivoluzione?-Η πανδημία του φόβου. Ολοκληρωτικό σχέδιο ή Επανάσταση;, 2023: 78).
Οι εκφραστές αυτού του κλάσματος του καπιταλιστικού τομέα είναι οι πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο, όπως ο Bernard Arnault [Α], (ιμπρεσάριος πολυτελείας), ο Bill Gates, ο Elon Musk, που τους αρέσει να παρουσιάζονται ως φιλάνθρωποι και οι οποίοι δεν έχουν σχέση με μια συγκεκριμένη χώρα.
Αυτή η διεθνική ομάδα υπερδισεκατομμυριούχων είναι που έχει αποκομίσει εξαιρετικά οφέλη από αυτές τις δεκαετίες, περισσότερο ή λιγότερο υφερπουσών κρίσεων, που χαρακτηρίζονται από φαινόμενα όπως η ενσωμάτωση μικρών κεφαλαίων, η καταστροφή της μεσαίας τάξης, η φτωχοποίηση των εργαζομένων, η διάλυση του Κράτους πρόνοιας.
Όπως είναι προφανές σε όλους, οι άλλες τάξεις, αντιθέτως, έχουν υποστεί μεγάλη ζημιά από αυτούς τους μετασχηματισμούς του καπιταλιστικού συστήματος, τόσο που κανείς δεν αρνείται πλέον την αύξηση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων.
Και όπως γράφει ο Andrea Pannone, η επιβλητική επέκταση των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων σε παγκόσμια κλίμακα έχει αυξήσει δραματικά τη δύναμη αυτών των νέων οικονομικών ολιγαρχιών μέσω της «δολιοφθοράς» του παραδοσιακού μηχανισμού δημιουργίας πλούτου που βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας.
Αυτό δημιουργεί συνεχώς αστάθεια και συγκρούσεις μεταξύ των ομάδων εξουσίας με κυρίως χρηματοπιστωτική έλξη και εκείνων με κυρίως παραγωγική έλξη, οι οποίες ξεφορτώνονται επάνω στις ανθρώπινες κοινότητες, τις επηρεάζουν και διαμορφώνουν τις πολιτικές των Κρατών (Τι είναι ο πόλεμος; Η λογική των καπιταλιστικών συγκρούσεων μεταξύ του 20ου και του 21ου αιώνα-Che cos’è la guerra? La logica dei conflitti capitalistici tra XX e XXI secolo, 2023).
Επομένως, από αυτές τις γρήγορες εκτιμήσεις φαίνεται ότι αυτοί που τους «αυτοκτονούν» είναι οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες, προορισμένοι για νέες «θυσίες» προς υπεράσπιση των ευρωπαϊκών ιδεωδών, ενώ οι ελίτ αποκομίζουν σημαντικά κέρδη, έστω και βραχυπρόθεσμα, γιατί σε αυτό το σημείο είναι δύσκολο να προβλέψουμε τι μέλλον μας περιμένει.
Εφόσον γράφουμε κατά του πολέμου ή μάλλον των πολέμων, ας περιοριστούμε σε μια σύντομη ανάλυση του στρατιωτικού τομέα, που παρουσιάζεται ως προπύργιο της εθνικής ασφάλειας ή των «δημοκρατιών» ενάντια στις «αυτοκρατίες», που αναπτύσσεται σε στενή συνέργεια με τους τομείς της πληροφορικής, υψηλής τεχνολογίας και ευφυΐας, νοημοσύνης.
Καθημερινά βομβαρδιζόμαστε από αυτοαποκαλούμενους ειδικούς που προβλέπουν επίθεση τα επόμενα χρόνια από τη Ρωσία (βλ. Μακρόν), που υποφέρει από μια κακοήθη επιθυμία για εδαφική επέκταση, παρά το γεγονός ότι είναι το μεγαλύτερο Κράτος στον κόσμο και το πιο αραιοκατοικημένο.
Μας λένε ότι εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ θα δαπανηθούν για την ενίσχυση του αμυντικού συστήματος της Ευρώπης τα επόμενα χρόνια, δημιουργώντας έναν ανεξάρτητο στρατό αλλά σε στενή σχέση με το Νατο.
η ευρωπαϊκή στρατιωτική πολιτική σχεδιάστηκε κυρίως για να υποστηρίξει οικονομικά την επέκταση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής βιομηχανίας». Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να αναρωτηθούμε είναι το εξής: ποιοι είναι οι ιδιοκτήτες αυτού του τομέα κλειδί για την ιμπεριαλιστική κυριαρχία;
Αυτή είναι η απάντηση από την ίδια πηγή: «Οι πέντε μεγάλες εταιρείες που λαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος των δημόσιων κεφαλαίων έχουν την έδρα τους και ανήκουν σε μερικά ευρωπαϊκά Κράτη: Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία.
Αυτοί οι τεράστιοι κατασκευαστές όπλων είναι πολύ συνυφασμένοι-διαπλεγμένοι με τις κυβερνήσεις και ακόμη και με τους ανταγωνιστές. Επίσης ανήκουν εν μέρει στα ίδια αμερικανικά funds που ελέγχουν μεγάλα τμήματα των μετοχών των αμερικανών ανταγωνιστών τους.
Όλα αυτά δημιουργούν συγκέντρωση της αγοράς στα χέρια λίγων κολοσσών του κλάδου, κάτι που, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, αποτελεί ένα πρόβλημα ανταγωνισμού. Και προφανώς δεν θα είναι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ένα εύθραυστο πέπλο στην ολιγαρχική εξουσία, που θα αποφασίσει και θα ελέγξει τις επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα.
Οι αποφάσεις θα ληφθούν από λίγους στα κρυφά δωμάτια, και ίσως αυτοί οι λίγοι θα έχουν επίσης συγκεκριμένα προσωπικά συμφέροντα να υπερασπιστούν. Στο μεταξύ, λόγω των τρομερών συγκρούσεων σε Ουκρανία και Παλαιστίνη, οι τιμές των μετοχών των βιομηχανιών εξοπλισμών, όπως η Leonardo (Ιταλία), η Rheinmetal (Γερμανία), η Saab (Σουηδία), η Thales (Γαλλία) κ.λπ. αυξήθηκαν με εκπληκτικό τρόπο, συνολικά κατά 75% και άνω τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ηπα.
Και πρέπει επίσης να αναρωτηθούμε εάν η αύξηση στις προμήθειες όπλων θα μπορέσει να μας υπερασπιστεί ή μάλλον θα αποτελέσει το έναυσμα για να εξαπολύσουμε νέες συγκρούσεις. Φυσικά, αυτή η τραγική μιλιταριστική επιλογή έχει δραματικές επιπτώσεις στην κοινωνική ζωή, γιατί είναι απαραίτητο να κρατηθούν υπό έλεγχο όσοι διαφωνούν με τις πολεμικές πολιτικές, να τους αποτρέπουν από το να πείσουν την πλειονότητα του κόσμου για την καταστροφική φύση τους, καταναγκάζοντας -όπως ήδη συμβαίνει- την ελευθερία γνώμης και έκφρασης.
Εν ολίγοις, η άρχουσα τάξη πρέπει να εμπλακεί και σε μια ιδεολογική μάχη, η οποία να «αποκαλύπτει» σε όλους μας ότι ο πόλεμος είναι απαραίτητος και συνδέεται με την ουσιαστική υπεράσπιση της ταυτότητάς μας. Όπως έγραφε ο Τζόναθαν Σουίφτ-Jonathan Swift, το 1710, πρέπει να «πείθουμε τους ανθρώπους με υγιή ψεύδη για κάποιο καλό σκοπό».
Η στρατιωτικοποίηση των σχολείων και των πανεπιστημίων, της έρευνας και της κοινωνίας γενικότερα, παθητικοποιημένης πλέον από τον εκφυλισμό της λεγόμενης δημοκρατίας, στην οποία η εκτελεστική εξουσία κυριαρχεί ολοένα και περισσότερο, πρέπει να ενταχθεί στο πεδίο εφαρμογής αυτής της μιλιταριστικής στρατηγικής.
Στην πραγματικότητα, οι σπουδαστές των διαφόρων βαθμών λαμβάνουν μαθήματα που μεταδίδονται από στρατιωτικούς δασκάλους, ή στέλνονται ακόμη και να παρακολουθήσουν μαθήματα στρατιωτικής εκπαίδευσης, και τα ερευνητικά προγράμματα σε αυτόν τον τομέα υπερισχύουν εις βάρος άλλων πολύ σημαντικών θεματικών.
Και ένα καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν τα Ιδρύματα που συνδέονται στενά με κέντρα εξουσίας και επιχειρήσεις, «προστάτες» που έθεσαν ως καθήκον τους να ομαλοποιήσουν τον πόλεμο, δικαιολογώντας τη βαρβαρότητά του στα μάτια των νεότερων γενεών.
Οι διάφορες κυβερνήσεις (Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία και επίσης Ιταλία) σκέφτονται να αποκαταστήσουν, να επαναφέρουν την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, ενώ ο Ζελένσκι αρνήθηκε πρόσφατα το προηγούμενο αίτημά του να αποσταλλούν οι νέοι ευρωπαίοι στην Ουκρανία, τους οποίους ο Μακρόν φαίνεται ότι θέλει να στείλει εκεί για να αλλάξει τη μοίρα της σύγκρουσης.
Οι γάλλοι έχουν ήδη απαντήσει καλύπτοντας τους δρόμους με ταμπέλες-επιγραφές που λένε: «Macron, on ne morra pas pour l’Ucraine-Μακρόν, δεν θα πεθάνουμε εμείς για την Ουκρανία». Και εμείς δεν έχουμε τίποτα να διεκδικήσουμε;
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος La Bottega del Barbieri