[Στις 3 Μαρτίου, έφυγε η Francesca Gargallo, φεμινίστρια, συγγραφέας, φιλόσοφος, ακτιβίστρια, σύντροφος, σικελικής καταγωγής και μεσοαμερικανίδα λόγω απόφασης εδώ και πολλά χρόνια. La Verde morada, το κοινοτικό της σπίτι στην Πόλη του Μεξικού, σήμαινε μια βάση και ένα πρώτο καλωσόρισμα για πολλούς από εμάς τους ιταλούς και τις ιταλίδες, αλλά όχι μόνο, καθώς περνούσαμε και ψάχναμε για ρίζες, ή απλώς μια επαφή, στην πρωτεύουσα του Μεξικού. Το έργο της ως συγγραφέα, δοκιμιογράφοy και αγωνίστριας αναγνωρίζεται ευρέως ως σημαντική αναφορά στη Λατινική Αμερική και όχι μόνο, αλλά και για όλες και όλους όσους αγωνίζονται να οικοδομήσουν έναν διαφορετικό κόσμο, από τα κάτω. Για να πούμε την ιστορία της, βασιζόμαστε στα δικά της λόγια, σε αυτό το κείμενο, του 2010, που εμφανίστηκε στο βιβλίο Más allá del umbral: autoras hispanoamericanas y el oficio de la escritura.** (FNDS και AP), Πέρα από το κατώφλι: ισπανοαμερικανίδες συγγραφείς και η τέχνη της γραφής]
Αν ξανασυναντιόμουν τώρα με τη φίλη που δεν έχω δει από το δημόσιο γυμνάσιο Alessandro Manzoni στη Ρώμη, αν η συνάντηση ήταν πολύ συναρπαστική -ας πούμε μεταξύ της πτήσης μου για τη Βολιβία και μιας από τις δικές της από την Αϊτή- και αν μου ζητούσε να της πω σε ένα γράμμα τι απέγινε η ζωή μου αυτά τα σαράντα χρόνια που δεν έχουμε δει η μια την άλλην, μάλλον θα έγραφα όσα ακολουθούν:
Όπως ξέρεις, δεν υπάκουσα ποτέ στις εντολές. Στην αρχή ήταν μια ακούσια πράξη: θυμάσαι πώς με ενοχλούσαν τα ρούχα που μου επέβαλε η μητέρα μου, πόσο λίγο με ενδιέφερε η σχολική μου στολή, ο φόβος των γονιών μου που με παρέλυε και, ταυτόχρονα, με ωθούσε να τους προκαλώ, τα πρώτα τσιγάρα φεύγοντας από το σχολείο και οι γουλιές κρασί που πίναμε μαζί στη σκιά μιας λεύκας κοντά στη στάση του λεωφορείου, στις δύο το μεσημέρι, έπρεπε να το κάνουμε στα γρήγορα γιατί μας περίμεναν στο σπίτι. Νιώθαμε αντάρτισσες, εσύ ερχόσουν από την Καλαβρία κι εγώ από τη Σικελία, ήμασταν δώδεκα και ήταν το 1968.
Ίσως περισσότερο από την ανυπακοή, δεν μπορούσα παρά να βλέπω και να ακούω αυτό που οι άλλοι προσποιούνταν ότι δεν υπήρχε. Όπως όταν είπα δυνατά κατά τη διάρκεια ενός γεύματος στον πολύ πλούσιο φίλο του θείου μου να σταματήσει να παρενοχλεί την ξαδέλφη μου. Ήταν μικρότερη από μένα και ένιωθα το καθήκον να την προστατεύω. ο γέρος την έκανε να κλαίει όταν το βράδυ λέγοντας πως πηγαίνει «να χαιρετήσει τα παιδιά», έβαζε το χέρι του κάτω από τις πιτζάμες της. Η θεία μου, η ηλίθια, έκανε ότι δεν άκουγε, αλλά εγώ άρχισα να κοιμάμαι στο δωμάτιο της ξαδέρφης μου και κάθε φορά που έμπαινε ο γέρος, έκανα τέτοια φασαρία που μετά από λίγο σταμάτησε να «επισκέπτεται τα παιδιά».
Φυσικά για την αστική κουλτούρα της προσποίησης ήμουν αφόρητη, μια γυναίκα που δεν μπορούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Ωστόσο, άρεσα στους παππούδες και τις γιαγιάδες από την μητέρα μου, ειδικά στη γιαγιά Gilda. Είχε μείνει ορφανή από τη μητέρα της σε τρυφερή ηλικία και είχε μεγαλώσει από τους άντρες, έτσι έψαχνε σε κάθε γυναίκα κάτι που θα της υπενθύμιζε ποια ήταν. Και ήταν συμπαθητική, η γιαγιά μου η Gilda. Έλεγε πως ό,τι έκανα ήταν εντάξει, αρκεί να το έκανα με χαμόγελο. Για τη γιαγιά μου, το χαμόγελο σήμαινε δύο πράγματα: τη δική της ευτυχία, που ήταν σημαντική, αλλά πιο σημαντική ήταν η ευχαρίστηση να κάνει κάτι με ή για άλλους ανθρώπους. Έλεγε ότι όσοι χαμογελούν δείχνουν ότι νοιάζονται για τα άλλα ανθρώπινα όντα.
Αν και είναι δύσκολο να χαμογελά κανείς μπροστά στις αντιξοότητες και τις αδικίες και τις διακρίσεις που υφίστανται οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο. Πολύ πριν δω τους στρατιώτες του Σαλβαδόρ να στρέφουν τα όπλα στην πόρτα μιας εκκλησίας όπου ο ιερέας είχε δώσει καταφύγιο σε μια ολόκληρη αγροτική κοινότητα, πολύ πριν καταλάβω πώς οι μεξικανικές αρχές χειραγωγούσαν τα δικαιώματα των εργαζομένων και τα μετέτρεπαν σε κομματική ελεημοσύνη, όταν ζούσα ακόμα στην Ιταλία, ήταν δύσκολο για μένα να χαμογελώ στους δασκάλους που, χαριτολογώντας, αλλά στην τάξη και μπροστά στους αρσενικούς συντρόφους μου, με έκαναν να καταλάβω ότι σπούδαζα για το τίποτα, διότι η μοίρα μου ήταν να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. Έσφιγγα δυνατά το σαγόνι μου όταν πρόσθεταν: «χαριτωμένη όπως είσαι, δεν θα είναι δύσκολο…». Πριν συναντήσω άλλες ανυπάκουες γυναίκες σαν εμένα, δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να τους πω ότι έκαναν λάθος, ότι η λογική τους, η ηθική τους και η αισθητική τους ήταν παιδαγωγικοί ορισμοί εκείνων που δεν είχαν ανοίξει τα μάτια τους στην πραγματικότητα.
Χάρη σε αυτούς και τους κανόνες της οικογένειάς μου δεν παντρεύτηκα ποτέ, ταξίδεψα με οποιοδήποτε πρόσχημα, έγραψα ό,τι ήθελα, έκανα διαλόγους με όλες τις ατίθασες γυναίκες που γνώρισα στη ζωή μου και απέκτησα μια κόρη. Ναι, η γέννηση της κόρης μου συνδέεται με την ιστορία του πώς ελευθερώθηκα στο Μεξικό, πώς είπα στον πατέρα της κόρης μου ότι δεν ήθελα να παντρευτώ, ότι ήθελα να ζήσω μαζί του όσο μπορούσε να κρατήσει, και πώς με τις φίλες μου, έχουμε χτίσει έναν κόσμο – έναν μικρόκοσμο ίσως, αλλά έναν κόσμο παρ’ όλα αυτά – πολλών πιθανών οικογενειών. Όλα αυτά συνέβησαν αφότου έφυγα από το Πανεπιστήμιο της Ρώμης με το πτυχίο μου στη φιλοσοφία με άριστα. Μελέτησα πολύ και γιατί ήταν ένας τρόπος να μην υπακούω στις πολιτιστικές εντολές των δασκάλων μου.
Έφτασα στο Μεξικό με ένα νεοεκδοθέν βιβλίο διηγημάτων κάτω από την αγκαλιά μου, όταν είχα μόλις κλείσει τα 23. Η ιταλική και μεξικανική γραφειοκρατία βραχυκύκλωσαν και δεν μπόρεσα να εγγραφώ αμέσως σε ένα μεταπτυχιακό: υπήρχε πάντα η έλλειψη κάποιου εγγράφου. Άρχισα λοιπόν να κάνω διάφορες δουλειές, έδινα μαθήματα γλώσσας, μετέφραζα έγγραφα στα ιταλικά και στα γαλλικά και γράφτηκα σε κάποια μαθήματα στο ιδιωτικό «Ιβηροαμερικανικό» πανεπιστήμιο, το οποίο διοικούσαν ιησουίτες. Εγώ, που στην Ιταλία άλλαζα πλευρά για να μην περάσω κοντά σε καλόγρια ή ιερέα, γιατί πίστευα ότι θα έφερναν κακή τύχη, στο Μεξικό κατάλαβα ότι υπήρχαν άνθρωποι που εμπλέκονταν στην πραγματικότητα λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Και πως ήταν πολύ ανυπάκουοι στις εντολές της Ρώμης. Δεν με προσηλυτίσανε, αλλά μου άνοιξαν την όψη του κόσμου. Κατά τα λοιπά, παρακολούθησα καλά μαθήματα μεσοαμερικανικής ιστορίας και τέχνης, ένα μάθημα κοινωνιολογίας της Λατινικής Αμερικής και τα πρώτα μου μαθήματα πολιτικής οικονομίας.
Καθώς έφτανε η γραφειοκρατία με το πτυχίο στη φιλοσοφία, η επανάσταση των Σαντινίστας που μόλις είχε θριαμβεύσει τον ιούλιο του 1979 γέμιζε όλες μου τις αγωνίες και τις φαντασιώσεις μου. Μια μέρα λοιπόν πήρα ένα camión -με τη μεξικάνικη σημασία του, άρα ένα λεωφορείο και όχι ένα φορτηγό αυτοκίνητο- και πήγα τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα νοτιότερα.
Στη Νικαράγουα όλοι χαμογελούσαν, ακόμη και οι στρατιωτικοί, που ήταν αγόρια και κορίτσια με μαύρα μάτια, όμορφοι σαν τον ήλιο, θρασείς σαν μια μέρα με αέρα και πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα για να βοηθήσουν οποιονδήποτε συμπατριώτη τους. Οι νικαραγουανοί είχαν έναν ιδιαίτερο τρόπο να δείχνουν σε μια γυναίκα ότι τους άρεσε. Της εξομολογούνταν, στην ουρά του λεωφορείου, στη μέση της εξοχής, στο γραφείο ή ενώ χόρευαν σφιχτά, τη φράση που ερέθιζε περισσότερο την εξέγερσή μου ενάντια στο προφανές πεπρωμένο όλων των γυναικών: «Θέλω να κάνω ένα παιδί μαζί σου». Ένα βράδυ, αρκετά νωρίς για τα ιταλο-μεξικανικά ωράρια μου – τα πάρτι ήταν από τις 4 μ.μ. έως τις 11 μ.μ., μετά όλοι για ύπνο – κατά τη διάρκεια των εορτασμών για το τέλος μιας συλλογικής συλλογής φύλλων καπνού, χόρευα σφιχτά με έναν όμορφο διοικητή, ηρωικό όπως ο Άρης, τουλάχιστον σύμφωνα με τον ίδιο και τους συνεργάτες του. Με γοήτευσε φυσικά, μα ξαφνικά, εν ψυχρώ, του βγήκε η φράση πως ήθελε να κάνει παιδί μαζί μου. Σε εκείνο το σημείο, απαλλαγμένη από όλους τους φόβους που για χρόνια με εμπόδιζαν να ξεστομίσω ρητά αυτό που ήθελα να πω, άρχισα να επικρίνω την πρόταση, υποστηρίζοντας ότι εφόσον υπήρχαν προφυλακτικά οι σεξουαλικές σχέσεις δεν σχετίζονταν απαραίτητα με την αναπαραγωγή, ότι η γυναίκα είχε δικαίωμα στην ελεύθερη ευχαρίστηση χωρίς τον κίνδυνο να μείνει έγκυος και, τέλος, ότι καλό θα ήταν να μάθουν πώς να αυνανίζονται. Μέσα σε όλα αυτά, είχε σταματήσει και η μουσική και γυναίκες και άντρες με κοιτούσαν πανικόβλητοι και με ενδιαφέρον ο ένας τον άλλον. Το επόμενο πρωί οργανώθηκε η πρώτη φεμινιστική ομάδα αυτογνωσίας στη Matagalpa.
Με τα χρόνια συνειδητοποίησα ότι η ανάγκη να γίνουν σαφείς οι διαφορές από κάθε επιβεβλημένο μοντέλο είναι εγγεγραμμένη στο σώμα των γυναικών, που είναι ένα ιστορικό σώμα και ένα υλικά συμβολικό σώμα. Εμείς οι γυναίκες μπορούμε να αμφισβητήσουμε έναν αδιαμφισβήτητο κανόνα για το πώς πρέπει να είναι οι γυναίκες και οι άνδρες (που συνεπάγεται οικονομικές σχέσεις, πολιτικές συμφωνίες, κοινωνική οργάνωση της εργασίας, το δικαίωμα στην αγάπη, και οτιδήποτε άλλο), γιατί μόνο εμείς έχουμε ζήσει σε κάθε κατάσταση της ζωής μας τις συνέπειες του αποκλεισμού από την αρχή που εγκρίνει, που επικυρώνει τους κανόνες. Και αυτές οι συνέπειες μπορεί να είναι και επιβλαβείς και πολύ απελευθερωτικές, γιατί μας επιτρέπουν να δούμε την εξουσία, τη δύναμή της, απ’ έξω. Εν ολίγοις, στη Νικαράγουα έμαθα να απαντάω στους άντρες που μου φώναζαν πως όλα τα αρσενικά εκπαιδεύτηκαν από τη μητέρα τους, ότι αυτή η μητέρα δεν τους είχε μορφώσει, αλλά τους είχε μεταβιβάσει, χωρίς τη δυνατότητα να αλλάξει, τα μοντέλα συμπεριφοράς. που της είχε επιβάλει το σύστημα από την παιδική ηλικία. Η εκπαίδευση απαιτεί ελευθερία έρευνας και έκφρασης, βασίζεται στη δημιουργικότητα, αλλά είναι αυτές οι στοιχειώδεις ενέργειες που δεν επιτρέπονται στις γυναίκες.
Λίγους μήνες αργότερα, η ζέστη της Νικαράγουα με νίκησε. Είχε υγρασία και κρατούσε όλο το χρόνο. Δεν το άντεξα. Δεν ήξερα ότι οι «κόντρας», δηλαδή τα αντεπαναστατικά στρατεύματα που χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση Ρήγκαν, σύμφωνα με ένα πρόγραμμα του αρχηγού της CIA, Τζορτζ Μπους πρεσβύτερου, επρόκειτο να δράσουν, σπέρνοντας τον θάνατο εκεί που πρώτα μεγάλωνε ο καπνός και ο καφές. Τους διοικητές των κόντρας, έτσι όπως τον Μπιν Λάντεν για τις τρομοκρατικές του ενέργειες κατά των σοβιετικών στο Αφγανιστάν, ο Ρέιγκαν τους αποκαλούσε «μαχητές για την ελευθερία».
Επέστρεψα στο Μεξικό. Έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα. Βρήκα εκδότη. Συμμετείχα στην αλληλεγγύη στον απελευθερωτικό αγώνα του λαού του Σαλβαδόρ. Προσέγγισα, πάντα από μια πολύ ανεξάρτητη οπτική, τις μεξικανές φεμινίστριες και εντάχθηκα σε μια φεμινιστική ομάδα αυτογνωσίας με πολιτικές πρόσφυγες από τη Χιλή, την Αργεντινή, την Ουρουγουάη και τη Γουατεμάλα. Μαζί ιδρύσαμε μια ομάδα υποστήριξης για τις γυναίκες της Κεντρικής Αμερικής. Ερωτεύτηκα επίσης μια Ουρουγουανή ποιήτρια, αλλά ακολουθούσε τον ιντιμισμό στις εκφράσεις της και είχε μια κοπέλα. Χρειαζόμουν την λογορροία της αφήγησης, ήμουν σε μια επαναστατική στιγμή και, στα μάτια μου, το Μεξικό εκείνα τα χρόνια φαινόταν σαν μια γιορτή.
Φυσικά έκανα πολύ λάθος. Το Μεξικό κάλυπτε την καταστολή των αυτόχθονων πληθυσμών και των αγροτών, των λαϊκών κινημάτων, των ανεξάρτητων συνδικάτων, των λεσβιών, των γκέι και των ανύπαντρων γυναικών με μια εκπληκτική ρητορική και την ιστορική του αλληλεγγύη με τους πρόσφυγες του κόσμου. Όμως ήμουν 25 και μόλις είχα μπει στο Universidad Nacional Autónoma de México όπου σπούδαζα αυτό που ήθελα και όπου όλες εμείς οι φοιτήτριες είχαμε το δικαίωμα να παρέμβουμε, να προσφέρουμε αναγνώσεις, να αναλάβουμε αναλύσεις. Ποτέ δεν είχα σπουδάσει τόσο καλά, ούτε με τέτοιο πάθος. Ένας δάσκαλος, ο Jorge Ruedas de la Serna, μου είπε ότι προοριζόμουν να γράφω στα ισπανικά και αποφάσισε να με μάθει πώς να το κάνω: για ένα χρόνο, κάθε εβδομάδα μου έδινε ένα κλασικό της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, από τη María του Jorge Isaac στο Estaba la pájara pinta sentada en el verde limón της Albalucía Ángel. Κάθε εβδομάδα έπρεπε να του πάω τη δική μου φόρμα ανάγνωσης σε τρία φύλλα χαρτιού για να τη διορθώσει. Ποτέ δεν τον ευχαρίστησα για όσα έκανε για μένα. Μόνο η Μάρτα Λάμας, η Μεξικανή φεμινίστρια με την οποία έχω συζητήσει περισσότερο, επειδή έχουμε κάποιες πολύ αντικρουόμενες θέσεις, έκανε κάτι παρόμοιο μαζί μου: ένα απόγευμα μου εξήγησε πότε τονίζεται το «aún» και πότε όχι. Και ο φίλος μου ο Coquena, δηλαδή ο Rosario Galo Moya, και ο παθιασμένος αργεντινός μεταφραστής και ποιητής Eduardo Molina y Vedia: μαζί τους και με τον σκιτσογράφο και χρονικογράφο Luis de la Torre διαβάζαμε δυνατά τα αφηγηματικά κείμενα που δημιουργούσαμε. Ήταν μια συναρπαστική δραστηριότητα, στην οποία συμμετείχαν μεγάλος αριθμός νεαρών γυναικών και ανδρών στο υπόγειο μιας σκακιστικής λέσχης, El Alfil Negro. Ένας κύκλος εβδομαδιαίων συναντήσεων που κράτησε πέντε χρόνια.
Με αυτόν τον τόσο συλλογικό τρόπο, τα ισπανικά έγιναν η γλώσσα μου. Η γλώσσα με την οποία κάνω τον εαυτό μου κατανοητό, γράφω, νανουρίζω την κόρη μου για να την κοιμίσω, ενώνομαι σε δίκτυα γυναικών συγγραφέων, λέω στους εραστές μου πόσο μου αρέσουν.
Τελείωσα το μεταπτυχιακό, δημοσίευσα ένα δεύτερο και ένα τρίτο μυθιστόρημα, γράφτηκα στο διδακτορικό μου. Πάντα στις Λατινοαμερικανικές Σπουδές, τον πρόδρομο του κλάδου που στις Ηνωμένες Πολιτείες απέκτησε το όνομα Cultural Studies, δηλαδή πραγματικά διεπιστημονικές σπουδές, όπου η φιλοσοφία έχει την ευκαιρία να σκεφτεί ξεκινώντας από άλλα εννοιολογικά εργαλεία προσέγγισης της πραγματικότητας για να δημιουργήσει έναν μετασχηματιστικό διάλογο. Είχα δύο σπουδαίους δασκάλους και μια δασκάλα: τον Don Leopoldo Zea, με την εκπληκτική φιλοσοφία του εθνικιστικής-αντιιμπεριαλιστικής-λατινοαμερικανικής και κάπως υπαρξιστικής ιστορίας, τον Horacio Cerutti, ο οποίος συνεχίζει να είναι η πιο θαυμαστή πνευματική μου αναφορά. και τη φεμινίστρια Graciela Hierro, μια φιλόσοφο της ωφελιμιστικής ηθικής που υποστήριζε την υπέρβαση των διακρίσεων κατά των γυναικών προς όφελος όλης της ανθρωπότητας, της οποίας ο θάνατος εξακολουθεί να με προσβάλλει. Η αλήθεια είναι ότι και οι τρεις ήταν πολύ χαμογελαστοί. ίσως αυτός είναι ο λόγος της δύναμής τους.
Το Μεξικό μου φαινόταν μια γιορτή και γιατί εκείνα τα χρόνια άρχισα να γράφω για το Excélsior και να ετοιμάζω μια διατριβή σχετικά με τις μεταμορφώσεις στη συμπεριφορά των γυναικών που προκλήθηκαν από τη συμμετοχή τους στον πόλεμο στο Ελ Σαλβαδόρ. Ερχόμενοι από και προς την Κεντρική Αμερική, όπου ένας δολοφόνος όπως ο Ρίος Μοντ, Ríos Montt της Γουατεμάλα μπόρεσε να πραγματοποιήσει μια γενοκτονία περισσότερων από 200.000 ανθρώπων σε οκτώ μήνες, και όπου οι κυβερνήσεις και ο στρατός σκότωναν πολίτες και αγωνιστές σαν να έβρεχε, φτάνοντας στο Μπελίζ ή επιστρέφοντας στο Μεξικό ήταν σαν να έφτανα σε μια όαση αφού είχα διασχίσει την έρημο. Θυμάμαι την πείνα, τον φόβο, τον θυμό, τη θέληση των ανθρώπων που πήρα συνέντευξη εκείνα τα χρόνια. Οι δασκάλες του Σαλβαδόρ μου μιλούσαν για τους μαθητές τους και την επιθυμία τους να μεταμορφώσουν την κοινωνία. Οι αγρότισσες lenca στην Ονδούρα μου διηγήθηκαν την ιστορία της στρατιωτικής καταστολής στη χώρα τους, όπου οι οργανώσεις δεν μπορούσαν καν να σηκώσουν κεφάλι γιατί μόλις εμφανίζoνταν ένας ηγέτης δολοφονoύνταν. οι μητέρες και τα νεαρά κορίτσια cachiquel και quiche στη Γουατεμάλα μου έκαναν εντύπωση γιατί μπορούσαν να αφηγούνται ιστορίες βίαιων σφαγών που είχαν δει ή θύματα, με το χαμένο βλέμμα εκείνων που δεν μπορούν πια να κλάψουν. Από τότε άρχισα να διεκδικώ τη μεσοαμερικανική μου ταυτότητα, να νιώθω την περιοχή της τορτίγιας σαν δική μου, να προτιμώ τη συζήτηση με τις εργάτριες της γης μου από κάθε ακαδημαϊκό λόγο.
Όταν οι αντάρτες της Κεντρικής Αμερικής υπέγραψαν συνθήκες ειρήνης με τις κυβερνήσεις των χωρών τους τη δεκαετία του ’90, η ζωή μου έγινε πολύ πιο μεξικάνικη, αστική και χαλαρή. Άρχισα να περιφέρομαι ανάμεσα σε γκαλερί και στούντιο ζωγράφων, ανδρών και γυναικών. Εγώ, που δεν ήμουν ικανή να σχεδιάσω ούτε ένα μικρό σπίτι, μπορώ να χαθώ στην πινελιά ενός βραχίονα που κινείται επάνω σε έναν καμβά ή στάζοντας χρωστικές ουσίες σε ένα πάτωμα. Ορίζοντες σχεδιασμένοι με μία μόνο γραμμή, στις εικονογραφικές συνθέσεις του Carlos Gutiérrez Angulo. Η κυρτή σκοτεινότητα ενός σώματος που επαναφορτίζεται στη χειρονομία του, όπως το διαμορφώνει στις τοιχογραφίες της η Patricia Quijano. η κίνηση που γίνεται χορός πάνω στο εμποτισμένο με μελάνι χαρτί στα σχέδια του Guillermo Scully. το ψήσιμο του χρώματος και της άμμου για να εκφράσει έναν οικολογικό σκοπό στους βαρείς καμβάδες της Gabriela Arévalo: δεν υπάρχει ζωγράφος, γυναίκα ή άνδρας που η ζωγραφική του να μην με έχει κάνει να ερωτευτώ. Ούτε απόπειρα διαλόγου μεταξύ ζωγραφικής και λογοτεχνίας που δεν έχω πειραματιστεί. Από την επινόηση διηγημάτων για κορίτσια και αγόρια για να τα συνοδεύσουν με ζωγραφιές με νόημα, μέχρι την εξερεύνηση βιογραφιών της πλαστικής ζωής τελλούρων δημιουργών όπως ο Carlos Gutiérrez Angulo. Εγκαταλείπω όλη τη μουσική του κόσμου για μια όμορφη πινελιά, κωφεύω για να μπορέσω να συνεχίσω να βλέπω πώς εκφράζεται το νόημα του κόσμου σε μια κηλίδα. Πάντα συλλάμβανα έναν καλό πίνακα ως ποίημα: μια σύνθεση στην ισορροπία της οποίας τίποτα δεν έχει το δικαίωμα να είναι υπερβολικό.
Από εκεί μέχρι που ο πατέρας της κόρης μου υπήρξε ζωγράφος ήταν ένα σύντομο βήμα. Και η μητρότητα, που αμφισβητήθηκε και απορρίφθηκε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κατέστη ένα τραγούδι χαράς μόλις γέννησα. Τότε ήταν η ώρα των ταξιδιών με την κόρη μου, η επιθυμία μου να γνωρίσει τον κόσμο και τις βάναυσες αντιθέσεις του, συνοδευόμενη από εμένα και άλλες γυναίκες, τις φίλες μου, τις θείες της: η οικογένεια, όταν δεν είναι μια σύμβαση, είναι ένα δίκτυο των στοργών. Για εννέα χρόνια μοιραζόμασταν το σπίτι με την ποιήτρια από την Ονδούρας Melissa Cardoza, η οποία διηγούνταν στην Helena πάντα νέες ιστορίες που η μικρούλα ζωγράφιζε στον πίνακα τον οποίο της είχε χαρίσει η θεία της Montse, ή η εκδότης του Μπελίζ Montserrat Casademunt, μια άλλη από τις τρυφερές φιγούρες της παιδικής της ηλικίας.
Οι γυναίκες που χρησιμοποιούν τη μητρότητα ως δικαιολογία για να μην εκπληρώνουν τον εαυτό τους κάνουν μεγάλο κακό στις άλλες γυναίκες, καθώς τις ωθούν να απορρίψουν μια εντελώς θηλυκή, τελλουρική, ζωτική, γενναιόδωρη εμπειρία, ακόμα κι αν δεν είναι απαραίτητη ή απαραιτήτως επιθυμητή από όλες, και να μεταμορφώσουν την προσωπική πραγματοποίηση σε έναν χώρο αρρενωποποίησης. Το ξέρω γιατί μισούσα να είμαι έγκυος από τον φόβο που μου προκαλούσε η φιγούρα της μητέρας χωρίς την δυνατότητα υπέρβασης. Από την παιδική μου ηλικία ακόμη, είχα δηλώσει ότι δεν ήθελα να γίνω μητέρα, ότι δεν θα γινόμουν ποτέ. Μετά ήταν δύσκολο να εξηγήσω στον ίδιο τον εαυτό μου γιατί έμεινα έγκυος, γιατί δεν έκανα έκτρωση και γιατί επέλεξα μια φυσική γέννα και θήλασα την κόρη μου για ενάμιση χρόνο. Χωρίς αμφιβολία ο θηλασμός στο στήθος ήταν η πιο εύκολη επιλογή: προκαλεί την πιο έντονη και οργασμική σωματική απόλαυση που έχω βιώσει ποτέ στη ζωή μου.
Όταν η Έλενα ήταν ενάμιση ετών, διασχίσαμε το θόλο της Gran Chichimeca για να μπορέσω να γράψω La decisión del capitán, H απόφαση του λοχαγού, το μυθιστόρημά μου για τον Μιγκέλ Καλντέρα, έναν άνδρα χαρακτήρα με τον οποίο ταυτίστηκα για τις αποτυχίες του: έζησε αναζητώντας την ειρήνη και κάνοντας πόλεμο, διχασμένος ανάμεσα στο να είναι γιος ενός καστιλιάνου στρατιώτη ή της μητέρας chichimeca, ένας μιγάς που δεν μπορεί να επιλέξει πρόγονο, αλλά σε διάλογο με τις αδερφές, τους φίλους και τα αδέρφια του. Σε ενάμιση χρόνο, η Helena καβαλούσε μουλάρια και γαϊδούρια χωρίς να κουράζεται ποτέ, και αν δεν υπήρχε διαθέσιμο ζώο, την κουβαλούσα στους ώμους μου για να διασχίσω τους λόφους, τις χαράδρες και τις ερημικές περιοχές του Tunal Grande. Από τότε αγαπάμε να ταξιδεύουμε μαζί και αυτό που δεν παρατηρώ εγώ, μου επισημαίνει εκείνη.
Μετά ήρθε η Marcha seca, ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην ίδια περιοχή 450 χρόνια αργότερα, αυτό που έγραψα με τη μεγαλύτερη αγωνία. και οι ιστορίες του Verano con lluvia. Μετά ένα μεγάλο λογοτεχνικό κενό, μια ερήμωση της λέξης, ο θάνατος των ιδεών.….
Η Melissa προσπάθησε να με παρηγορήσει. Δύο αγαπητές φίλες, η Eli Bartra στο Μεξικό και η Edda Gabiola στη Γουατεμάλα, μου ζήτησαν να γράψω μεγάλα άρθρα για την ιστορία των φεμινιστικών ιδεών ώστε να με ενθαρρύνουν να ξαναγράψω. Με τη σπαρακτική ποίηση του κοσοβάρου Xhevdet Bajraj ένιωσα ξανά τη συγκίνηση της ανάγνωσης. αλλά συνολικά, δεν επέστρεψα να νιώθω ξανά ευτυχισμένη. Ούτε όταν τελείωσα ένα βιβλίο που θεωρώ πολύ σημαντικό, το Ideas feministas latinoamericanas, που είχε δύο εκδόσεις σε πέντε χώρες. Κανένα δοκίμιο, όσο έξυπνο κι αν είναι, δεν μπορεί να επιφέρει τη συναρπαστική απόλαυση του καλού διηγήματος. Το διήγημα λέει περισσότερα από τη φιλοσοφία.
Ίσως για να μην νιώσω ηττημένη, επέστρεψα σε μια παλιά αγάπη: τη διδασκαλία. Συμμετείχα στην ίδρυση του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Πόλης του Μεξικού-Universitad Autónoma de Ciudad de México επειδή ο πρύτανής του κήρυττε την πανεπιστημιακή εκπαίδευση για όλους και όλες, χωρίς εξετάσεις που να απέκλειαν όσους δεν είχαν επίπεδο γνώσεων υψηλότερο από αυτό που απαιτείται από το Κράτος για τη χορήγηση ανώτερου πτυχίου. Ένα πανεπιστήμιο που αντιπροσώπευε μια πρόκληση για τις καθηγήτριες του, εκείνη μιας ποιότητας που να μη βασίζεται στον ανταγωνισμό, ένα λαϊκό και μη ιεραρχικό πανεπιστήμιο. Στη διάρκεια της οργάνωσης του επιπέδου σπουδών Φιλοσοφίας και Ιστορίας των Ιδεών, αγωνίστηκα για την ύπαρξη ενός απαραίτητου θέματος: Φεμινιστική Φιλοσοφία. Ακόμη περισσότερο: φεμινιστική φιλοσοφία με λατινοαμερικάνικο προφίλ. Όταν οι συνάδελφοί μου αμφισβήτησαν την ύπαρξη ενός θέματος που «απέκλειε τη γνώση των ανδρών», δεν μπόρεσα να αντισταθώ και τους χτύπησα στα μούτρα: «Η δική σας, φίλοι μου, είναι μια γαμημένη φιλοσοφία. Στα γαλλικά θα λέγεται επίσης φαλογοκεντρισμός, αλλά στο Μεξικό λέγεται φιλοσοφία του πούτσου».
Τώρα, μετά από εννέα χρόνια διδασκαλίας στο UACM (Universidad Autónoma de la Ciudad de México), και με την Helena να γίνεται νεαρή γυναίκα, η παρόρμηση να γράψω επιστρέφει σε μένα, σιγά σιγά, καθώς η υγεία επιστρέφει σε ένα αναρρώμενο. Αναζητώ χώρους, άδειους χρόνους στους οποίους οι φαντασιώσεις να μπορούν να γεμίσουν μια σκηνή…
Προφανώς δεν είμαι διατεθειμένη να εγκαταλείψω τον διάλογο με άλλες γυναίκες, ειδικά με εκείνες που βιώνουν καθημερινά τον ρατσισμό της ηγεμονίας της σκέψης και των νόμων μιας Δύσης που σχηματίστηκε πριν από πεντακόσια χρόνια με την εισβολή στα εδάφη διαφόρων λαών από ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες. Επιπλέον, η γη, η Μητέρα Γη των περισσότερων αμερικανικών εθνών, ο φορέας και ο δότης της ζωής, εξάλλου, μου φαίνεται τόσο βάναυσα απειλούμενη από την ηγεμονική κουλτούρα, πως η αφήγηση -η πράξη της αφήγησης, δηλαδή της γνωστοποίησης – μου φαίνεται κάθε ημέρα πιο επείγουσα από άποψη οικολογικού και γεωργικού περιεχομένου. Δεν ξέρω πού θα δημοσιεύσω τα επόμενα μυθιστορήματά μου, δεν ξέρω καν πού θα τα γράψω, αλλά οι ιστορίες τους είναι ήδη μέσα μου και είναι φτιαγμένες από πολλές ιστορίες που έχω ακούσει.
_________________________________________________________
*Aρχικό κείμενο από Desinformémonos
**AA.VV. Ed. Renacimiento, Colección Iluminaciones n. 61, Sevilla
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος carmillaonline