Ο Βορράς και ο Νότος συσπειρώνονται αυτές τις ώρες, ως δυο μέρη του ίδιου σώματος, μιας πατρίδας που καλείται να αντεπεξέλθει σε νέες δοκιμασίες και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Ο συγγραφέας Αλέξης Πανσέληνος βρέθηκε καλεσμένος του ποιητή Θοδωρή Γκόνη στην Καβάλα. Είχαμε την τύχη να είμαστε στη συντροφιά τους καθώς οι δυο τους ανηφόριζαν τον λιθόστρωτο δρόμο της Παναγίας στην Καβάλα. Εκεί, στον Φάρο, στην άκρη της χερσονήσου, στάθηκαν να κοιτούν από ψηλά την πόλη. Και η κουβέντα που είχαν ήταν ενδιαφέρουσα.
Θ.Γ.: Ψαρεύουν στο βάθος… τούς ζηλεύω. Γιώργο [στον φωτογράφο], βγάλε αυτούς, όχι εμάς…
Α.Π.: Ωραία βράχια, στους γκρεμούς η Παναγία, ησυχία, ονειρική κάλμα σήμερα στη θάλασσα.
Θ.Γ.: Πιο πολύ ησυχία έχει η πλάτη του ψαρά παρά η θάλασσα.
Α.Π.: Μου είπες να πάρω παλτό, μα δεν έχει καθόλου κρύο…
Θ.Γ.: Εδώ είναι Βορράς, ποτέ δεν ξέρεις… φοβήθηκα έναν ξαφνικό άνεμο. Ξέρεις, αυτή η εικόνα που βλέπουμε μου θυμίζει έναν πίνακα ενός Κινέζου ζωγράφου. Σε πρώτο πλάνο εξελίσσεται μια φοβερή μάχη και στο βάθος, σε μια λίμνη, ένας ψαράς είναι στη βάρκα του και ψαρεύει με την πλάτη γυρισμένη στον χαμό.
Α.Π.: Πολλά φέρνει ο νους βλέποντας αυτή την εικόνα. Αυτή η πόλη είναι μια αγκαλιά. Επαιξε ρόλο ο τόπος για να έρθεις εδώ πριν χρόνια και να αναλάβεις το ΔΗΠΕΘΕ;
Θ.Γ.: Ναι. Ξέρεις, η γεωγραφία μού επιβάλλει και το ρεπερτόριο του θεάτρου. Η γεωγραφία είναι ο μεγάλος δραματολόγος. Εσύ; Πώς νιώθεις μέσα σου αυτόν τον τόπο;
Α.Π.: Εμένα η βόρεια Ελλάδα μού μιλάει πάντα μέσα μου με έναν πολύ περίεργο τρόπο. Και πολύ ιδιαίτερο. Ισως επειδή η μάνα μου ήταν από την Ανατολική Θράκη. Οταν έρχομαι προς τα δω, αισθάνομαι κάτι που δεν μπορώ να το εξηγήσω. Αισθάνομαι διαφορετικά, σαν να ανήκω εδώ. Δεν ανήκω βέβαια, γιατί ούτε συγγενείς υπάρχουν και η Ανατολική Θράκη τώρα είναι Τουρκία. Αλλά και στη Θράκη και εδώ στην Ανατολική Μακεδονία αισθάνομαι τον αέρα διαφορετικά. Ξέρεις παλιά, όταν έβρεχε, εγώ άνθιζα. Η μάνα μου έλεγε ότι είμαι ο «βασιλιάς ανήλιαγος». Είναι κι ένα ποίημα του Παλαμά που λέγεται έτσι. Εσύ «βασιλιάς ήλιος;» ως νότιος;
Θ.Γ.: Είμαι νότιος, αλλά μη νομίζεις, τα μισά μου χρόνια τα πέρασα στον Βορρά. Δες το λίγο, συμβαίνει η γνωστή ιστορία όπως σε όλο τον κόσμο, πάμε στον πλούσιο Βορρά, φεύγουμε από τον φτωχό Νότο. Εσωτερικός μετανάστης για να ζήσεις, φεύγουν τα εμβάσματα από εδώ για τον Νότο.
Α.Π.: Ξέρεις, δεν ακούω ελληνική μουσική πολύ, και δεν σε ήξερα. Πρωτάκουσα για σένα διαβάζοντας το αφιέρωμα της «Εφημερίδας των Συντακτών» και αλλού για την παράσταση που έκανες πέρυσι το καλοκαίρι, τον «Οδυσσέα», και εντυπωσιάστηκα με αυτά που έκανες. Ηταν από τα θεατρικά γεγονότα της χρονιάς. Πρώτα, δηλαδή, σε γνώρισα σαν σκηνοθέτη, μετά διάβασα τα πεζά σου, και μετά βρήκα τους στίχους σου. Πάντως σε θαυμάζω πολύ σαν στιχουργό. Είναι ένα ειδικό ταλέντο να φτιάχνεις τραγούδια, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Να ’ναι απλό, ευθύ και να τραγουδιέται αυτό που γράφεις. Δύσκολο.
Θ.Γ.: Εγώ πάλι σε γνώρισα από το πρώτο σου βιβλίο και από τότε είσαι ένας από τους συγγραφείς που περιμένω το βιβλίο τους. Ημουνα και θαυμαστής του Ασημάκη, για το «Τότε που ζούσαμε». Στις «Βραδιές μπαλέτου» πάντως έγινες αγαπημένος μου συγγραφέας. Περίμενα τα βιβλία του Τσίρκα, του Ιωάννου, της Δούκα και τα δικά σου – ήταν μια ωραία εποχή που περιμέναμε τα βιβλία όπως περιμένουμε τους φίλους.
Α.Π.: Αργώ να βγάλω βιβλίο. Και μου είναι και δύσκολο να μιλάω για τη σημερινή εποχή. Χθες στην εκδήλωση όσο μιλάγαμε και πλησιάζαμε προς το σήμερα σκεφτόμουν πως το σήμερα είναι δύσκολο να το εξηγήσει κανείς. Δεν μπορούμε να μιλάμε με τους παλιούς όρους εκ των πραγμάτων. Μπορεί οι πολιτικοί να εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τους παλιούς όρους, αλλά ο κόσμος δεν τα τρώει πια αυτά. Αριστερός, δεξιός, προοδευτικός, συντηρητικός, είναι όροι που έχουν ξεθωριάσει και έχουν χάσει και την ουσία τους. Το εμφυλιοπολεμικό πρέπει να μπει πίσω μας πια. Και να τελειώνει, δεν μπορεί να προχωράμε με αυτή τη διαίρεση. Στην καθημερινή ζωή συναντούμε ανθρώπους που δεν έχουμε τις ίδιες πολιτικές απόψεις αλλά είναι πολύ καλύτεροι από κάποιους ομοϊδεάτες μας.
Θ..Γ: Συμφωνώ. Και να σου πω, το θεωρώ μια γρουσουζιά μεγάλη το να συνεχίζεται αυτό. Σε προοπτική κάτι κακό επιφυλάσσει. Τα πράγματα η ζωή τα έχει βάλει στη θέση τους. Δεν μας χρειάζεται για το θέμα αυτό πια. Δεν μπορούμε φυσικά να ξεχάσουμε…
Α.Π.: Δεν τα ξεχνάμε…
Θ.Γ.: Αλλά πρέπει να συνεχίσουμε. Οι νέες γενιές μπαίνουν δυναμικά στη ζωή. Ακόμα κι ένα τραγουδάκι να γράψεις πρέπει να τους πάρεις υπόψη σου. Και τη γλώσσα τους, που αλλάζει τη δική μας. Μια καλή μετάφραση του ’50 δεν μπορείς να τη διαβάσεις τώρα. Χρειάζεται έναν καινούργιο μεταφραστή.
Α.Π.: Ελαφρώς θα διαφωνήσω. Χρειάζεται μια καλύτερη παιδεία. Να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι έχουμε μια πολύ παλιά γλώσσα. Πολύτυπη και πολυδύναμη. Ο νέος μεταφραστής θα μπορεί με την παιδεία που θα λάβει να διαβάζει τον Ροΐδη και τον Παπαδιαμάντη και θα τους αποδώσει σήμερα σωστά. Πρέπει να είναι όμως σε θέση να διακρίνει τη δύναμη, την ομορφιά της, τη μουσική της.
Θ.Γ.. Είπες μουσική και σκέφτομαι από χθες τα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» σου. Ξέρεις όταν ακούς τον όρο ελαφρά ελληνικά τραγούδια σού έρχεται κάτι πιο δεύτερο, αλλά κυρίως τα σκέφτομαι σαν ένα χαμόγελο εκείνη τη μετεμφυλιακή εποχή· χαμόγελο στην ανέμελη ζωή που ποθούσαν οι άνθρωποι. Σκεφτόμουν πόσο το χρειαζόμαστε κι αυτό, γιατί μας βαραίνει κι αυτό το πολύ στοχαστικό.
Α.Π.: Τα νέα παιδιά σήμερα ακούνε ραπ, πάντως. Και είναι όλα μαύρα.
Θ.Γ.: Οντως. Αλλά μην ξεχνάς κι ο Ομηρος ράπερ ήταν… Κι εσύ στον τίτλο του βιβλίου σου ακριβώς το αντίθετο θέλεις να πεις. Η παλιά τέχνη του θεάτρου. Διαλέγεις μια μάσκα της ελαφράδας για να πεις σοβαρά πράγματα.
Α.Π.: Εσύ όμως διάλεξες να ανεβάσεις φέτος ένα πολύ σοβαρό έργο, τον «Γυάλινο κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς… Γιατί;
Θ.Γ.: Ηθελα να κάνω ένα έργο αυτή την εποχή που να μιλάει για την οικογένεια. Για τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια. Κυρίως της μάνας με τα παιδιά. Αυτή η μάνα νομίζει ότι είναι ένα με τα παιδιά της και τα καταπιέζει. Είναι πολύ σύνηθες. Και πολλά παιδιά δεν μπορούν να περπατήσουν μόνα ως ενήλικοι, κοιτάνε πίσω, δεν κοιτάνε μπροστά. Κι έτσι δεν βλέπουν το μεγάλο χαντάκι και πέφτουν μέσα. Ερχομαι σε επαφή με νέα παιδιά, ηθοποιούς κυρίως, και τα παρακολουθώ. Περπατάω κιόλας πολύ και παρατηρώ, βλέπω νέες λέξεις να κάθονται στα τραπεζάκια τους. Πρέπει να έχεις την απόχη σου, να τα μαζεύεις και να τα ακούς. Δεν ξέρω αν σου συμβαίνει κι εσένα…
Α.Π.: Ναι, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Ακούω πάντως τους νέους, αλλά να σου πω κάτι: και οι παλιές λέξεις στο στόμα τους έχουν κάτι καινούργιο.
Θ.Γ.: Εχεις σκεφτεί να γράψεις ένα θεατρικό έργο; Θα έβαζες στη σκηνή έναν ήρωα από τα παλιά;
Α.Π.: Δεν το έχω σκεφτεί. Μια καθημερινή ιστορία θα μ’ ενδιέφερε ίσως να γράψω. Οχι από τα παλιά. Εχω κάτι στο μυαλό μου για ένα καινούργιο βιβλίο, αλλά δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτό.
Θ.Γ.: Σου συμβαίνει κι εσένα… Κι εγώ όταν ανεβάζω ένα έργο δεν θέλω να μιλάω γι’ αυτό. Βαστάς την ενέργειά σου σαν τον αθλητή. Μόλις κάνει την πρώτη προσπάθεια και αποτυγχάνει, ξανά φοράει τη φόρμα του για να διατηρήσει τη θερμοκρασία του. Συγκεντρώνεται.
Α.Π.: Εγραψες κανένα στιχάκι τελευταία;
Θ.Γ.: Γράφω, ναι, τα στιχάκια τα ’χω στην τσέπη, όπως είπε κάποιος, μαζί με αλλά χιλιάδες πράγματα. Εσύ έγραψες κανέναν αφορισμό τελευταία; Μου άρεσαν εκείνοι για το φέισμπουκ!
Α.Π.: Εγραψα ένα, όχι για το φέισμπουκ αλλά στο φέισμπουκ! Λέει «η υπεροψία τελικά το κονταίνει το ανάστημα. Επίσης στραβώνει τις γάμπες!» (γέλια)
Θ.Γ.: Πάμε; Μας περιμένει ο Θόδωρος [Θόδωρος Μουριάδης, δήμαρχος Καβάλας]. Διαβάζει πολύ ξέρεις, έχει μια πολύ καλή βιβλιοθήκη. Θα πάμε στο Καρνάγιο. Εκεί που ανέβηκε ο «Οδυσσέας» πέρυσι.
Α.Π.: Είναι πολύ ευχάριστο να μαθαίνεις πως ένας δήμαρχος διαβάζει βιβλία. Πάμε. Καλά, είναι αλήθεια πως έβγαλες τον Λεμπεσόπουλο μέσα από τη θάλασσα στην ακτή; Και πώς έπαιξε μετά;
Θ.Γ.: Μούσκεμα! Εντάξει όμως, φορούσε νιτσεράδα… κάτι σώσαμε! (γέλια)