Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος
Ίσως το παρόν σημείωμα να σας φανεί εν μέρει ανεπίκαιρο, αφού η ειδησεογραφία των ημερών είναι εξ ολοκλήρου εκνευριστικά αφιερωμένη στον ιό και το εμβόλιο -έτσι Πέμπτη 18 του μηνός ανηγγέλθησαν και πρόσθετα μέτρα- όλα τα άλλα νέα πάνε στον πυθμένα των ενδιαφερόντων, παραχωρούν την πρώτη θέση στην άμεση, καυτή επικαιρότητα.
Μήπως γι’ αυτόν τον λόγο, οι Γάλλοι, λόγω της γενικότερης αδιέξοδης κοινωνικής κατάστασης, χάνουν τον μπούσουλά τους γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια το ζιγκ-ζαγκ των κομμάτων, και αδιάφοροι στο πολιτικό γίγνεσθαι, αποπειρώνται όλο και πιο πολύ να απομακρυνθούν από την καθιερωμένη διαμάχη Αριστεράς Δεξιάς ισχύουσα από την εποχή της Επαναστάσεως του 1789;
Μήπως, λόγω των περιοριστικών μέτρων και της πολύωρης παραμονής στο σπίτι, της συνεχούς και μονομερούς τηλεθεάσεως των ειδησεογραφικών δελτίων και του ηλεκτρονικού τύπου, τους οδηγούν σε πρωτόφαντες για εδώ πολιτικές καταστάσεις; Διαπιστώνω, όπως και πολλοί άλλοι, ότι η συνεπής υπεράσπιση των ιδεολογικών αρχών των πολιτικών παρατάξεων -θεμελιώδης λίθος μιας συνταγματικώς ομαλής πολιτικής ζωής- αρχίζει και αποκλιμακώνεται, γίνεται ούτως ειπείν πιο ήπια. Στην πατρίδα του Ζολά, Αριστερά και Δεξιά, ημέρα με την ημέρα, ανεπαισθήτως εξαερώνονται, εγκαταλείπουν το ιδεολογικό ρινγκ. Και αυτό μάλιστα γίνεται την στιγμή που η ταξική πάλη, διεξαγόμενη με σύγχρονες μορφές , είναι ανελέητη. Δείτε π.χ. την περίπτωση των αδελφών νοσοκόμων και νοσηλευτριών που παρά τις συνεχείς κινητοποιήσεις τους και την αφοσίωση στο καθήκον τους (μιλώ για την Γαλλία), δεν αμείβονται όπως έπρεπε και όπως δυναμικώς το απαιτούν. Όσον αφορά δε τους άλλους εργαζόμενους, με την κατά διαστήματα, λόγω ιού, διακοπή της δουλειάς τους, περιμένουν πως και πως το υποσχεθέν πριμ από το Κράτος και τους εργοδότες για να τελειώσουν τον μήνα.
Και ναι μεν η Αριστερά, όλη η Αριστερά, προβάλλει θεωρητικώς τα αιτήματά τους αλλά στις μέρες μας σπανίως καλεί σε μια διαδήλωση ή μια απεργία. Ευτυχώς που η καταγγελία της ελευθεροκτονίας συγκινεί ακόμη μέρος της νεολαίας. Η Δεξιά εναντιώνεται σε τέτοιες κινητοποιήσεις. Είναι ίσως η μόνη χειροπιαστή διαφορά μεταξύ των αντιπάλων παρατάξεων. Κοινός παρανομαστής τους είναι «ευλύγιστη» συμπεριφορά μεταξύ τους και η παρατηρούμενη έλλειψη ιδεολογικής αντιπαλότητος εν αναμονή της εκλογικής αναμετρήσεως τον Ιούνιο στις περιφερειακές εκλογές. Η πολιτική ενδεδυμένη με το επανωφόρι της μετριοπάθειας, εγγίζουσα τα όρια της συμπαιγνίας, φοριέται πολύ τελευταίως. Η καθημερινώς επαναλαμβανόμενη επίκληση της μάχης εναντίον του ιού, η κούραση και το μπαΐλντισμα των πολιτών -όλοι τους μας τσαμπουνούν τα ίδια και τα ίδια, λένε οι Γάλλοι- συνεργούν στην αποφυγή αναφοράς εκ μέρους των κομμάτων σε προγράμματα και ξεκάθαρες θέσεις που έπρεπε να είναι το άλφα και το ωμέγα μιας προεκλογικής καμπάνιας. Προς στιγμή επικρατεί η αρχιμήδειος ρήση «μη μου τους κύκλους (πολιτικοκοινωνικούς) τάραττε».
Εάν όμως οι μη επαρκώς πολιτικοποιημένοι πολίτες στρέφουν τις πλάτες τους στην χωρίς βάθος πολιτική πολυλογία, το ίδιο δεν συμβαίνει με την αποδοχή, έστω και διστακτική, των κομματικών υπευθύνων, ιδίως των εχόντων φήμη, όχι πάντα δικαιολογημένη, χαρισματικών. Στην πολιτική, ο έχων την φήμη «χαρισματικού» ηγέτη είλκυε και ελκύει πάντα τον ψηφοφόρο.
Στην Ελλάδα, αν όχι χαρισματικοί, πολιτικοί όμως που σφράγισαν την ιστορία, ήταν στα μέσα του περασμένου αιώνος, ο κεντρώος Ν. Πλαστήρας, ο συντηρητικός Κ. Καραμανλής, ο επιτήδειος «Γέρος» Γ. Παπανδρέου, ο σοσιαλίζων υιός του Α. Παπανδρέου, ο αριστερός Η.Ηλιού.
Ο πρώτος απέλυσε τους εξόριστους κομμουνιστές από τα ξερονήσια δεν αντέδρασε όμως στην καταδίκη σε θάνατο του Ν. Μπελογιάννη, ο δεύτερος, ο Καραμανλής, κατηγορήθηκε για ηθικός εμπνευστής της βίας και νοθείας στις εκλογές του 1961, αργότερα όμως δεν δίστασε να αναρωτηθεί δημοσίως: «ποιός κυβερνά αυτόν το τόπο, το παλάτι ή ο πρωθυπουργός»; Και εχειροκροτήθη από πολλούς μη καραμανλικούς.
Ο «Γέρος» Γ. Παπανδρέου με τον ανένδοτο αγώνα, το «τρομοκρατήσατε τους τρομοκράτας» και την απόσυρση της ΕΔΑ από ορισμένες εκλογικές περιφέρειες, κέρδισε τις εκλογές του Νοεμβρίου 1963 και εκείνες του Φεβρουαρίου 1964.
Ό υιός του Α. Παπανδρέου είχε πει το δημαγωγικό μεν αλλά λαοφιλές: Τσοβόλα, «δώστα όλα», (ένας τέτοιος μας χρειάζεται, ισχυρίζοντο τότε πολλoί Έλληνες).
Ο Ηλιού της ΕΔΑ απαντώντας στον τότε υπουργό Κ. Τσάτσο που του είπε «Ηλία θα σας ταράξουμε στο ξύλο», απήντησε ατάραχος και «εμείς θα σας ταράξουμε στην νομιμότητα». Υπήρξε ένας από τους πιο έμπειρους ρήτορες της Βουλής, συνεγείρων τους πολυπληθείς (25%) τότε αριστερούς.
Θα μπορούσα να αναφέρω και τον Π. Παπαληγούρα, μέγα αρχιερέα των οικονομικών των ετών 50-60, διαφωνήσαντα με τον Κ. Καραμανλή και αποκληθέντα «γατοσχίστη» (δεν θυμάμαι το γιατί) από τον αλησμόνητο σκιτσογράφο του Βήματος Φ. Δημητριάδη.
Στην πατρίδα του Ουγκώ, χαρισματικός ηγέτης απολαμβάνων τον σεβασμό έστω και διστακτικώς απ’ όλους, ήταν ο Ντε Γκολ που απέσυρε την Γαλλία από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, πρεσβεύων μια σχετική ανεξάρτητη εθνική πολιτική για την χώρα του.
Αργότερα, ο Μιττεράντ «Τοντόν», (θείος), ειδήμων στις πολιτικές μανούβρες, συνήνωσε στο συνέδριο του Επινέ (Epinay) τις διάφορες τάσεις των σοσιαλιστών, και ανελθών στην εξουσία, καθιέρωσε την πενθήμερη εργασία των 35 ωρών και την σύνταξη στα 60 χρόνια.
Ο Ζ. Σιράκ που αν όχι ο ίδιος, αλλά πάντως με την θαυμάσια αγόρευση του υπουργού των Εξωτερικών Βιλπέν στον ΟΗΕ, απορρίπτοντας ευθαρσώς την συμμετοχή της Γαλλίας στον αποικιοκρατικό πόλεμο στο Ιράκ, εχειροκροτήθη απ’ όλους, ιδιαιτέρως τους Άραβες. Εδώ θα μπορούσα να αναφέρω και τον Φ. Σεγκέν, συνεπή γκολιστή που σε μια συναρπαστική τηλεοπτική συζήτηση με τον Μιττεράντ έκανε σκόνη ένα προς ένα τα άρθρα της συμφωνίας του Μάαστριχ που κατήργησε τα εθνικά νομίσματα και την ανεξάρτητη εθνική πολιτική. Ήταν η εποχή που η πτώση της ΕΣΣΔ συνέβαλε τα μέγιστα, στο όνομα της μάχης κατά του ολοκληρωτισμού, στην απάλυνση, αν μη στην εξαφάνιση της εντόνου κομματικής ιδεολογικής διαμάχης.
Υπάρχει σήμερα στην χώρα του Αστερίξ μια τέτοια, ας πούμε, πολιτική προσωπικότητα που ο λόγος της, να σαγηνεύει τους πολίτες; Προς στιγμήν όχι, παρ όλον ότι μερικοί, μετά μεγάλης δυσκολίας, ξεχωρίζουν από τους άλλους. Επί παραδείγματι στην Άνω Γαλλία (από την δυτική Μάγχη μέχρι τα γερμανοβελγικά σύνορα) ο πρώην υπουργός του Σαρκοζί Ξαβιέ Μπερτράντ (Xavier Bertrand), παρουσιάζεται ως υπεράνω των κομμάτων. Οι υπόλοιποι, δεξιοί, σοσιαλιστές, κομμουνιστές, οικολόγοι δεν συγκινούν προς στιγμήν ιδιαιτέρως τους Γάλλους. Άστους να λένε, σχολιάζουν ειρωνικώς οι πολίτες. Μια πιθανή εξαίρεση αποτελεί η Μαρίν Λε Πεν που παίρνοντας θάρρος από τις πολύ καλές σφυγμομετρήσεις (από 36% μέχρι 48%), και μεταχειριζόμενη επιτηδείως έναν ευκολονόητο πολιτικό λόγο στην διάρκεια των τηλεοπτικών επεμβάσεών της, φαίνεται να ελκύει προς το μέρος της τους ψηφοφόρους των λαϊκών στρωμάτων της κλασσικής δεξιάς αλλά και μερικούς «χαοτικούς» αριστερούς.
Μετά όμως την κωλοτούμπα που έκανε, αποδεχόμενη την Ε.Ε., το ευρώ και την μειωμένη εθνική πολιτική, κινδυνεύει να χάσει την υποστήριξη μέρος του λαού που αμφιβάλλει όλο και πιο πολύ για την συνοχή και την αποτελεσματικότητα της Ε.Ε. (παράδειγμα το αλαλούμ στην προμήθεια εμβολίων) ως επίσης και την μελλοντική ασταθή πορεία του ευρώ. Το μόνο δημαγωγικό επιχείρημα που της μένει, και πιθανόν, σε περιόδους κρίσεως, να έχει μια κάποια απήχηση στα πλήθη, είναι η συνεχής και άτεγκτος απόρριψη παραμονής των μεταναστών και ιδίως των μουσουλμάνων επί του γαλλικού εδάφους. Πού; στην Γαλλία που βαυκαλίζεται ακόμη και σήμερον σαν η χώρα που διεκήρυξε και επισημοποίησε την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων…