Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Την είχε εκπαιδεύσει τη καρδιά του
Χρόνια τώρα
Έξω από το σώμα του την έβγαζε κι όλο το κόσμο αγκάλιαζε εκείνη
Φως ήταν γεμάτη η καρδιά του κι ας τον αδίκησε σκληρά η φύση
Τον πλήγωσαν οι άνθρωποι
Τον πόνεσαν πολύ
Ήταν η ανημπόρια του και το λειψό του σώμα τροφή γι αυτούς
Και ήταν – καθώς έλεγαν – μπροστά του, μεγάλοι δυνατοί φανταχτεροί σπουδαίοι
Σαν μια στιγμή όλη του η ζωή
Σαν αιώνες αιωνιοτήτων νά ‘ζησε
Ένα μικρό θαμπό φως απόμεινε μέσ’ τη καρδιά του και αχνόφεγγε τα τελευταία χρόνια
Σαν της πυγολαμπίδας τη θολή τη λάμψη
Στους ίδιους χρόνους με της καρδιάς του τους παλμούς αδύναμα αναβόσβηνε το φως της
Κάποιες φορές όμως μπερδεύονταν οι χρόνοι, έχανε το φως τους χτύπους και τότε….
Σαν πληγωμένο πουλί φτερούγιζε η καρδιά του τότε
Τρεμόπαιζε το φως της όπως του καντηλιού που σώνεται το λάδι
Φάρος μικρός στα σκοτεινά πελάγη τής ψυχής του και πώς ρότα να χαράξει
Μαύρη ήταν η ψυχή του
Μαύρη απ’ τις τόσες λύπες και καημούς Μαύρη σαν το βαθύ σκοτάδι που πέφτει λίγο πριν ξημερώσει
Και είχε μέσα του παγωνιά πολλή
Κάθισε στης γης την άκρη
Ώρα πολλή κοιτούσε στους ουρανούς
Σαν….σαν κάτι να περίμενε
Διάφανο έγινε το σώμα του, και η καρδιά του διάφανη κι αυτή σαν των νεογέννητων ψαριών
Έπαψε πια το φως να αναβοσβήνει
Μονάχα αναμμένο έμεινε κι ύστερα σιγά σιγά τη λάμψη του άρχισε να χάνει
Πέρασε μια στιγμή και χάθηκε…..
έσβησε το φως.
Καβάλα 31/01/2020