Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
«Ένας ουράνιος θόλος είναι η ζωή μας και μεις προσπαθούμε να την αγγίξουμε, να την ζήσουμε, κοιτώντας την μέσα από ένα τηλεσκόπιο. Και δεν φτάνει αυτό, μερικές φορές κοιτάζουμε και από το λάθος άκρο του τηλεσκοπίου.»
«Καλημέρα κυρ Πέτρο, Πετράκη.»
Έτσι προσφωνούσε τον πατέρα του ο Λουκάς από τότε που έχασε αυτός την μητέρα του και ο πατέρας του την σύντροφο και σύζυγό του.
Κυρ Πέτρο, Πετράκη τον φώναζε και του άρεσε και εκείνου, γιατί έτσι τον έλεγε και κείνη. Αρκετά χρόνια πριν, την έχασε.
Ξαφνικά.
Στη θάλασσα.
Η κακιά η ώρα που λένε.
Ξύπνησε παράξενα ευδιάθετος. Έτσι νόμιζε. Παράξενα και χωρίς λόγο ευδιάθετος, αλλά μετά κατάλαβε ότι η ευδιαθεσία του οφείλονταν στην αλλαγή τού καιρού.
Δρόσισε. Τέλη Αυγούστου.
Δεν του άρεσε ποτέ η πολλή ζέστη. Του έφερνε στο μυαλό, άγνωστο γιατί, θάνατο. Δεν οφείλονταν βέβαια μόνο στην αλλαγή του καιρού η ευδιαθεσία του, αλλά κυρίως στην απόφαση που είχε πάρει. Τέρμα πια οι στενοχώριες, τέρμα και οι σκέψεις που τον βασανίζουν εδώ και τόσο καιρό.
Αδειάζει το μυαλό του σιγά σιγά. Τα καταφέρνει ο ίδιος μόνος του και το αδειάζει, το ξαλαφρώνει.
Σήμερα, θα έφευγε.
Είχε συμπληρώσει δέκα μέρες που ήρθε από το νησί στην πόλη να δει τον πατέρα του.
«Λες και είσαι στην άλλη άκρη του κόσμου γιε μου», του είχε πει στο τηλέφωνο. «Έλα λίγο να σε δω.»
Ο πατέρας του δεν πήγαινε ποτέ στο νησί.
Από τότε.
Από την κακιά εκείνη ώρα που η μητέρα του έπεσε από το πλοίο στη θάλασσα. Δίχως κανείς να την πάρει είδηση.
Πως έγινε και έπεσε κανείς δεν είδε, κανείς δεν ξέρει. Δεν έμαθαν ποτέ. Στενοχωριόταν για τον γιο της. Μονάκριβος. Ήταν και πολύ ευαίσθητη….
Πλησίαζαν στο νησί και όλοι άρχισαν να ετοιμάζονται για να κατέβουν. Την άλλη μέρα την βρήκαν, καθώς είχε πια νυχτώσει και δεν υπήρχε δυνατότητα να ερευνήσουν μέσα στη νύχτα.
Λίγο έξω από το λιμάνι, την βρήκαν. Χαμογελαστή του φάνηκε του Πέτρου.
Σήμερα θα έφευγε ο Λουκάς, το απόγευμα.
Ήπιε το καφεδάκι του παρέα με τον πατέρα του, τον Πετράκη, πήρε το χάπι για την πίεση – από συνήθεια – και κείνο το άλλο, για εκείνα τα παράξενα που τον έπιαναν. Ήταν πολύ ευαίσθητος ο Λουκάς αλλά τώρα τελευταία με κείνην……και με όλες τις ιστορίες…..δεν του άξιζε αυτό.
Ας είναι.
Πατέρας και γιος.
Το καφεδάκι τους.
Η κουβεντούλα τους.
Όμορφη εικόνα.
Τα είχε κλείσει τα ογδόντα επτά αλλά, ήταν λεβέντης ο πατέρας του. Μίλησαν για τα καθημερινά, για το μπαξεδάκι, για τα λουλούδια στον κήπο και για τον φίλο του και γείτονά τους τον Παύλο, που σήμερα ήταν η τελευταία του μέρα στη δουλειά.
Στην ηλικία τού Λουκά ήταν ο Παύλος. Μαζί μεγάλωσαν. Κωλόμπατσε τον ανέβαζε, καρακόλι τον κατέβαζε, αλλά καμιά σχέση με αυτό το επάγγελμα δεν είχε ο Παύλος.
Του έτυχε. Παπάς έπρεπε να γίνει. Όλη μέρα έψελνε. Ούτε λόγος για κλήσεις, συλλήψεις και άλλα τέτοιου είδους άγρια πράγματα. Έτσι έλεγε, άγρια πράγματα φίλε μου και τελείωνε με μια χριστιανική ρήση και ένα αμήν στο τέλος. Γι αυτό και τον έβαλαν στις ταυτότητες. Γραφιά.
Θα συναντιόνταν μαζί του αργότερα, για κανένα – που λέει ο λόγος δηλαδή – τσιπουράκι. Αποχαιρετιστήριο του ενός για την συνταξιοδότηση και του άλλου για την αναχώρησή του. Στον δρόμο για το φρούριο ήταν το τσιπουράδικο.
«Να φας κυρ Πέτρο για μεσημέρι αν δεις κι αργήσω», του είπε. «Εγώ θα πάω μια βόλτα στο βουνό και μετά θα κατέβω στην πόλη για κανένα ουζάκι με το κωλόμπατσο. Κερνάει και κερνάω. Καταλαβαίνεις τι θα γίνει.»
Είχαν συμφωνήσει με τον Παύλο να γίνουν λιώμα.
Έδωσε ένα φιλί στον πατέρα του και εκείνος απόρησε, από μικρός είχε να το κάνει αυτό.
Στην άκρη της πόλης, στο βουνό ήταν το πατρικό του. Μια ζωή στο βουνό ή καλύτερα, μισή στο βουνό και η άλλη μισή στη θάλασσα.
Όλη του η ζωή.
Βουνό και θάλασσα. Απλός προσθετικός νόμος. Μισό και μισό, ένα.
Ξεκίνησε για το βουνό αποφασισμένος πια να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του, να τις ταξινομήσει σε φακέλους και να κλείσει όλες τις υποθέσεις που τον βασάνιζαν και τον βασανίζουν τα τελευταία χρόνια.
Καιρός ήταν.
Ούτε που το κατάλαβε πόσο γρήγορα έκανε αυτή την δουλειά και πόσο γρήγορα πέρασε και η ώρα.
Νόμιζε ότι θα του πάρει μέρες αλλά σε δύο ωρίτσες τα τακτοποίησε όλα.
Έκλεισαν οι φάκελοι.
Σφραγίστηκαν οι υποθέσεις.
Ούτε ο Πουαρώ θα μπορούσε να τις ξανανοίξει, σκέφτηκε.
Άρχισε να κατεβαίνει προς την πόλη. Πέρασε δίπλα από το πατρικό του και μέσα από τα δένδρα είδε το πατέρα του να ξεριζώνει τις ντοματιές του.
Αρρώστησαν και ήρθε πια η ώρα τους γιε μου, του είχε πει το πρωί στον καφέ. Ότι ήταν να δώσουν, το έδωσαν. Έτσι είναι η ζωή παλικάρι μου του είχε πει. Όταν τα δίνεις όλα τελειώνεις κιόλας. Έτσι του είπε και σαν να τρόμαξε λίγο μ’ αυτό που ξεστόμισε. Δεν βαριέσαι γιε μου, του χρόνου πάλι, νάμαστε γεροί.
Στάθηκε για λίγο και είπε να καθίσει για ένα τσιγάρο που λένε, μαζί του, με τον πατέρα του, αλλά το μετάνιωσε.
Όχι άλλο μαζί του.
Δεν μπορεί άλλο μαζί του.
Έφτασε στην παραλία, περπάτησε δίπλα στην θάλασσα χαζεύοντάς την χωρίς να σκέφτεται τίποτα ιδιαίτερο και για μια στιγμή στάθηκε αναποφάσιστος καθώς αναρωτήθηκε από που να πάει στο φρούριο. Από τον δρόμο ή από τα σκαλιά.
Από τον δρόμο είναι μακριά και από τα σκαλιά κουραστικά.
Το αποφάσισε. Από τον δρόμο.
Μην πάω και κουρασμένος.
Άκου τι σκέφτηκε: Μην πάει κουρασμένος.
Ο Παύλος ήταν από ώρα εκεί. Είχε πιει ήδη δυο τρία τσιπουράκια.
Έγινε και έγιναν αυτό που είπαν.
Λιώμα.
Τα είπαν όλα. Μέσα σε δύο ώρες και με άγνωστο τον αριθμό των τσιπουρακίων τα είπαν όλα.
Όλη τους την ζωή. Τα μέτρησαν, τα αρίθμησαν, τα κατέταξαν. Σε κάθε τσιπουράκι έκλειναν και ένα κεφάλαιο. Μαζί με τον φίλο του αυτή τη φορά αρχειοθετούσαν. Τον μοναδικό του φίλο. Φίλος και αδελφός του ήταν ο Παύλος. Και ήταν πολλά τα γαμημένα τα κεφάλαια.
Δεν του ξέφυγε του Παύλου η λέξη «γαμημένα». Κάθε φορά έλεγε και κάτι τέτοιο ώστε να βρει την ευκαιρία για την αγαπημένη του ρήση. «Θου, Κύριε, φυλακὴν τω στόµατί µου και θύραν περιοχής περί τα χείλη µου.»
Εκεί στο οινόπνευμα τα έκλεισαν λοιπόν όλα τα κεφάλαια.
Οίνο – Πνεύμα. Πνεύμα.
«Το πνεύμα όπου θέλει πνει», συνέχισε ο Παύλος. Τι ήθελε να πει ούτε ο ίδιος ήξερε. Το πνεύμα ρε φίλε, είπε στο τέλος.
Αμήν.
Αυτοανακηρύχτηκαν άγιοι και ο Παύλος κάλεσε στο τηλέφωνο έναν συνάδελφό να έρθει με το περιπολικό για να τους πάει στα σπίτια τους.
«Πάω λίγο μέχρι τον Φάρο, Παύλο. Ελάτε εκεί με το περιπολικό να με πάρετε.»
Ξεκίνησε για τον Φάρο. Μια γλυκιά ζάλη τον τύλιγε, αλλά τον χτύπησε λίγο αεράκι και συνήλθε κάπως.
Δέκα σκαλιά κατέβηκε, περπάτησε λίγο σε ένα τσιμεντένιο διάδρομο, εννιά σκαλιά ανέβηκε, περπάτησε για λίγο πάλι και μετά κατέβηκε δεκαέξι σκαλιά και βρέθηκε στο κρεμαστό μπαλκονάκι. Πέρα μακρυά στο βάθος φαίνονταν όλο το νησί, πιο δυτικά το ιερό βουνό και πίσω τους ολάκερος ο κόσμος και οι άνθρωποι με τις ζωές τους. Θα την άλλαζε και αυτός την ζωή του. Το είχε πάρει απόφαση. Όχι άλλες στενάχωρες σκέψεις. Κατέβασε το βλέμμα μπροστά του. Από κάτω τα βράχια και η θάλασσα που πήγαιναν μικροί για μπάνιο και βουτιές. Έκατσε στη άκρη, στο πεζουλάκι. Τους έβλεπε εκεί κάτω. Όλη την παλιοπαρέα έβλεπε και τους άκουγε κιόλας. Ξεσήκωναν τον τόπο.
Λίγα σύννεφα στον ουρανό έκρυβαν τον ήλιο, αλλά αυτός έβρισκε κενό ανάμεσά τους, ξανάβγαινε και στραφτάλιζε στο νερό. Έπαιζε με τα κυματάκια και χιλιάδες μικροί ήλιοι-αστεράκια γέμιζαν τη θάλασσα.
Δεν σκέφτονταν πια τίποτα.
Καμιά σκέψη δεν βασάνιζε το μυαλό του. Ηρέμησε, ησύχασε και πήρε την απόφαση για την καινούργια του ζωή. Χαμογέλασε καθώς η τελευταία σκέψη που έκανε, ήταν:
Το ότι έβλεπε τους χιλιάδες μικρούς ήλιους-αστεράκια στη θάλασσα οφείλονταν στο ότι οι γωνίες προσπτώσεως και ανακλάσεως του φωτός στη θάλασσα είναι ίσες.
Και εκείνος βρισκόταν στην κατάλληλη θέση, στη θέση τής ανακλάσεως.
Μια ανυπόφορη ζέστη τον τύλιξε.
«Έλα Παύλο είπε ο κυρ Πέτρος», όταν είδε το περιπολικό και τον Παύλο να βγαίνει από την θέση τού συνοδηγού.
«Ελάτε να πιούμε το απογευματινό μας καφεδάκι.»
Δεν απάντησε ο Παύλος και έμεινε για λίγο να τον κοιτά.
«Έλα, ελάτε.»
«Έρχομαι κυρ Πέτρο. Έρχομαι.»
Μα που είναι ο Λουκάς;”
«Έρχομαι, θα σου πω…»
****
Εις μνήμην