Μία από τις σημαντικότερες σε πολιτικό επίπεδο περιόδους διανύει η χώρα μας τους τελευταίους μήνες. Τόσο η εκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, όσο και η αναζωπύρωση του κοινωνικού ενδιαφέροντος για το δυστύχημα των Τεμπών, δημιουργούν μια κατάσταση ανησυχίας για τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις, και ταυτόχρονα εν δυνάμει ανατροπών στην εσωτερική πολιτική σκηνή.
Σε αυτές ακριβώς τις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις, όταν μάλιστα συνυπάρχουν με μία διάθεση απαξίωσης των πολιτών προς ουσιώδεις θεσμούς της Πολιτείας αλλά και ενός αισθήματος έλλειψης πολιτικής εκπροσώπησης, δημιουργούνται οι συνθήκες για τη γέννηση νέων πολιτικών δυνάμεων.
Τέτοιων που θα είναι ικανές να εκφράσουν τόσο το λαϊκό αίσθημα δυσαρέσκειας προς τους θεσμούς και την υπάρχουσα πολιτική δομή της χώρας, όσο και να προσφέρουν ριζικές λύσεις που θα αναδιαμορφώσουν όχι μόνον αυτή τη δομή, αλλά θα είναι ικανές να αντιληφθούν, να συμβαδίσουν και να διαμορφώσουν τη μελλοντική πορεία της, αλλά και τη συμμετοχή της στις διεθνείς εξελίξεις.
Κι εδώ ακριβώς είναι που γίνεται εμφανές το τεράστιο έλλειμμα θάρρους, αν όχι η επικράτηση ενός αισθήματος βολέματος στις επικρατούσες κοινωνικές ή/και εργασιακές συνθήκες γνωστών μέσω των δημόσιων εμφανίσεών τους Ελλήνων, που θα μπορούσαν να αναλάβουν δραστικές πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση.
Με άλλα λόγια, ποιος ο λόγος μιας διαρκούς, δημόσιας και μάλιστα έντονης κριτικής προς την υπάρχουσα κατάσταση, εάν αυτή δεν μεταφράζεται θεσμικά σε πολιτικές πράξεις από τους ίδιους που την ασκούν;
Σταχυολογώντας, ποιο το αποτέλεσμα των αναφορών σε «διπλωματικό Βατερλό» του πρωθυπουργού στα ζητήματα «Τραμπ, Meteor και Ουκρανίας» ή σε «προβληματικές σχέσεις» της χώρας με τους ισχυρούς της γης;
Τι εξυπηρετεί η δημόσια αναφορά σε «υπαρκτό και συχνά εξοργιστικό πρόβλημα αξιοπιστίας τόσο στο πεδίο της διοικητικής όσο και στο πεδίο της πολιτικής Δικαιοσύνης» ή σε (ηπίως χαρακτηριζόμενη) «προβληματική εικόνα» του προϋπολογισμού σε βασικά μακροοικονομικά μεγέθη, εάν οι ίδιοι που ασκούν αυτή την κριτική δεν αναλαμβάνουν θεσμικές πρωτοβουλίες εξόδου από αυτή την κατάσταση;
Είναι άραγε «υποχρέωση» μόνον εκείνων που εμείς τους δώσαμε το δικαίωμα να προσδιορίζονται ως πολιτικοί να αναλάβουν αυτές τις πρωτοβουλίες; Απεκδύονται όλοι οι υπόλοιποι την Αριστοτελική έννοια του πολιτικού όντος;
Δεν έχουν καμία άλλη υποχρέωση προς τους πολίτες που τους ακούν και εμπιστεύονται την κρίση τους, αλλά και προς τους εαυτούς τους; Δεν κατανοούν πως σε πλείστες όσες περιπτώσεις άσκησης της έντονης κριτικής τους, λειτουργούν απλά ως «βαλβίδες ασφαλείας» για την εκτόνωση του λαϊκού αισθήματος δυσαρέσκειας;
Εάν αυτοί που με τις γνώσεις ή/και τις ικανότητές τους μπορούν στα πλαίσια μιας πλουραλιστικής και ανεκτικής δημοκρατίας να ασκούν το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, παραμένοντας όμως απλά και μόνο σε αυτή τη διάσταση εκδήλωσης των δικαιωμάτων τους, ποιο το μέλλον τόσο των ίδιων όσο και των ακροατών τους, εάν είναι βέβαιοι για τους ισχυρισμούς τους;
Μήπως τελικά όλοι όσοι -λιγότερο ή περισσότερο γνωστοί- ασκούν δημόσια την κριτική τους θα πρέπει άμεσα να αναρωτηθούν εάν οι συνθήκες σήμερα ευνοούν την ανάδυσή τους από απλούς εκφραστές της δημόσιας δυσαρέσκειας, σε πολιτικά θεσμικούς εκπροσώπους εξαφάνισής της;
Γιατί εάν ο ιδιότυπος εφησυχασμός του «καλά τους τα ‘πε» που δημιουργούν με τη δημόσια κριτική τους δεν εκφραστεί πολιτικά, το μερίδιο ευθύνης τους για την πορεία της χώρας, θα είναι ευθέως ανάλογο της δημόσιας προβολής και κριτικής τους.
ΠΗΓΕΣ
https://www.youtube.com/watch?v=d2MJ0Rwqi8w
https://www.youtube.com/watch?v=z61oDYZRB1c&list=PLLUn3vEwIL807Fo7of_Uzr56-i7DdME62&index=4
https://www.youtube.com/watch?v=Hbal5AqIlfw
Τσακίρης Α. Γιώργος