Εμείς ήμασταν οι πιτσιρικάδες της δεκαετίας του ’80 που μεγαλώσαμε όμορφα στην Καβάλα, διασκεδάζοντας σε θρυλικά μαγαζιά και χορεύοντας σε ανεπανάληπτους και νοσταλγικούς ρυθμούς, οι οποίοι μας «στοιχειώνουν» και μας «κατατρέχουν» ακόμη και σήμερα. Εκείνος ήταν ο διασκεδαστής μας, ο άνθρωπος που διάλεγε μουσική για χάρη μας, που «πάντρευε» με αφάνταστη μαεστρία χορευτικά τραγούδια, μας ξεσήκωνε και μας οδηγούσε ατελείωτες ώρες στις πίστες. Εμείς ήμασταν το κοινό του κι εκείνος ήταν ο Dj Χρήστος Καφάς, η μουσική κορυφή του Dj-ing στην Καβάλα και όχι μόνο, που εργάστηκε στα κορυφαία καταστήματα, που συνεργάστηκε με επιτυχημένους επιχειρηματίες, που μας σύστησε καλλιτέχνες και συγκροτήματα, που οικοδόμησε μαζί μας μια διαχρονική σχέση αγάπης και θαυμασμού, η οποία ουδέποτε θα «εξατμιστεί»!
Κάπου εκεί στη δεκαετία του ’70, ο Χρήστος Μπογιατζόγλου (Dj Καφάς) έφτασε στην Καβάλα από τη Γερμανία προκειμένου να φοιτήσει στο γυμνάσιο. Γεννήθηκε στο Ορμένιο Ορεστιάδας Έβρου, από όπου είναι η καταγωγή της μητέρας του, ενώ η καταγωγή του πατέρα του είναι από το Περιθώρι Νευροκοπίου Δράμας. Εκείνος μεγάλωσε στην Κολωνία της Γερμανίας. Η Καβάλα δεν ήταν μια τυχαία αλλά μια στοχευμένη επιλογή του, αφού έμενε στο Οικοτροφείο Αρρένων του Αγίου Σίλα, μαζί με πολλά ακόμη παιδιά μεταναστών διαφόρων ηλικιών από τη Γερμανία.
Ο «ΝΟΝΟΣ» ΚΑΙ ΤΟ ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ
Το ψευδώνυμο «Καφάς» προέκυψε το 1979 και «νονός» του Χρήστου ήταν ο Τάκης Κοντόριας, διάσημος επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης των δημοφιλέστερων ντισκοτέκ εκείνης της εποχής. Ο ίδιος ο Χρήστος αφηγείται την ιστορία λέγοντας: «Εκείνη την εποχή στα καταστήματα, όταν κάποιος Dj έφευγε για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, και με δεδομένο ότι δεν υπήρχαν σχολές για Dj-ing, ο επιχειρηματίας ανέθετε το καθήκον επιλογής τραγουδιών σε κάποιον σερβιτόρο με μουσική κλίση.
Ο προκάτοχός μου ήταν ο Μπίλυ, επίσης σερβιτόρος και συνομήλικός μου, που θα έφευγε σύντομα φαντάρος. Έτσι μια ωραία πρωία χτυπά το τηλέφωνό μου στη Γερμανία. Ήταν ο Τάκης Κοντόριας που είχε μάθει ότι έπαιζα μουσική στη Θάσο και μου ζήτησε να έρθω για να συνεργαστούμε. Του εξήγησα ότι δεν είχα χρήματα για το εισιτήριο ή για τη μίσθωση στέγης και μου είπε πως θα μου τα πλήρωνε όλα εκείνος.
Ο προκάτοχός μου ο Μπίλυ, προκειμένου να παίξει μουσική, έπρεπε πρωτίστως να πιει δυο-τρία κονιάκ, ώστε να πάρει θάρρος. Εγώ ωστόσο δεν είχα ανάλογη σχέση με το αλκοόλ -μάλιστα δεν είχα αρχίσει καν να πίνω. Όταν λοιπόν με ρώτησαν τί θα ήθελα να πιω πριν αρχίσω να παίζω μουσική, απάντησα με αφέλεια: πορτοκαλάδα. Οπότε μου δίνει ο Κοντόριας ένα μπουκάλι 1,5 λίτρου με πορτοκαλάδα και μου λέει: Μπράβο ρε Καφά μου! Έτσι λοιπόν έμεινε το ψευδώνυμο με το οποίο με ξέρουν οι πάντες, ενώ ελάχιστοι γνωρίζουν ή θυμούνται το πραγματικό μου επίθετο».
ΤΟ ΧΟΜΠΙ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
Τα πρώτα μουσικά του ακούσματα ήταν ροκ και σόουλ. Μέσα όμως από τα δύο συγκεκριμένα είδη ξεπήδησε η ντίσκο και η ποπ μουσική. Όπως διευκρινίζει ο Χρήστος, εμείς μεγαλώσαμε με Beatles, Rolling Stones, Doors, Led Zeppelin, Deep Purple. Αρχικά ο Χρήστος δεν είχε καν εξετάσει το ενδεχόμενο να ασχοληθεί επαγγελματικά με το Dj-ing ώστε να κερδίσει χρήματα. Επρόκειτο για ένα χόμπι· ένα ψώνιο, το οποίο εξελίχθηκε και σε εργασία, ομολογεί. Φυσικά το χόμπι του αυτονόητα κάποιος το αγαπάει. Μακάρι καθένας να μπορούσε να καταστήσει το χόμπι του επάγγελμα και να μπορούσε να βιοποριστεί από αυτό.
ΑΠΟ ΤΟ ΚΥΝΗΓΗΤΟ… ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΚΑΠ
Το 1977 ο Χρήστος Καφάς πρωτομπήκε πίσω από μία κονσόλα κι άρχισε να ασχολείται με το Dj-ing. Ο ίδιος θυμάται με λεπτομέρειες: «Βρισκόμουν στον Λιμένα Θάσου, στο κατάστημα “Disco Magic”, στο οποίο ήμουν θαμώνας, αφού εκεί σύχναζαν οι ενδιαφέρουσες τουρίστριες. Η παρέα δεν είχε χρήματα ούτε καν για να παραγγείλει ποτό. Πηγαίναμε όμως εκεί, βρίσκαμε τα κοριτσάκια και τα παίρναμε για βόλτα, έστω κι αν το αφεντικό μας κυνηγούσε γιατί του “κλέβαμε” τις πελάτισσες».
Τότε έπαιζε μουσική ο Άρης που έφευγε φαντάρος. Το αφεντικό θυμήθηκε ότι ένας πιτσιρικάς, εγώ δηλαδή, αντικαθιστούσε τον Άρη παίζοντας 3-4 κομμάτια στα σειρά, όταν εκείνος εξαφανιζόταν αστραπιαία με κάποια κοπελίτσα. Κάπως έτσι βρέθηκα το πρωί να εργάζομαι ως σερβιτόρος και το βράδυ ως Dj. Την αμέσως επόμενη χρονιά εργάστηκα στο “αντίπαλο” μαγαζί του Λιμένα».
Όπως ομολογεί χαριτολογώντας ο Χρήστος, όταν άρχισε να παίζει μουσική, δεν ήξερε καν πώς λέγονταν τα πικάπ. Τα μηχανήματα ΜΚ ΙΙ τα χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1983 ή το 1984 όταν έπαιζε μουσική στη θερινή ντίσκο «Salina». Επρόκειτο για ιστορικά μηχανήματα, που κυριολεκτικά «έλυναν» τα χέρια ενός Dj.
Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΟΝΤΟΡΙΑ
Το 1979, ο Χρήστος Καφάς, που ήταν μικρότερος των είκοσι ετών, μεταφέρθηκε επαγγελματικά στην Καβάλα και όχι οπουδήποτε, αλλά στην ντίσκο «OCEANIS». Στον τότε περιορισμένο χώρο, που είχε διακοσμηθεί από τον πασίγνωστο Καβαλιώτη επαγγελματία Γιάννη «Τεν – Τεν», οι πελάτες εισέρχονταν από την κύρια είσοδο του ξενοδοχείου. Από τη συγκεκριμένη ντίσκο πέρασε και διασκέδασε κυριολεκτικά ολόκληρη η Καβάλα. Ο δε Χρήστος διατηρεί αυτό τον χώρο πάντα μέσα στην καρδιά του, αφού εκεί βίωσε πραγματικά μοναδικές στιγμές.
Όταν η χειμερινή «OCEANIS» έκλεινε, τότε ο ίδιος, οι θαμώνες και η διασκέδαση μετακινούνταν στην καλοκαιρινή «Picchio Rosso», που λειτουργούσε απέναντι από την ακτή Καλαμίτσα υπό την ίδια διεύθυνση των αδελφών Κοντόρια. Ύστερα από αρκετά χρόνια συνεργασίας, ο Χρήστος κινήθηκε επαγγελματικά προς τη δυτική παραλιακή πλευρά του νομού Καβάλας, φτάνοντας στη ντίσκο «Salina» του Νίκου Νικολαΐδη. Τη χαρακτηρίζει ως μαγαζί – σταθμό της ζωής και της καριέρας του. Εκεί είχε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει όλο το ταλέντο και την μαεστρία του πάνω στο Dj-ing.
Ο MR SALINA ΚΑΙ ΤΟ ΘΡΥΛΙΚΟ «AGAIN»
Η ιστορία της «Salina», του επιχειρηματία Νίκου Νικολαΐδη και του Dj Χρήστου Καφά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ένα θρυλικό κομμάτι. Ή μάλλον με ένα κομμάτι που το ανέδειξε εκείνος προσωπικά ως θρυλικό. Αναφερόμαστε φυσικά στο περίφημο Italo Disco τραγούδι γερμανικής παραγωγής «Again» από Do Piano του 1984. Εκείνη την εποχή ο Χρήστος ταξίδευε για την αγορά δίσκων βινυλίου σε Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία. Στη Στουτγάρδη υπήρχε κάποιος φίλος που τον συνόδευε σε τοπικό δισκοπωλείο, ο ιδιοκτήτης του οποίου έκανε εισαγωγές δίσκων. Από εκεί λοιπόν ξεκίνησε, ταξίδεψε κι έφτασε στην Καβάλα, σε μορφή promo, το προαναφερόμενο κομμάτι.
Παίχτηκε για πρώτη φορά στη «Salina» και άρεσε στους θαμώνες. Άμεσα οι πάντες κατάλαβαν ότι ο τίτλος ήταν «Again», κανείς όμως δεν γνώριζε τον καλλιτέχνη ή το συγκρότημα που το ερμήνευε. Ο Χρήστος λοιπόν φρόντιζε με ένα στρόγγυλο λευκό χαρτί να κρύβει την ετικέτα του δίσκου προκειμένου τα στοιχεία του να παραμένουν κρυφά, ενώ δεν απαντούσε καν στις διευκρινιστικές ερωτήσεις που δεχόταν. Μάλιστα είχε «δασκαλεμένους» και τους βοηθούς του, τον Σάκη Τασιάδη και τον Λάζαρο Παυλίδη, ώστε να διατηρούν καλά κρυμμένο το επτασφράγιστο «μυστικό» του τραγουδιού.
ΤΑ «ΙΠΤΑΜΕΝΑ» ΒΙΝΥΛΙΑ ΚΑΙ Ο RUSS BALLARD
Για χάρη του «Again» κατέφθαναν στη «Salina» πελάτες από τη Δράμα και άλλους όμορους νομούς. Να σημειωθεί ότι έκαστο τραγούδι παιζόταν μόνο μια φορά κάθε βράδυ και δεν επαναλαμβάνονταν, ασχέτως των αιτημάτων επανάληψης που δεχόταν ο Dj. Εποχή άφησαν τα διάσημα tropical party της ντίσκο «Salina». Επίσης, ιστορία έγραψε το αποχαιρετιστήριο πάρτι που είχε οργανωθεί το τελευταίο βράδυ λειτουργίας της συγκεκριμένης ντίσκο, όταν ο Χρήστος έπαιζε ένα τραγούδι από κάποιο δίσκο και μόλις τελείωνε πετούσε το βινύλιο στους πελάτες.
Καλοκαίρι του 1985 στη «Salina» και ο Χρήστος επιλέγει ένα τραγούδι με πολύ χαρακτηριστική εισαγωγή, προκειμένου να το χρησιμοποιεί ως «επίσημη έναρξη» του χορευτικού προγράμματος. Για το τραγούδι «Voices» του Άγγλου μουσικοσυνθέτη Russ Ballard ο λόγος. Ένα αντισυμβατικό κομμάτι για τα δεδομένα εκείνης της εποχή και όχι απόλυτα εμπορικό, αλλά ένα τραγούδι ποπ – ροκ που αποτελούσε ουσιαστικά «ρίσκο» εάν επιλέγονταν για την έναρξη του προγράμματος σε μία θερινή ντίσκο. Πρόκειται επίσης για ένα κομμάτι που ακόμη και σήμερα ακούγεται άνετα, υπογραμμίζει ο Χρήστος Καφάς. Ενώ ένα ακόμη τραγούδι – ύμνος, που αγαπούσε να παίζει στη «Salina», ήταν το «Someone Somewhere In Summertime» των Simple Minds.
ΧΡΗΣΤΟΣ Ο «ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΣ» ΚΑΙ Ο ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΣ
Η χειμερινή του πορεία, παράλληλα με την καλοκαιρινή ενασχόληση στη «Salina», περιελάμβανε διαδοχικές συνεργασίες στο μπαρ Big Ben, στην ντίσκο Art of Noise (πρώην ντίσκο Pontiac) και στη ντίσκο «Sirio». Ο Χρήστος θυμάται ότι σε κάποια ανάπαυλα του χορευτικού προγράμματος, οι Djs έπαιζαν ελάχιστα ελληνικά κομμάτια. Ένα χασαποσέρβικο («Play bouzouki» – Bouzouki Disco Band), μια ζεϊμπεκιά και, αν υπήρχε κέφι, κι ένα τσιφτετέλι. Στην πορεία αυτή, η ελληνική μουσική παρένθεση εξέλειψε. Ο ίδιος ο Χρήστος τα μοναδικά δύο ελληνικά κομμάτια που επέλεγε να παίξει ήταν το «Ρίτα, Ριτάκι» και η «Γυριστρούλα».
Τον χειμώνα του 1987, κάνει έναρξη το κατάστημα «Απαραίτητο», στην περιοχή του ΝΟΚ. Εκεί ο Χρήστος παρέμεινε κι εργάστηκε επί μία τετραετία, συνεχίζοντας τη συνήθειά του να εκσφενδονίζει τους δίσκους, κάποιοι από τους οποίους ενδέχεται να «αναπαύονται» ακόμη και σήμερα στον βυθό της θάλασσας. Το «Απαραίτητο» ήταν ένας εναλλακτικός χώρος διασκέδασης, εξ ορισμού μαγικός. Εκεί και η μουσική που ακούγονταν ήταν εναλλακτική και μακριά από τις εμπορικές επιτυχίες.
Οι θαμώνες του μαγαζιού το προτιμούσαν λόγω των μουσικών επιλογών του Χρήστου. Πλήθος ήταν οι Έλληνες μετανάστες που παραθέριζαν στο Παληό και στην Ηρακλείτσα, οι οποίοι άρχιζαν τη νυχτερινή τους διασκέδαση από το «Απαραίτητο», ώστε να τη συνεχίσουν στη «Salina».
Ο Χρήστος υπήρξε όμως και ραδιοφωνικός παραγωγός της απογευματινής εκπομπής «Ειδύλλιο με το βινύλιο», από τη συχνότητα του Ράδιο ΕΝΑ, και της βραδινής «Night Moves»· εκπομπές στις οποίες χρησιμοποιούσε δίσκους βινυλίου. Άρχισε να χρησιμοποιεί CD παράλληλα με τα βινύλια για το πρόγραμμά του το 1993, όταν εργαζόταν στο «Καφέ ΟΛΕ», και το 1994, όταν εργαζόταν στο Μπαρ «Ναυτίλος», στο μαγαζί που «δίδαξε μουσική» στους Καβαλιώτες. Η χρήση του CD ξένιζε τον Χρήστο, αφού αφενός τα θεωρούσε «ευτελή» είδη κι αφετέρου θεωρούσε τους δίσκους βινυλίου και τα εξώφυλλά τους ως έργα τέχνης. Μέχρι στιγμής, και παρά το σύγχρονο ρεύμα, ο Χρήστος δεν παίζει «κονσερβαρισμένη» μουσική μέσω laptop, ούτε φυσικά χρησιμοποιεί προκατασκευασμένες Play Lists από το σπίτι.
Η «ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΤΙΚΗ» ΜΟΥΣΙΚΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ‘90
Το πέρασμα στη δεκαετία του ’90 έφερε στο προσκήνιο είδη μουσικής όπως η Techno, η Rave και η House, ή αλλιώς «έφερε και το μπάχαλο», σε σημείο που ο Χρήστος σταμάτησε να παίζει μουσική ρηχών ήχων και τραγούδια που «δεν είχαν στίχο κι ήταν απλά ένα ντούμπου – ντούμπου». Αυτά τα είδη πάντως επικράτησαν επειδή ήταν η μόδα της εποχής. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 έπαιζε στην ανακαινισμένη πλέον «OCEANIS» μόνο funk μουσική και Τζέιμς Μπράουν, μαγεύοντας ωστόσο το κοινό που τον ακολουθούσε παντού.
Αφουγκραζόταν πάντα τα μουσικά ρεύματα που ακουγόταν και σε άλλες πόλεις, όπως η Θεσσαλονίκη, όπου εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν σόουλ κομμάτια, είτε σε επανεκτελέσεις παλιών τραγουδιών, είτε νέες κυκλοφορίες. Ο Χρήστος υποστηρίζει ότι οι Djs της Καβάλας μπορούσαν άνετα να συγκριθούν με τους συναδέλφους τους της Θεσσαλονίκης. Υπογραμμίζει δε ότι εντελώς διαφορετικά ήταν τα ακούσματα που επέλεγαν οι Djs της Θεσσαλονίκης κι εντελώς διαφορετικές ήταν οι επιλογές των αντίστοιχων της Αθήνας.
Ο Χρήστος επισκεπτόταν ως πελάτης κάποια καταστήματα που τη συγκεκριμένη δεκαετία αποκαλούνταν «ελληνάδικα» ή «βαρελάδικα», ουδέποτε όμως ασχολήθηκε ή έπαιξε αυτό το είδος μουσικής.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΜΑΓΑΖΙΑ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Ο Χρήστος Καφάς αγάπησε κάθε χώρο στον οποίον στεγάστηκε επαγγελματικά. Διακρίσεις δεν μπορεί και δεν θέλει να κάνει, αφού πέρασε εξαιρετικά σε κάθε κατάστημα όπου έπαιξε μουσική. Εργάστηκε και σε καταστήματα της γειτονικής Δράμας, όπως το «Faces» και «Octagon», που ανήκε στον ιδιοκτήτη της Disco «Salina». Έχει παίξει επίσης μουσική στη Χαλκιδική και την Κέρκυρα.
Ο Χρήστος δημιούργησε μαγαζιά. Μάλιστα ήταν ο πρώτος (και ο μόνος) Dj που ετοίμασε ένα μαγαζί στο οποίο δεν υπήρχε Dj! Το Καφέ ΟΛΕ ήταν δικό του δημιούργημα, έχοντας ως συνεργάτες τον Παναγιώτη Δαουλτζή και τον Χρήστο «Σουηδό».
Η μεγαλύτερη επιτυχία ενός Dj, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, δεν ήταν απλά να παίξει ένα τραγούδι «κράχτη» και να σηκώσει τους θαμώνες ενός μαγαζιού στην πίστα. Η μεγαλύτερη επιτυχία ήταν να τους κρατήσει όρθιους στην πίστα, να τους διασκεδάσει και να τους πείσει να χορέψουν επί ώρες. Η δε ενασχόληση κάποιου με τη μουσική και το Dj-ing χαρακτηρίζεται από τον Χρήστο ως «εθισμός». Ο ίδιος επένδυσε πολλά χρήματα στην αγορά δίσκων, δημιουργώντας την προσωπική του συλλογή. Είναι καλύτερα όμως να αγοράζεις μουσική, επισημαίνει, παρά να σπαταλάς το περιεχόμενο του πορτοφολιού σου κάπου αλλού. Επιλέγοντας το είδος της μουσικής που θα παίξεις ως Dj, διευκρινίζει ο Χρήστος, επιλέγεις ταυτόχρονα και το κοινό που θέλεις να σ’ ακούει.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΓΟΥΣΤΑ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
Τα δύο πλέον αγαπημένα βινύλια του Χρήστου ήταν το «Best of Simon and Garfunkel» και το «Best of America», που τα έπαιζε διαρκώς. Ιδιαιτέρως προώθησε τους Έλληνες καλλιτέχνες και τα ελληνικά συγκροτήματα που τραγουδούσαν αγγλικό στίχο, όπως τον Κώστα Μπίγαλη (I Miss You), τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο (Lost in the Night), τους Sunday Club (Lies), τους Sharp Ties (Get that beat) και τους Scraptown (Viva Sahara).
Στο ερώτημα, ποιους δίσκους θα έπαιρνε μαζί του σε κάποιο έρημο νησί, ο Χρήστος απαντάει: «Θα έπαιρνα το “Wish You Were Here” των Pink Floyd (1975), το “Tales of Mystery and Imagination” των Alan Parsons Project (1976) και κάποιο από τα άλμπουμ του συγκροτήματος Manfred Mann’s Earth Band».
Αποκαλύπτοντας επιπλέον λεπτομέρειες για τον εαυτό του, ο Χρήστος Καφάς εξηγεί: «Όταν πεινάσω και δεν φάω άμεσα, αρχίζω να εξαγριώνομαι. Οι μόνες στιγμές που ως διά μαγείας δεν ένιωθα το αίσθημα της πείνας, ήταν όταν πήγαινα για να ακούσω και να επιλέξω μουσική. Έμπαινα μέσα στα δισκοπωλεία το πρωί και με έβγαζαν το βράδυ, όταν πλέον τα καταστήματα θα έπρεπε να κλείσουν. Ολόκληρη την ημέρα δεν ένιωθα καν πείνα. Αφού αγόραζα τους δίσκους, ωστόσο, απέφευγα να τους ακούω επί ώρες, γιατί έτσι μου ξέφευγαν οι ιδιαιτερότητες των σημαντικών τραγουδιών. Στο σπίτι άκουγα μουσική τόσες ώρες όσες ήταν απαραίτητες προκειμένου να ετοιμάσω τα προγράμματα».
Σε κάποιο ταξίδι του στην Ιταλία, προκειμένου να αγοράσει μουσικούς δίσκους, επισκέφθηκε το Radio Dj του Μιλάνου, όπου γνώρισε διάσημους Ιταλούς μουσικούς παραγωγούς. Εκεί παρακολούθησε για πρώτη φορά από κοντά την πρώιμη διαδικασία του ρεμίξ, όταν με το ψαλιδάκι έκοβαν το συγκεκριμένο κομμάτι της μπομπίνας που ήθελαν και ένωναν το υπόλοιπο όπου ακριβώς επιθυμούσαν.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΩΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μια προσωπική ιστορία, μια προσωπική μουσική διαδρομή σαράντα περίπου ετών, όπως αυτή του Dj Χρήστου Καφά, είναι αδύνατον να χωρέσει σε ένα και μόνο αφιερωματικό κείμενο. Πλήθος στοιχείων δυστυχώς έμειναν εκτός. Ωστόσο επιχειρήθηκε να δοθεί το «ζουμί» των εμπειριών ενός ατόμου που θεωρούνταν, θεωρείται και θα συνεχίσει να θεωρείται ως η μουσική κορυφή του καβαλιώτικου Dj-ing.
Αυτή η συναρπαστική διαδρομή θα μπορούσε άνετα να αποτελέσει το περιεχόμενο ενός βιβλίου, το οποίο υποψιάζομαι ότι θα γινόταν ανάρπαστο από τους φίλους του, τους φανατικούς οπαδούς του, από όλους εμάς που τον παρακολουθήσαμε να «ανδρώνεται» μουσικά – επαγγελματικά, και ως καβαλιώτικα νιάτα απολαύσαμε τις επιλογές του. Χρήστο, να ‘σαι πάντα καλά και σ’ ευχαριστούμε θερμά για όλα όσα μας δίδαξες, και κυρίως για τις αμέτρητες ώρες χορευτικής ψυχαγωγίας που μας πρόσφερες!
Η ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
Το συγκεκριμένο κείμενο άντλησε στοιχεία από τη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει τον Ιανουάριο του 2016 ο Dj Χρήστος Καφάς «Στο Κόκκινο Καβάλας» και ειδικότερα στη ραδιοφωνική εκπομπή «Διαμάντια», με παραγωγούς – οικοδεσπότες τον Κώστα Τσιρικτσή και τον Βαγγέλη Ευαγγελίδη. Ευχαριστούμε θερμά όλους τους εμπλεκόμενους για την άδεια χρήσης του πολύτιμου αυτού υλικού.
ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ