Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
«Μόλις ειν’ έτσι δυνατός ο έρωτας κι ο χάρος.»
Είπε: “Θα σε δω την Πέμπτη.”
Τον περίμενε εκεί. Δεν ήρθε. Μπήκε μέσα στην αίθουσα. Κάποιος από τους συμμαθητές της, της είπε ότι δεν θα ξαναρχόταν. Που το είχε μάθει αυτός;
Είναι λέει πολύ μακριά από την πόλη του και ήταν μεγάλη η κούραση. Τους ζητάει λέει συγνώμη. Δεν μπορεί να έρθει ξανά.
Είχε αναλάβει την υποχρέωση, για την διδασκαλία κάποιων μαθημάτων, που αφορούσαν κυρίως, εξειδικευμένα εργασιακά θέματα. Διδάσκονταν εκεί και λογοτεχνικά κείμενα, αλλά και γραφή κι ανάγνωση. Ήταν ένα πρόγραμμα για ενηλίκους, αλλά απευθυνόταν και σ’ αυτούς που δεν είχαν απολυτήριο Δημοτικού.
Κάθε Τρίτη και Πέμπτη τον έβλεπε.
Πώς το είχε μάθει αυτός ο συμμαθητής της ότι δεν θα ξαναέρθει και, γιατί αυτής δεν της είχε πει τίποτα εκείνος;
Άκου τους ζητάει συγνώμη!
Στη θέση του ήρθε κάποιος άλλος.
Σηκώθηκε και βγήκε έξω. Δεν θα συνέχιζε, δεν τη ενδιέφερε πια να μάθει περισσότερα. Έφταναν και περίσσευαν αυτά που ήξερε. Είχε τα βιβλία της αυτή. Έτσι για να ξεσκάει πήγαινε. Όλη μέρα με τα ζώα της ήταν. Τα λάτρευε τα άλογά της, αλλά ήθελε να δει και δύο τρεις ανθρώπους. Να μιλήσει λίγο, να αλλάξει παραστάσεις.
Μπήκε στο αυτοκίνητό της και ξεκίνησε για το σπίτι της. Λίγο πριν φτάσει, έκανε απότομα αναστροφή. Έπρεπε να τον δει, ας ήταν και για τελευταία φορά. Ήθελε να ακούσει απ’ τον ίδιο, να της λέει πως ήταν όλα ένα ψέμα, αλλά, ήθελε να τον βλέπει κιόλας. Στα μάτια να τον βλέπει.
Ποτέ δεν του είχε ζητήσει τίποτα, ούτε να μάθει γι αυτόν τίποτα την ενδιέφερε, ούτε πώς ζει, ούτε πού δουλεύει, ούτε καν το τηλέφωνό του ήξερε. Μόνο την πόλη του γνώριζε.
Της έφταναν οι Τρίτες και οι Πέμπτες.
Έπρεπε όμως να τον δει, να τον ακούσει κι ας ήταν όλα ένα ψέμα.
Αλλά να τον βλέπει.
Ήταν εννιά το βράδυ.
Σε πέντε ώρες θα ήταν εκεί.
Στην πόλη του.
Στις δύο και δέκα μετά τα μεσάνυχτα έφτασε.
Έψαξε να τον βρει, σε όλα τα πιθανά μέρη που υπέθετε ότι θα σύχναζε, από ότι εκείνος της είχε πει, από τα λίγα που της έλεγε για την ζωή του. Ήξερε μόνο όσα αυτός της έλεγε. Ποτέ δεν τον είχε ρωτήσει το παραμικρό, μόνo αυτός μιλούσε και αυτή τον άκουγε με τα μάτια κλειστά. Σαν μαγεμένη τον άκουγε. Κατέγραφε την φωνή του και με αυτή κοιμόταν τα βράδια. Είχε έναν μηχανισμό μέσα της, πατούσε ένα κουμπάκι και άκουγε ξανά αυτά που της έλεγε και μόλις τελείωνε έβαζε την κασέτα από την αρχή, μέχρι που τα μάτια της χαμήλωναν, έφερνε μπροστά της την εικόνα του και αφηνόταν στον μικρό θάνατό της. Μέχρι την Τρίτη, μέχρι την Πέμπτη και ξανά. Ο επίγειος θεός της ήταν.
Έψαξε, έψαξε παντού.
Μάταια. Μα τόσο ανόητη ήταν, η ώρα πήγε τέσσερις. Θα ήταν σπίτι του τώρα, θα κοιμόταν. Μπήκε στο αμάξι, έγειρε πίσω το κάθισμα, έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να κοιμηθεί λίγο.
Αδύνατο.
Ξημέρωσε.
Στις οχτώ το πρωί πήγε σε κάποιο γραφείο που ήξερε ότι ανήκε η υπηρεσία του, όπου την ενημέρωσαν για τον χώρο της δουλειάς του. Πήγε και τον περίμενε μέσα στο αυτοκίνητο. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα χάλια της. Στις εννιά τον είδε με την τσάντα του να προχωρά προς την είσοδο του κτιρίου που ήταν το γραφείο του.
Βγήκε από το αυτοκίνητο.
Την είδε και εκείνος.
Στάθηκαν σε κάποια απόσταση.
Τον κοίταξε στα μάτια.
Το ίδιο και εκείνος.
Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα.
“Έπρεπε να σε δω” του είπε.
“Ταξίδεψες ως εδώ;” ρώτησε εκείνος.
Μόνο αυτό ρώτησε.
Δεν του απάντησε.
“Θα σου το έλεγα.” συνέχισε εκείνος.
“Πότε;”
Δεν της απάντησε. Και τι να πει.
Κοιτάχτηκαν για μερικά δευτερόλεπτα ακόμα.
“Δεν θέλω να σε απασχολώ από την δουλειά σου.” του είπε.
“Πρέπει και γω να φύγω, με περιμένουν” συμπλήρωσε.
”Με περιμένουν τα άλογ……..” κάτι πήγε να πει ακόμα αλλά σταμάτησε.
Την κοίταξε για λίγο ακόμα εκείνος, μετά γύρισε και προχώρησε προς την είσοδο του κτιρίου, δίχως να πει τίποτα άλλο.
Κάπου είχε διαβάσει, ότι η λέξη άλογο προέρχεται από την στρατιωτική ορολογία του ιππικού, σε αντιδιαστολή προς το ανθρώπινο τμήμα του, τους άνδρες δηλαδή, που είχαν λόγο, διέθεταν ομιλία. Μήπως, σκέφτηκε, συμβαίνει το αντίθετο και μήπως συμβαίνει το ίδιο και με τα συναισθήματα μεταξύ των ανθρώπων;
Λάτρευε τα άλογα και την λάτρευαν και εκείνα. Κάθε μέρα εισέπραττε την αγάπη τους. Τα μιλούσε και της απαντούσαν. Δεν ήταν ἄ – λογα.
Έμεινε να τον κοιτάει και αμέσως μετά γύρισε κι αυτή και προχώρησε προς το αυτοκίνητό της. Άνοιξε την πόρτα, στάθηκε για λίγο και τον είδε πίσω από την τζαμαρία της εισόδου του κτιρίου να συνομιλεί με κάποιον, πιθανόν συνάδελφό του.
Μπήκε στο αμάξι και έβαλε μπροστά.
Ίσως τον ξανάβλεπε.
Σίγουρα θα τον ξανάβλεπε.
Δεν μπορεί να γίνεται έτσι στη ζωή.
Δεν μπορεί.
Έκανε όμως λάθος.
Άλλοι το ορίζουν αυτό.
Δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ.
Στις δώδεκα και τριάντα δύο πρώτα λεπτά, μεσημέρι, με το μυαλό της άδειο και με τον ήλιο καταπρόσωπο να τη ζαλίζει και λίγο πριν φτάσει στο σπίτι της, τα μάτια της χαμήλωσαν και έκλεισαν.
Ήταν κουρασμένη.
Πολύ κουρασμένη.
Και νύσταζε πολύ.
Ένα δυο δευτερόλεπτα πέρασαν και όταν τα ξανάνοιξε, είδε απέναντί της τον όγκο μιας νταλίκας.
Ανυπάκουο το πόδι της, δεν ξεκόλλησε από το γκάζι. Χέρια παράλυτα, γαντζωμένα στο τιμόνι.
Μια στρίγγλια και ένας εκκωφαντικός, σκληρός, μεταλλικός θόρυβος ακούστηκε.
Ησυχία.
Οι τελευταίες σκέψεις της ήταν αυτά που της έλεγε εκείνος και την μάγευε με την γλώσσα του, όταν ξαπλωμένοι στη αμμουδιά μετά το μάθημα και το ερωτικό μεθύσι τους, κοιτούσαν τον ουρανό και μετρούσαν τ’ αστέρια.
“Κάθε φορά αστεράκι μου που ερωτεύονται δυο άνθρωποι, γεννιέται το Σύμπαν, αλλά και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το Σύμπαν. Αυτός είναι ο έρωτας και ο θάνατος, αστεράκι μου. Παρέα πηγαίνουν. Ποιον να πρωτοδιαλέξεις και πότε, δεν ξέρεις.
Και δεν τα λέω εγώ αυτά, ένας σύγχρονος φιλόσοφος τα είπε, που προσκάλεσε τον θάνατο σε δείπνο με άλικο κρασί και το Σύμπαν πέθανε γι αυτόν.”
Αστεράκι μου την έλεγε.
Κόσμος πολύς και σειρήνες ακούγονταν. Δεν καταλάβαινε τι γινόταν.
Ένας πόνος αλλόκοτος, απροσδιόριστος την τύλιγε από παντού, στο σώμα στην ψυχή και στην καρδιά.
Τότε κατάλαβε.
Δεν θα τον ξανάβλεπε, δεν θα την μάγευε ξανά με τα λόγια του.
Η όψη του…..
Ναι, έτσι αποφάσισαν η φύση και τ’ αστέρια. Δεν θα τον ξανάβλεπε.
Τα μάτια της όμως έμειναν ανοιχτά.
Σαν να ήθελαν να δηλώσουν ότι, ίσως….
Μπορεί και…………μπορεί να μην είναι αλήθεια όλα αυτά……μπορεί να ονειρεύεται……ίσως…..
Έκλεισαν τα βλέφαρά της. Ένα δάκρυ κύλησε και βάφτηκε κόκκινο. Αίμα.
Μια τελευταία εκπνοή, ένας στεναγμός.
Δεν τον ξαναείδε.
Το Σύμπαν πέθανε.
Άνοιξη 2019