Την Παρασκευή 22, το Σάββατο 23 και την Κυριακή 24 Αυγούστου, στις 9 το βράδυ, στο θέατρο Αντιγόνη Βαλάκου θα παρουσιαστεί η συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Φιλίππων και του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας «Donna abbandonata ή πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου», ένα κείμενο της Γλυκερίας Μπασδέκη, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι της Ελένης Στρούλια, οι φωτισμοί του Τάσου Παλαιορούτα και τους ρόλους ερμηνεύουν η Eλένη Ουζουνίδου (Αρετή) και η Μυρτώ Γκόνη (Βάντα). Στη χθεσινή συνέντευξη τύπου έδωσαν το παρόν οι συντελεστές της παραγωγής, ενώ για πρώτη φορά γνωρίστηκαν από κοντά η συγγραφέας και ο σκηνοθέτης.
Η ανερχόμενη συγγραφέας Γλυκερία Μπασδέκη έγραψε, έπειτα από παραγγελία του Θοδωρή Γκόνη, ένα θεατρικό έργο για τις ξεχασμένες, ματαιωμένες γυναίκες της επαρχίας, που ζητάνε την ομορφιά και πνίγονται στον βρόχο της καταπίεσης. Η Donna Abbandonata, ένα έργο βαθιά ανθρώπινο, μιλάει για την Καβάλα, εξηγεί η συγγραφέας. Της πετάει καταπρόσωπο το δικό της αντίξοο λόγο, τον λόγο που ενοχλεί. Οι Καβάλες έχουν μάθει να μιλούν με ευθείες κι αναφορικότητες. Οι Αρετούλες, είναι μονίμως παρεκκλίνουσες. Έτσι κι αλλιώς, μόνο η γλώσσα τους μας απέμεινε.
Donna Abbandonata: μια παρατημένη γυναίκα, ξεχασμένη, ματαιωμένη, προδομένη, μια γυναίκα που ήθελε, ήθελε πολύ, ήθελε πολλά. Αλλά δεν της επέτρεψαν, δεν μπόρεσε, δεν τα κατάφερε. Δεν τα κατάφερε καθόλου. Δίπλα της και μια άλλη γυναίκα, η Βάντα η κομμώτρια, η νέα, η ωραία, το κορίτσι που φέρει άλλη γλώσσα, είναι αλλού. Που μπορεί όμως και να μην είναι υπαρκτή, να αποτελεί αντανάκλαση του θολωμένου μυαλού της Αρετής, καθρέφτης ραγισμένος. Εκεί πηγαίνει, αυτή της έχει απομείνει. Στης Βάντας χτενίζεται, γυαλίζεται, βάφει τα μαλλιά, τα ξαναβάφει, τα κονταίνει, τα μακραίνει, τα τρώει, τα καταπίνει. Αυτή της φτιάχνει το τραγούδι της, με το δικό της σεσουάρ το στεγνώνει, το σκληραίνει, άλλος ρυθμός, άγριος, παράταιρος, καινούργιος, φάλτσος και σωστός, άγνωστος, που όμως μοιάζει και γνωστός.
Εργαζόμενοι πάνω στην παραγωγή οι συντελεστές, σκόνταφταν, έπεφταν συνεχώς πάνω στον «Λάμπρο» του Διονυσίου Σολωμού, στην παραλογή του «Νεκρού Αδελφού», στα ακριτικά έπη, στο τραγούδι της σαλεμένης Κλάρας από το «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» του Γεωργίου Βιζυηνού, στην Κυβέλη του Γιώργου Χειμωνά. «Τα διαβάσαμε, τα ξαναθυμηθήκαμε και φύγαμε τρέχοντας, μακριά, πολύ μακριά, για να τα βλέπουμε καλύτερα. Κι έτσι πέσαμε-ξεπέσαμε πάνω σε κάτι άλλες λεξούλες, πιο δεύτερες, πιο δικές μας, πιο καθημερινές, πιο ταλαιπωρημένες, πιο ασήμαντες, πιο αγαπημένες, πιο τίποτα, πιο παραπεταμένες, πιο παραπονεμένες, κάτι λόγια σκουπιδάκια, κάτι σκουπίδια όμως ακριβά, που φτερουγίζουν στο ίντερνετ, στα φέισμπουκ, αλλά και όχι μόνο εκεί. Ανοίγονται στα πεζοδρόμια, τα πατάει η πατούσα μας, κολλάνε, κολλάνε στη φτέρνα μας, στη γλώσσα μας, στην ψυχή μας», εξηγεί ο Θοδωρής Γκόνης.
Η ΑΝΑΠΟΔΗ ΠΑΡΑΛΟΓΗ ΤΟΥ «ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ»
Ηρωίδα του έργου είναι μια Καβαλιώτισσα (Ελένη Ουζουνίδου), ερωτευμένη μ’ έναν περαστικό διανοούμενο. Ζει σε μια πόλη όπου οι προκαταλήψεις, οι καθημερινές ματαιώσεις αποτελούν κανόνες συμπεριφοράς. Εκείνος την άφησε κι έφυγε. Έτσι το αντιλαμβάνεται εκείνη, η Αρετή. Κι έχασε την ομορφιά. Γιατί στα μάτια της ο Γιώργος Χειμωνάς είναι η ομορφιά. Αλλά πού πηγαίνει η ομορφιά όταν εξαφανίζεται;
«Όταν υπάρχει ένα αίτημα ομορφιάς και εσύ είσαι πολιορκημένος από παντού, όταν η καταπίεση της επαρχίας γίνεται βρόχος, δύσκολα γλιτώνεις. Διότι η ομορφιά σ’ αυτή τη χώρα έχει δυνατή σκιά. Μετά τη χαρά, έρχεται η λύπη. Αν δεν έχεις δύναμη, φτερά ανθεκτικά, θα καταρρεύσεις. Πρέπει να πάρεις απόσταση, δε γίνεται να ζεις συνεχώς μέσα στο καλοκαίρι, εποχή αδίστακτη, γιατί θα καείς, θα τρελαθείς όπως η Αρετή. Πρέπει να ξέρει πως όταν ανοίγεσαι για το μεγάλο ταξίδι, το πιθανότερο είναι να πνιγείς» υποστηρίζει ο σκηνοθέτης.
Η Γλυκερία Μπασδέκη είναι φιλόλογος και εργάζεται στο νυχτερινό γυμνάσιο της Ξάνθης. Ο Θοδωρής Γκόνης είδε τη «Στέλλα travel», που είχε ανεβάσει πρόπερσι η Bijoux de Kant, του άρεσε, διάβασε κι άλλα κείμενά της και της παράγγειλε να γράψει ειδικά για το Φεστιβάλ των Φιλίππων.
«Η γραφή της Μπασδέκη είναι ιδιαίτερη, προκλητική, ερεθιστική. Βγαίνει μέσα από την ελληνική ποίηση. Δεν τη γνωρίζω προσωπικά, οι επαφές μας έχουν γίνει μέχρι τώρα μόνο τηλεφωνικά. Αυτό που της ζήτησα να γράψει ήταν ένα κείμενο, οτιδήποτε θέλει, που να μιλά όμως για την Καβάλα. Η Γλυκερία Μπασδέκη γράφει ξανά την παραλογή του «Νεκρού Αδελφού», από την ανάποδη πλευρά. Αυτή τη φορά η Αρετή δεν έχει εννιά αδελφούς, δε φεύγει για να παντρευτεί μακριά στα ξένα, δεν έχει Βαβυλώνα, δεν έχει Κωνσταντίνο να θέλει, προξενητάδες. Δε ξεκίνησαν ποτέ γι’ αυτήν. Δεν χτύπησε ποτέ η πόρτα της. Η μάνα της και η πόλη της, παραμένουν σκυλιά και φυλακή της. Αυτοί της πλέκουν τα μαλλιά στου ημιώροφου τα σκαλιά. Τις ξέρω αυτές τις γυναίκες. Στην επαρχία ζουν πολλές τέτοιες, ξεχασμένες, ματαιωμένες. Θυμάμαι κάποια, όταν ήμουν μικρός στο Ναύπλιο, που τριγυρνούσε στους δρόμους και έβριζε».
ΛΟΞΗ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ
Το σκηνικό, είναι ένας χώρος που παραπέμπει σε σεληνιακό τοπίο ομορφιάς. Νερό, χόρτα, βρύα αλλά και μια κάσκα κομμωτηρίου, που όλα προβάλλονται μέσω αυτής.
«Η συγγραφέας διαλέγει πολύ εύστοχα ως χώρο δράσης ένα κομμωτήριο, αν δεχτούμε ότι το κομμωτήριο αποτελεί το ψυχικό τοπίο όπου συναντιέται κανείς με την ομορφιά. Εκεί είναι το ψυχοθεραπευτήριο της Βάντας της κομμώτριας (Μυρτώ Γκόνη). Ενα λαϊκό δοτικό κορίτσι, που συντηρεί την ομορφιά της Αρετής. Σκηνοθετικά ο Θοδωρής Γκόνης συνεχίζει να βαδίζει πάνω σε μια λοξή γραμμή, όπως με το «Γράμμα στον Ορέστη», τον «Ουρανό κατακόκκινο», το «Οδός Πολυδούρη».
«Τα κείμενα αυτά, αν και γραμμένα από συγγραφείς φιλόδοξους, σου επιτρέπουν να ανοιχτείς. Δεν κάνω αγιογραφία. Δε δίνω λύση, δε με ενδιαφέρει. Η ηρωίδα δεν είναι το απόλυτο θύμα, αγία, αθώα, ανίδεη. Το έργο έχει πολύ θυμό, αλλά από κάτω κρύβει πικρό χιούμορ», τονίζει ο σκηνοθέτης. Τα υπόλοιπα επί σκηνής στην κλιματιζόμενη αίθουσα του δημοτικού θεάτρου «Αντιγόνη Βαλάκου». Τώρα που οι δύσκολες καλοκαιρινές πρόβες ολοκληρώθηκαν, τώρα που οι τραυματισμοί ξεπεράστηκαν και όλοι βρίσκονται στη γραμμή εκκίνησης.