Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Και κει που προχωρούσα στον ξεχασμένο από χρόνια απάτητο, και για τούτο χορταριασμένο χωματόδρομο, που σαν φίδι διέσχιζε για μερικές εκατοντάδες μέτρα το πολύφυτο δάσος με τις πανύψηλες οξιές, άλλοτε κατηφορίζοντας ελαφρά, κι άλλοτε ακολουθώντας ανηφορική πορεία, τον ακούω να μου μιλά:
“Κόψε δρόμο…αριστερά…πίσω από εκείνο εκεί τον βράχο”, μου λέει. “Από το μονοπάτι θα πάμε. Είναι μικρότερη η απόσταση από εκεί, και έτσι, και, λιγότερο κόπο θα κάνουμε, και θα κερδίσουμε και χρόνο.”
Τον κοιτώ με απορία για ένα δυο δευτερόλεπτα και ύστερα σαν να είχα έτοιμη την απάντηση από τα πριν:
“Ούτε να κοπιάσω λιγότερο επιθυμώ”, του απαντώ, “ούτε και να κερδίσω χρόνο θέλω.”
Τώρα, ήταν η σειρά του να με κοιτάξει αυτός παραξενεμένος. Με μεγαλύτερη απορία με κοιτά αυτός, γιατί, αλλιώς με είχε συνηθίσει, αλλιώς με ήξερε, κι αλλιώς με βλέπει και με ακούει τώρα.
“Τέρμα συνοδοιπόρε”, του λέω κάπως δυνατά κι απότομα, κι αμέσως μετά, με πιο χαμηλή φωνή σχεδόν ψιθυριστά, συμπληρώνω: “Τέρμα η βιάση στη ζωή μου.” Και είναι, σαν να μη μιλώ μονάχα σε εκείνον, μα και σε ένα πολυπληθές και αόρατο ακροατήριο. Και τον αφήνω με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Και ακόμα, του χαρίζω και χρόνο για να μπορέσει στην προσπάθεια που κάνει κοιτώντας με βαθιά στα μάτια, τις βαθύτερες σκέψεις μου να ανιχνεύσει.
Και, ως προς αυτό, ύστερα από μερικά λεπτά που κυλούν περπατώντας σιωπηλός, τα καταφέρνει δίχως τίποτα άλλο να του πω, μια διευκρίνιση ας πούμε, και κουνά καταφατικά το κεφάλι.
Με ακολουθεί παντού αυτός. Συνοδοιπόροι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είμαστε, και γι αυτό ξέρει και μαντεύει τις ενδόμυχες σκέψεις μου και τις εναλλαγές τους. Μπράβο του, του φίλου μου. Ήξερα ποιον διάλεξα στον μεγάλο τον ανήφορό μου.
*****
Είναι, καιρός τώρα. Από τότε, είναι. Από τότε που άρχισα να νιώθω πως μεγάλωσα τόσο, τόσο ώστε όταν κοπιάζω – όχι βέβαια πέραν της αντοχής μου – να ιδρώνω τόσο πολύ, με αποτέλεσμα μαζί με αυτόν τον ίδρο να φεύγουν και όλες οι άχρηστες και βλαβερές τοξίνες που χρόνια τώρα συσσωρεύονταν στο σώμα μου και στην ψυχή μου, και να αλαφρώνω. Μου αρέσει ακόμα, και…..και που πονούν όλα τα μέλη μου, γλυκά πονούν κι ολόκληρο το σώμα μου μουδιάζει, και μοιάζει, σαν σε εφηβικό έρωτα να παραδίδομαι. Κάπως τότε, σαν τη ζωή καλύτερα να τη ζω μου φαίνεται. Ζωντανή.
Ζωή ζωντανή.
Μα και πως αλλιώς πρέπει να ζει κανείς τη ζωή του;
Από την άλλη πάλι, σκέφτομαι, και λέω μέσα μου και το άλλο. Γιατί να κόψω δρόμο;
Γιατί πιο γρήγορα να φτάσω και να κερδίσω χρόνο;
Τί να τον κάνω τον κερδισμένο χρόνο; Παραπανίσιος είναι. Αφού, έχω τόσο χρόνο, τόσο ακριβώς χρόνο έχω, όσον χρειάζομαι, για να τον ξοδέψω όπως γουστάρω και αγαπώ.
Είναι σαν να βλέπω απ’ την βουνοκορφή όπου ανέβηκα επιθυμώντας να δω και να θαυμάσω τον κόσμο από ψηλά, κάτω στα χαμηλά να βλέπω, τα ριζά τού βουνού να κοιτώ, εκεί ακριβώς όπου κυλά και εκείνο το ξεγελαστικά και εκ του πονηρού διάφανο ακατονόμαστο ποτάμι, κι αντί να τραβερσάρω όμορφα την κατηφοριά, και να καθυστερώ, και να κάνω στάσεις απολαμβάνοντας την διαδρομή, και να παίρνω ανάσες, να οσφραίνομαι αρώματα και μυρωδιές υγρές, της φύσης αποστάγματα, να θέλω να κατέβω με βήμα γοργό μια και έξω στου ποταμού την όχθη.
Για να πάω που μετά;
Για να πάω που; για λίγο αναρωτιέμαι και αμέσως…..ναι.
Εκεί πρέπει να πάω.
Ναι….εκεί είναι ο προορισμός μου.
Μα κάποια μέσα μου φωνή, μου μιλά, και μου λέει, πως αν θες συνοδοιπόρε μου να πας εκεί, αφού έτσι το επιτάσσει η φύση σου και είναι αυτός ο τελικός προορισμός σου, αργά να προχωράς….
Αργά και δίχως βιάση σου λέω εγώ να προχωράς…..
Μπροστά σου είναι ο τόπος σου, όλος ο δικός σου τόπος μπροστά σου είναι, και του χρωστάς και σου χρωστά….
Καβάλα, Σεπτέμβριος του 19
Μέρες φθινοπωρινής ισημερίας.
Μέρες φθινοπωρινής ισορροπίας.
Καλό φθινόπωρο.